Σύντομη, πυκνή, απέριττη, «γυμνή» από λογοτεχνίζοντες εντυπωσιοθηρισμούς, ρεαλιστική, γυναικείας ευαισθησίας, με τη γλώσσα της καθημερινής ομιλίας όλων μας, σε ρυθμούς φυσικούς - χαλαρούς, κοφτούς, αγχωμένους - με ευθύβολες πινελιές, η γραφή της Μ. Αντωνίου «ζωγραφίζει» βιώματα, συναισθήματα, προβλήματα, στιγμές ζωής ή και ολόκληρους κύκλους ζωής, που σ' όλους, λίγο - πολύ, κάτι μας θυμίζουν... Οπως η ασφυκτιούσα - και οικονομικά - μάνα, που με τα παιδιά της σκαρφαλώνει στην κορφή του Λυκαβηττού για να ακούσει τσάμπα μια συναυλία. Η στερημένη μάνα και απατημένη σύζυγος. Η άλλη που θυμίζει το τραγουδάκι «Είμαι η Μαίρη Παναγιωταρά/ μια εργαζόμενη μητέρα, μια καλή νοικοκυρά/. Δεν έχω τίποτα το σπέσιαλ, το καταπληκτικό./ Είμαι ένα ζώον, δηλαδή, κανονικό»... Οπως ο ορφανός Κυριάκος, που ρημάζεται από την τσιφουτιά του θετού του πατέρα. `Η, το φτωχό, εργατικό, φιλομαθές, ντροπαλό με τις κοπέλες, παλικάρι. Η δυστυχία που προκαλούν τα ναρκωτικά. Η έλλειψη γονικής αγάπης για τα παιδιά. Η αποτυχία στις εισαγωγικές εξετάσεις, ο παραλογισμός του νεοπλουτισμού. Ο βιασμός ενός παιδιού. Το ξόδεμα του πρώτου μισθού για τον αιφνίδιο θάνατο του βασανισμένου γονιού του. Το διήγημα που ξεχωρίζει με το βαθύτερο ανθρωπιστικό μήνυμά του τιτλοφορείται «Μια συνηθισμένη μέρα».