Στις 4 Ιούνη, με ομιλητή τον ΓΓ της ΚΕ, Δ. Κουτσούμπα | Προετοιμασίες των Κομματικών Οργανώσεων για το ταξίδι στο μικρό νησάκι - βράχο του Αιγαίου που υπήρξε ένας από τους πρώτους τόπους εξορίας
Η εκδήλωση για τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 4 Ιούνη, στις 10 π.μ., στην πλατεία της Χώρας, με ομιλητή τον ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα. Θα ακολουθήσουν καλλιτεχνικό αφιέρωμα και τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου. Στις 6.30 μ.μ. στην πλατεία της Χώρας θα πραγματοποιηθεί νησιώτικο γλέντι.
Οι αναχωρήσεις για την Ανάφη έχουν ως εξής: Παρασκευή 3 Ιούνη από το λιμάνι του Πειραιά στις 9 μ.μ. (ώρα επιβίβασης έως 8 μ.μ. - πύλη Ε3). Σάββατο 4 Ιούνη από το λιμάνι Αθηνιού της Σαντορίνης στις 7.30 π.μ. Η αποχώρηση από την Ανάφη θα γίνει το βράδυ του Σαββάτου 4 Ιούνη στις 11.30 μ.μ.
Δηλώσεις συμμετοχής γίνονται μέσω των Κομματικών Οργανώσεων και στο τηλέφωνο 210.5282.607 (καθημερινά 10.30 π.μ. - 12.30 μ.μ. και 6 μ.μ. - 8 μ.μ., Σάββατο 10.30 π.μ. - 12.30 μ.μ.).
Η Ανάφη πέρασε στην Ιστορία ως ένας από τους πρώτους τόπους εξορίας, όπως λειτούργησε από το 1924 έως το 1943 και από το 1946 έως το 1949. Συγκεκριμένα, άρχισε να χρησιμοποιείται από το 1925 ως τόπος εξορίας μελών και στελεχών του ΚΚΕ, εργατών, αγροτών, νεολαίων και άλλων αγωνιστών.
Ηταν μια περίοδος που εντάθηκε η καταστολή του αστικού κράτους ενάντια στο ΚΚΕ και στο εργατικό - λαϊκό κίνημα, με τη δικτατορία Πάγκαλου. Ο αριθμός των εξόριστων πολλαπλασιάστηκε μετά το «Ιδιώνυμο» της κυβέρνησης Βενιζέλου το 1929, που ποινικοποίησε την κομμουνιστική ιδεολογία και δράση. Στην αρχική δε περίοδο της δικτατορίας Μεταξά, στα χρόνια 1936 - 1938, οι εξόριστοι στην Ανάφη έφτασαν τους 750.
Το 1947, έναν χρόνο μετά την επαναλειτουργία του νησιού ως τόπου εξορίας, στην Ανάφη κρατούνταν 262 εξόριστοι, ανάμεσά τους 30 γυναίκες και 2 παιδιά. Στο νησί εξορίστηκαν σειρά στελεχών του ΚΚΕ: Ηλέκτρα Αποστόλου, Δημήτρης Γληνός, Βασίλης Μπαρτζιώτας, Αδάμ Μουζενίδης, Γιώργης Σιάντος, Κώστας Θέος, Κώστας Βαρουξής κ.ά.
Η εξορία σε ένα τόσο άγονο και απομονωμένο μέρος, που δεν μπορούσε να θρέψει ούτε τους κατοίκους του, συνιστούσε βασανιστήριο, με τους εξόριστους να είναι αντιμέτωποι με τον μόνιμο υποσιτισμό. Πηγή αντοχής υπήρξαν η πίστη στα ιδανικά του ΚΚΕ και η στήριξη των οργανώσεων αλληλεγγύης.
Ενα συνηθισμένο κόλπο των κρατικών αρχών, προκειμένου να μεγαλώνει η πίεση στους εξόριστους για υποχώρηση, ήταν η κατακράτηση της αλληλογραφίας. Οταν ερχόταν γράμμα γι' αυτούς οι αρχές πέταγαν τον άδειο φάκελο έξω από τον θάλαμο του παραλήπτη, ο οποίος όταν πήγαινε να ζητήσει το περιεχόμενό του αντίκριζε ως προαπαιτούμενο το έντυπο της δήλωσης μετανοίας.
Αντίστοιχα, επέτρεπαν στις οικογένειες των εξόριστων να πηγαίνουν με άδεια στο νησί και να μένουν μερικές μέρες εφόσον διέβλεπαν ότι θα έχουν κάποιο όφελος. Τον χρόνο παραμονής τον καθόριζε το υπουργείο, όμως ο διοικητής του στρατοπέδου είχε δικαίωμα να παρατείνει την άδεια αν έβλεπε ότι μπορούσε να αποσπάσει κάτι, δηλαδή οι συγγενείς να πάρουν μαζί τους τον εξόριστο αφού είχε υπογράψει δήλωση.
