Αποκαλυπτικά στοιχεία για την κατακρήμνιση των μισθών τα τελευταία χρόνια
Ολα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται στο ακέραιο από μελέτες και αναλύσεις αρμόδιων οργανισμών, οι οποίες «δικαιώνουν» το κάλεσμα των Συνδικάτων για κλιμάκωση της κοινής αγωνιστικής δράσης, για τη διεκδίκηση Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που θα κατοχυρώνουν ουσιαστικές αυξήσεις και σύγχρονα δικαιώματα, για ξήλωμα του αντεργατικού οπλοστασίου, διεκδικήσεις που περιλαμβάνονται στην πρόταση πάλης που παρουσίασε το ΠΑΜΕ για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Διεκδικήσεις που βρίσκονται μεταξύ άλλων και στο επίκεντρο της οργάνωσης της πανελλαδικής πανεργατικής απεργίας της 6ης Απρίλη.
Πολύ περισσότερο δεν φτάνουν, όταν σήμερα και οι δύο αυξήσεις που δόθηκαν έχουν ήδη εξανεμιστεί από την ακρίβεια που καλπάζει, με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο να εντείνει ακόμα περισσότερο την ήδη άθλια κατάσταση.
Σημειώνεται σχετικά σε πρόσφατη Εκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ: «Τον Ιανουάριο του 2022, η προγραμματισμένη μικρή όσο και καθυστερημένη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% περιόρισε σε μικρό βαθμό την απώλεια αγοραστικής δύναμης, η οποία όμως ανήλθε τελικά σε 12,1%. Η αύξηση του κατώτατου μισθού περιόρισε την απώλεια αγοραστικής δύναμης μόλις κατά 0,2%, αφού χωρίς αυτήν η απώλεια αγοραστικής δύναμης θα ήταν 12,3%. Ομως, οι υπολογισμοί αυτοί αφορούν τον μεικτό κατώτατο μισθό. Αν αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, τότε τον Ιανουάριο του 2022 η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του καθαρού κατώτατου μισθού ξεπέρασε το 14% έναντι του Ιανουαρίου του 2021, όταν η αντίστοιχη ετήσια απώλεια τον Δεκέμβριο του 2021 ήταν 12,1%».
Οπως φαίνεται στον πίνακα 1, το 2012 ήταν το έτος που με παρέμβαση του αστικού κράτους μειώθηκε ο κατώτατος μισθός κατά 22% για τους εργαζόμενους από 25 ετών και πάνω και κατά 32% για τους εργαζόμενους μέχρι 25 ετών. Ενα χρόνο μετά, η τότε κυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ με τον ν. 4172/2013 καταργεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό και ορίζει ότι αυτός θα καθορίζεται με Υπουργική Απόφαση και με κριτήριο την «ανταγωνιστικότητα» και την «παραγωγικότητα» των επιχειρήσεων, δηλαδή με βάση τη θωράκιση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου. Νόμο που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, απορρίπτοντας το δίκαιο αίτημα του εργατικού κινήματος για την κατάργησή του, έβαλε σε εφαρμογή το 2019 και έτσι τον έκανε ιδιοκτησία της, τον έκανε «νόμο Βρούτση - Αχτσιόγλου» και με τη βούλα.
Στο μεταξύ, η μείωση του κατώτατου μισθού και το χτύπημα των ΣΣΕ συμπαρέσυρε, όπως ήταν αναμενόμενο, τους μισθούς όλων των εργαζομένων. Χαρακτηριστική είναι η διαπίστωση του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ, υπάγεται στο υπουργείο Εργασίας) στην Ετήσια Εκθεσή του το 2013: «Την περίοδο 2010-2013 ο δείκτης του συνολικού κόστους εργασίας ανά ώρα στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας μειώθηκε (...) κατά 18,7%. Σε πραγματικές τιμές, το συνολικό κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 25,2%, το μισθολογικό κόστος κατά 23,5% και το μη μισθολογικό κόστος κατά 28,5%».
Ετσι, σύμφωνα με επεξεργασία στοιχείων του ΕΦΚΑ, το 2011 ο μέσος μηνιαίος μεικτός μισθός ήταν 1.264 ευρώ και το 2020 ήταν 968 ευρώ (βλ. πίνακα 2)! Δηλαδή (παρά τις δύο αυξήσεις στον κατώτατο μισθό), ο μισθός το 2020 παραμένει μειωμένος κατά 23,41% σε σχέση με το 2011, μια πορεία στην οποία όλες οι κυβερνήσεις έβαλαν τη σφραγίδα τους.
