Πόλεμος και ταξική σύγκρουση στην ελληνική λογοτεχνία τα χρόνια της θύελλας (1940 - 1950)

Εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού, στις κεντρικές εκδηλώσεις του 48ου Φεστιβάλ ΚΝΕ - «Οδηγητή»

Σάββατο 8 Οχτώβρη 2022 - Κυριακή 9 Οχτώβρη 2022

Μα τώρα λέω...

Πως πια δε φεύγω από κοντά Σας,

μηδέ στιγμή να φύγω από κοντά Σας

ζητώ, γιατί έχω κάμει απ' την καρδιά μου,

για να χορεύετε, λεβέντες μου, έν' αλώνι...

(Στυγός Ορκος, Α. Σικελιανός, 1941)

Μέχρι τις μέρες μας δεν έχει υπάρξει άλλη περίοδος που να παρατηρείται σε τόσο μεγάλο βαθμό η σύνδεση της λογοτεχνίας και των λογοτεχνών με την Ιστορία, με την ιστορία της ταξικής πάλης δηλαδή. Απ' αυτή την άποψη προβάλλει ακόμη πιο έντονα η ανάγκη να «διαβάσουμε» τη λογοτεχνία εκείνων των χρόνων κάτω από το φως της ιστορίας τους και προπαντός κάτω από το φως της επιστημονικής, μαρξιστικής προσέγγισης που κάνει το Δοκίμιο Ιστορίας του Κόμματός μας, βασισμένη στην πείρα και στα συμπεράσματα από την πάλη του τα θυελλώδη εκείνα χρόνια.

Κατοχή και Αντίσταση

Οι ανάγκες του αγώνα καταργούν τη φλυαρία στην Τέχνη. Τα διηγήματα της Αντίστασης είναι στρατευμένα. Εχουν σκοπό να αναδείξουν τη θηριωδία του καταχτητή, την αθλιότητα του μαυραγορίτη ή του προδότη, να στηλιτεύσουν τον ατομισμό, να παρακινήσουν τους διστακτικούς και απέναντι σε όλα αυτά να ορθώσουν το μεγαλείο της αδάμαστης ψυχής των αγωνιστών της Αντίστασης (...)


Ο Γιάννης Ρίτσος, ανάμεσα στους πρώτους, με τη συλλογή του «Δοκιμασία» εκφράζει διακριτικά αλλά ευδιάκριτα την τραγικότητα της Κατοχής μαζί με την αισιοδοξία από το δυνάμωμα της Αντίστασης. Η λογοκρισία απαγορεύει το ποίημα της συλλογής «Παραμονές ήλιου». Φυσικά δεν διανοήθηκε να εκδώσει το ποίημά του «Η τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία» (1942) αναγγέλλοντας τη σοσιαλιστική επανάσταση:

Τα καζάνια του λαϊκού συσσίτιου χτυπάν όλη νύχτα σαν ταμπούρλα

Νύχτα αποφασισμένη. Συνοικίες γκαστρωμένες

με την κοιλιά τους βαρειά από πείνα από καημό κι από άγιο

μίσος. Πάνου στο πεζούλι

ο λαϊκός ρήτορας: «Σύντροφοι». Τίποτ' άλλο. Ενα σπίρτο. Το

φυτίλι.

Κ' οι μεγάλες δρασκελιές μιας σημαίας πάνου απ' τον ύπνο

κ' η μεγάλη αψίδα της νύχτας όλη βαμμένη με πελώρια σφυροδρέπανα αγρύπνιας.

Εκτός από τον Σικελιανό, που γίνεται ο βάρδος της Αντίστασης, δύο ακόμη διάσημοι στις μέρες μας ποιητές ξεχωρίζουν την περίοδο εκείνη για την αντιστασιακή τους ποίηση. Σε αντίθεση ωστόσο με τον Σικελιανό, η δυσνόητη, κρυπτογραφημένη γλώσσα τους, μια ανάμειξη δημοτικής ποίησης και υπερρεαλισμού, δεν απευθυνόταν στο πλατύ λαϊκό κοινό. Ο πρώτος είναι ο Νίκος Γκάτσος, που στην ποιητική συλλογή του «Αμοργός» ειδικά στα ποιήματα «Ελεγείο» και «Ο ιππότης και ο θάνατος» καταγγέλλει τη χιτλερική τυραννία και αναδείχνει τον λαϊκό πόθο για ελευθερία και ειρήνη... Ο άλλος είναι ο Νίκος Εγγονόπουλος, που στη σύνθεσή του «Μπολιβάρ» υμνεί στο πρόσωπο του Λατινοαμερικανού επαναστάτη τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Ο Εγγονόπουλος έγραψε στη συνέχεια και πολλά άλλα «κατά παραγγελία» του ΕΑΜ αντιστασιακά ποιήματα σε γλώσσα απλή και κατανοητή.