Παράδειγμα αλύγιστης στάσης, ανάμεσα σε δεκάδες ακόμα, αποτελεί η Ηλέκτρα Αποστόλου. Στις 17/7/1939 εξορίζεται στην Ανάφη. Στο μεταξύ, όταν βρισκόταν στο Τμήμα Μεταγωγών του Πειραιά, είχε γεννήσει την κόρη της. Την ίδια περίοδο συλλαμβάνεται και ο άντρας της και οδηγείται στις φυλακές της Κέρκυρας. Προσπαθεί μέσω αλληλογραφίας να τον στηρίξει, να κρατήσει ψηλά το αγωνιστικό του πνεύμα. Ομως, εκείνος δεν αντέχει και υπογράφει δήλωση μετανοίας.
Η Ηλέκτρα και αυτό το αντιμετωπίζει με παλικαριά και κομμουνιστική αποφασιστικότητα. Αφού του θυμίζει τους όρκους που είχαν δώσει πριν παντρευτούν, ότι θα αγωνιστούν για τα ιδανικά τους, τον χωρίζει και τον προτρέπει να ζήσει τίμια.
Τον Μάη του 1941 οι ιταλικές δυνάμεις κατοχής πάτησαν το πόδι τους και στην Ανάφη. Με την ανακοίνωση της ιταλικής διαταγής, που ξεκαθάριζε ότι οι εξόριστοι θα παραμείνουν στο νησί, ξεκίνησε η αγωνιώδης προσπάθεια των Ομάδων Συμβίωσης Πολιτικών Εξόριστων (ΟΣΠΕ) να εξασφαλίσουν εφεδρικά τρόφιμα. Ωστόσο οι μερίδες τροφής αρχίζουν να περιορίζονται, τον Ιούλη το ψωμί και το φαγητό μειώθηκαν στο μισό. Τα επιδόματα κόπηκαν όπως και η δυνατότητα παραλαβής εμβασμάτων και δεμάτων από συγγενείς.
Τον Αύγουστο, παρά τις διαμαρτυρίες των εξόριστων, δεν υπήρξε καμιά ανταπόκριση από την κατοχική κυβέρνηση και τις αρχές των κατακτητών. Η πάλη με το θεριό της πείνας μεγάλωνε. Σημαντικό ήταν το ότι απέσπασαν την έγκριση για να πηγαίνει κάποιος στη Σαντορίνη για λίγα ψώνια. Κατάφεραν επίσης μέσω της βυρσοδεψίας να φτιάξουν παπούτσια απαραίτητα για να αντέξουν τον βαρύ χειμώνα. Οι εξόριστοι μάζευαν αγριόχορτα αλλά και σαλιγκάρια προσπαθώντας να έχουν περίσσεμα για να προβούν σε καμιά ανταλλαγή.
Το σαπούνι εξαντλήθηκε, ωστόσο η συλλογική πειθαρχία και η ευρηματικότητα διατήρησαν ψηλά το επίπεδο της καθαριότητας. Το βάρος των εξόριστων μειώθηκε σημαντικά, ακόμα και στο μισό, έπαθαν καθολική αβιταμίνωση, μαζί με τον καθημερινό στομαχόπονο ξεκίνησαν οι ζαλάδες, πρηξίματα και παραμορφώσεις στα πόδια και το πρόσωπο. Οι θάνατοι δεν άργησαν να ξεκινήσουν.
Με επιμονή οι εξόριστοι, μέσω διαβημάτων τους, καταφέρνουν να γίνεται μεταφορά για τους βαριά αρρώστους σε νοσοκομεία της Αθήνας, του Πειραιά και της Σύρου. Απαίτησαν και πέτυχαν την επίσκεψη του Ιταλού διοικητή των Κυκλάδων. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή έτσι όπως περιγράφεται στο βιβλίο του Ν. Τσαμαλούκα «Ανάφη, Ενας Γολγοθάς της Λευτεριάς», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»:
«Βάλαμε καμιά δεκαριά βαριά άρρωστους πάνω στα καλαμένια κρεβάτια τους. Οι πιο γεροί επιστράτευσαν τις τελευταίες δυνάμεις τους και τους σήκωσαν όπως σηκώνουν τα φορεία και οι άλλοι με τα μπαστούνια ακολουθήσαμε τη μακάβρια αυτή πορεία προς το ιταλικό διοικητήριο (...) Μπροστά μας είχαν σταθεί και μας φράξαν το δρόμο οι χωροφύλακες και καραμπινιέροι, με τα όπλα προτεταμένα έτοιμοι να μας χτυπήσουν (...) "Θέλουμε να ζήσουμε. Θέλουμε να δούμε τον κ. διοικητή". Η αποφασιστικότητά μας και ο όγκος του χωριού, που μας συμπαραστέκεται, ανάγκασαν τους καραμπινιέρους και τους χωροφυλάκους να παραμερίσουν (...) Νικήσαμε το θάνατο στην Ανάφη. Υστερα από 8 - 10 μέρες ήρθαν τα μισά επιδόματα και σε λίγο ήρθαν τα υπόλοιπα».
Αργότερα, όπως αναφέρει, επιτράπηκε και η παραλαβή δεμάτων.