Σε μια αλληλένδετη εξέλιξη, οι νόμοι που ψηφίζονται από όλες τις κυβερνήσεις μέχρι και σήμερα δίνουν ευθεία χτυπήματα στις ΣΣΕ. Αφού πρώτα αφαίρεσαν από τα συνδικάτα τη δυνατότητα των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την υπογραφή ΕΓΣΕΕ, στη συνέχεια χτύπησαν τις κλαδικές ΣΣΕ και ευνόησαν τη δημιουργία «Ενώσεων Προσώπων» που ουσιαστικά αντικατέστησαν τα επιχειρησιακά σωματεία. Οι Ενώσεις αυτές, ως υποχείρια των εργοδοτών, υπογράφουν επιχειρησιακές ΣΣΕ στα μέτρα της εργοδοσίας. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία του ΟΜΕΔ: Το 2004 υπογράφηκαν 223 κλαδικές ΣΣΕ (ΚΣΕΕ), το 2011 65 ΚΣΕΕ και το 2020 μόλις 19 ΚΣΕΕ!
Ακόμα όμως και όταν υπογράφονται, οι κυβερνήσεις φρόντισαν για λογαριασμό της εργοδοσίας να εμποδίσουν την επεκτασιμότητα και υποχρεωτικότητά τους. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με εγκύκλιό της το 2018 νεκρανάστησε ανενεργή διάταξη του νόμου 1876/1990 σχετικά με τον έλεγχο της «αντιπροσωπευτικότητας» των κλαδικών ΣΣΕ, προσθέτοντας μια ολόκληρη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, προκειμένου η ΚΣΕΕ να καταστεί υποχρεωτική για το σύνολο των εργαζομένων του κλάδου. Συγκεκριμένα, πρέπει να αποδειχθεί ότι οι εργοδότες που υπογράφουν την ΚΣΣΕ απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου. Ομως η απόδειξη αφέθηκε στη διακριτική ευχέρεια των εργοδοτών, οι οποίοι πρέπει να φέρουν τα σχετικά στοιχεία χωρίς να έχουν καμιά κύρωση αν δεν το κάνουν... Η κυβέρνηση της ΝΔ συμπλήρωσε το έργο του ΣΥΡΙΖΑ με τον ν. 4635/2019. Ετσι εκτός από το 51%, ζητά από την εργατική πλευρά να αποδείξει ότι η ΚΣΕΕ δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις «στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και τη λειτουργία του ανταγωνισμού»! Να αποδείξει με άλλα λόγια ότι η ΚΣΣΕ είναι σε όφελος των εργοδοτών και σε βάρος των εργαζομένων!
Το αποτέλεσμα είναι η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων να μην καλύπτεται από ΣΣΕ και πάνω από 1/3 των εργαζομένων να αμείβονται με αποδοχές όχι μεγαλύτερες του κατώτατου μισθού.
Το ΕΙΕΑΔ αναφέρει στην «Εκθεση για τον κατώτερο μισθό» (Απρίλης 2021) ότι σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, το ποσοστό κάλυψης εργαζομένων από ΣΣΕ στην Ελλάδα φτάνει μόλις το 17,8%. Περαιτέρω, επειδή το συγκεκριμένο στοιχείο αναφέρεται στο έτος 2016, σημειώνει ότι «με βάση τις νεότερες εξελίξεις το ποσοστό κάλυψης (...) πιθανότατα έχει μειωθεί ακόμα περισσότερο.
Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι ασφαλές να εκτιμήσουμε ότι το 80%-85% των εργαζομένων στη χώρα μας θεσμικά δεν καλύπτεται μισθολογικά από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ο μισθός του έχει ως ελάχιστο σημείο αναφοράς τον κατώτατο μισθό και άρα η μισθολογική του κατάσταση εξαρτάται από το εκάστοτε ύψος του». Λογική συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι ότι «το ποσοστό των εργαζομένων που λαμβάνει αποδοχές στα όρια του κατώτατου μισθού (έως 700 ευρώ) ανέρχεται στο 35,1%».