Στην έντεχνη ποίηση οι EAMικοί λογοτέχνες έδωσαν ένα πλούσιο και αξιόλογο υλικό σύντομων ποιημάτων είτε με παραδοσιακή είτε με μοντέρνα μορφή που ορισμένα κυκλοφορούσαν παράνομα. Πάντως, το πιο μεγάλο κομμάτι της ποίησης εκείνων των χρόνων είναι τα πασίγνωστα έως τις μέρες μας τραγούδια και τα θούρια, που έγραψαν και μελοποίησαν οι κομμουνιστές λογοτέχνες και μουσικοί εμψυχώνοντας και ξεσηκώνοντας το λαϊκό πλήθος.

Σταδιακά και ειδικά το 1943, μετά τις πρώτες νίκες της ΕΣΣΔ, η πλειονότητα των λογοτεχνών εντάχθηκε ή προσέγγισε το ΕΑΜ. Μια τόσο πλατιά συμμετοχή σε μια οργάνωση όπου πρωτεργάτης, αιμοδότης και καθοδηγητής ήταν το ΚΚΕ, δεν είναι κάτι αυτονόητο, είναι σπουδαίο κατόρθωμα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι σε αυτήν τη συσπείρωση έπαιξαν καθοριστικό ρόλο το βάρος που έριξε το Κόμμα μας στη μορφωτική ανάπτυξη του λαού, στην πρωτοπόρα δουλειά, που είχε ξεδιπλώσει στον χώρο της λογοτεχνίας από τα χρόνια του Μεσοπολέμου κιόλας με το περιοδικό «Πρωτοπόροι» - «Νέοι Πρωτοπόροι» και η θαυμαστή ικανότητα του ΕΑΜ με πλήθος πρωτοβουλιών την περίοδο της Κατοχής να τους προσεγγίσει. Υπάρχουν φυσικά και άλλες πλευρές γι' αυτήν την αθρόα συρροή, όπως η ανάγκη των λογοτεχνών να συνδράμουν τον αντιστασιακό αγώνα και να συμβαδίζουν με τις λαϊκές διαθέσεις. Εκτός από το μέγεθος όμως της συσπείρωσης ιδιαίτερη σημασία έχει και το περιεχόμενό της. Και είναι αλήθεια ότι το εθνικοαπελευθερωτικό περιεχόμενο του ΕΑΜικού κινήματος, αποσυνδεμένο σε όλη την πορεία από τη διεκδίκηση της εργατικής εξουσίας, επέτρεπε και σε τμήματα της αστικής διανόησης που διαφωνούσαν με την προοπτική επαναστατικής ανατροπής, ή ήταν προσαρτημένα στον αγγλικό παράγοντα, να το πλησιάζουν, ακόμα και να συμμετέχουν σ' αυτό (...)

Ο Δεκέμβρης

Με ένα πλήθος λογοτεχνήματα, όπως αξίζει στο μεγαλείο του, τραγουδήθηκε ο Δεκέμβρης του 1944. Οι λογοτέχνες των οδοφραγμάτων συνέχισαν να πολεμούν με την πένα τους για να μην ξεχαστεί το έγκλημα, για να εμψυχώσουν και να οπλίσουν με νέες δυνάμεις τον λαό μπροστά στους σκληρούς αγώνες που έβλεπαν να έρχονται. Συνεπαρμένοι από τον ηρωισμό και τη δόξα του, πνιγμένοι από το δίκιο και τη συγκίνηση, έριξαν την καρδιά τους στα μικρά λογοτεχνικά διαμάντια, που γράφτηκαν λίγο μετά, για τις 33 εκείνες μέρες...

...Και βγαίνανε στα παράθυρα οι γυναίκες και βλέπανε που η νύχτα με την ημέρα γινόντουσαν ένα και σκουπίζαν τα μάτια τους.

- Στα λιμάνια, παιδιά μου, ξεφορτώνουνε πυροβόλα και τανκς!

Και γυρίζανε τα κεφάλια τους οι στρατιώτες μας και χαμογελούσανε κάτω απ' τα κράνη τους κι απαντούσαν ενώπιος ενωπίω με το θάνατο:

- Νίκη, είναι το χρέος!

Και φύσαγε κ' έβρεχε κι' άστραφτε.

Κι ακουμπούσανε τότε οι γυναίκες τα μέτωπά τους στα τζάμια και κλαίγανε.

