1986: Η δολοφονία του Ούλαφ Πάλμε
Πέμπτη 28 Φλεβάρη 2002

Ο τόπος του εγκλήματος, λίγες ώρες μετά τη δολοφονική επίθεση κατά του Πάλμε, έχει αποκλειστεί από την αστυνομία. Διακρίνεται λίμνη αίματος του Σουηδού πρωθυπουργού, που έπεσε χτυπημένος από τη σφαίρα του δολοφόνου
Στις 28 Φλεβάρη του 1986, δολοφονείται στη Στοκχόλμη ο πρωθυπουργός της Σουηδίας Ούλαφ Πάλμε. Η είδηση προκαλεί το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Το βράδυ εκείνης της μέρας, ο Πάλμε με την σύζυγό του είχαν παρακολουθήσει μια κινηματογραφική προβολή και στη συνέχεια πήραν το δρόμο για το σπίτι τους, χωρίς σωματοφύλακες, όπως, εξάλλου, συνήθιζε ο Σουηδός πολιτικός. Στις 11.15 μ.μ., καθώς το ζεύγος Πάλμε περπατούσε στη λεωφόρο Σβεαβέγκεν, από ένα στενό πετάγεται ένας άγνωστος και πυροβολεί πισώπλατα τον Σουηδό πρωθυπουργό με ένα παλιό περίστροφο «Μάγκνουμ 357». Στη συνέχεια, ο δράστης χάνεται, τρέχοντας στους γύρω δρόμους. Η σφαίρα διαπέρασε το σώμα του Πάλμε, βγήκε από το θώρακα και τραυμάτισε ελαφρά τη σύζυγό του στο χέρι. Σε κωματώδη κατάσταση, ο Σουηδός πρωθυπουργός μεταφέρεται από περαστικούς στο νοσοκομείο Σάμπατσμπεργκ, όπου λίγο μετά τα μεσάνυχτα υποκύπτει στο μοιραίο.

Ο Ούλαφ Πάλμε ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στη χώρα του και η φήμη του απλωνόταν σ' όλο τον κόσμο, γιατί ήταν από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της σοσιαλδημοκρατίας. Γόνος πλούσιας οικογένειας, εντάχθηκε από νωρίς στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Σουηδίας και το 1957 εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής. Το 1969 και αφού είχε διατελέσει υπουργός Επικοινωνιών και Παιδείας, διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία τον Τάγκε Ερλάντερ. Διατήρησε το πρωθυπουργικό αξίωμα έως το 1976. Το 1982 επανεκλέγεται και ασκεί τα καθήκοντα του πρωθυπουργού μέχρι τη δολοφονία του.

Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, θέτει σε εφαρμογή ένα μοντέλο διακυβέρνησης, που θεωρήθηκε πιλότος για τα ανερχόμενα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης. Εχοντας υπόψη ότι εξαντλήθηκαν τα όρια του συστήματος διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος από τα συντηρητικά και χριστιανοδημοκρατικά κόμματα και υπολογίζοντας στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, προώθησε μεταρρυθμίσεις με στόχο τη σχετική αύξηση του λαϊκού εισοδήματος, τη βελτίωση των κοινωνικών ασφαλίσεων και της δημόσιας εκπαίδευσης και τη διεύρυνση των δημοκρατικών ελευθεριών. Κλασικός εκπρόσωπος του κεϋνσιανισμού, ακολούθησε την πολιτική ενίσχυσης της ζήτησης, ως αντίδοτο στην καπιταλιστική κρίση.

Στην εξωτερική του πολιτική, επέμεινε στην ουδετερότητα, μια πολιτική που αρκετές φορές τον έφερε αντιμέτωπο με τις ΗΠΑ, καθώς ήταν πολέμιος της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ. Είχε καταδικάσει, επίσης, την αμερικανική πολιτική στο Βιετνάμ και προκάλεσε την οργή της Ουάσιγκτον, γιατί παραχώρησε άσυλο σε πολλούς Αμερικανούς λιποτάκτες. Είχε, επίσης, υποστηρίξει το κίνημα για τον πυρηνικό αφοπλισμό και τη διεθνή ύφεση. Μάλιστα, οι θέσεις του αυτές ήταν αφορμή για να αναρωτηθούν πολλοί, μήπως πίσω από το χέρι του ασύλληπτου δολοφόνου βρίσκονταν επιχειρηματικά και κρατικά συμφέροντα, που ήθελαν τη Σουηδία πλήρως ενσωματωμένη στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.