- Πού πάτε δίχως άλογα παιδιά μου;

(«33 μέρες», Νικηφόρος Βρεττάκος)

Η αναμφισβήτητη λογοτεχνική αξία αυτών των έργων δεν μας εμποδίζει να διαπιστώσουμε ότι ο ταξικός χαρακτήρας του Δεκέμβρη διαγράφεται σε αρκετά απ' αυτά, αλλά δεν προβάλλεται σε πρώτο πλάνο. Πιο έντονα αναδείχνεται το ηθικό μεγαλείο του, μια καθαγίαση (...) Η αναδρομή στο '21, στους αγωνιστές του και το πολιτισμικό και λογοτεχνικό του εποικοδόμημα διατρέχει γενικότερα όλη την περίοδο, αλλά και κάποια χρόνια πριν. Από μόνο του αυτό δεν είναι επιλήψιμο. Το αντίθετο. Εξυπηρετεί τη σύνδεση της λογοτεχνίας με τη λαϊκή μνήμη και την πολιτισμική παράδοση. Προσδίδει λαϊκότητα στην Τέχνη, όπως και τα σύμβολα της Παναγιάς και του Χριστού, που τόσο αξιοποιήθηκαν από τους μεγαλύτερούς μας δημιουργούς. Στην Κατοχή μάλιστα ήταν ένας τρόπος για να ξεπερνιέται η λογοκρισία. Οταν οι Γερμανοί το κατάλαβαν, έφτασαν μέχρι και τις φορεσιές του '21 να απαγορεύουν. Το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή που το Κόμμα και η πάλη του αναγορεύονται σε συνεχιστές του 1821. Γιατί από τη φύση του το Κόμμα της εργατικής τάξης δεν είναι δυνατό να γίνει συνεχιστής του '21. Μπορεί να γίνει συνεχιστής μόνο ηγούμενο στην πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας, που αποτελεί συνέχεια στη διαδοχή των κοινωνικοοικονομικών συστημάτων...

Τα επόμενα χρόνια και ΔΣΕ

Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ ξεκίνησε η αποκαλούμενη λευκή τρομοκρατία (...) Οι λογοτέχνες δεν εξαιρέθηκαν φυσικά από την επιχείρηση καταστολής. Οχι μόνο οι κομμουνιστές και ΕΑΜίτες που απολύονται από την εργασία τους, αλλά και αστοί λογοτέχνες βρίσκονται στο στόχαστρο (...)

Την περίοδο εκείνη παρουσιάζεται μια άνθιση δημοσιευμάτων, χρονικών, απομνημονευμάτων, διηγημάτων και μυθιστορημάτων, που πολλά είχαν γραφτεί τα χρόνια της Κατοχής. Τότε κυκλοφορεί το «Στρατόπεδο του Χαϊδαριού» του Θέμου Κορνάρου, ανεκτίμητο ντοκουμέντο για την τρομοκρατία, αλλά και την υποδειγματική οργάνωση των κομμουνιστών στο φοβερό αυτό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η Μέλπω Αξιώτη παρουσιάζει το βιβλίο της «20ός αιώνας» που εξυψώνει τον ρόλο της γυναίκας στην Αντίσταση. Το άλμα της γυναίκας από την αφάνεια στο προσκήνιο της Ιστορίας είναι άλλωστε συχνά θέμα στη λογοτεχνία αυτής της δεκαετίας. Ο Κώστας Βάρναλης δημοσιεύει το βιβλίο του «Ημερολόγιο της Πηνελόπης» με σαφείς αναφορές στην ταξική πάλη. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στη νουβέλα του «Το αγρίμι» σκιαγραφεί την εσωτερική πάλη ενός διανοούμενου, μέχρι να αποφασίσει την ένταξή του στον αγώνα. Ο Ζήσης Σκάρος μάς παραδίδει το μυθιστόρημά του «Οι κλούβες» (...) Ο Ηλίας Βενέζης με το θεατρικό του «Μπλοκ C» μεταδίδει την εμπειρία και τα συναισθήματά του στη φυλακή το 1943, όπου οδηγήθηκε προδομένος ως αντιστασιακός και απελευθερώθηκε μετά από γενική διαμαρτυρία. Ο Δημήτρης Χατζής εκδίδει το πρώτο του μικρό μυθιστόρημα «Η φωτιά» (...) Στην ποίηση ξεχωρίζουν οι ποιητικές συνθέσεις του Γιάννη Ρίτσου «Ρωμιοσύνη» και «Η κυρά των Αμπελιών», καθώς και το «Πνευματικό Εμβατήριο» του Αγγελου Σικελιανού (...)

Στα χρόνια του ΔΣΕ οι λογοτέχνες μαχητές έγραψαν ορισμένα χρονικά μεγάλων μαχών, ποιήματα και διηγήματα, που βρίσκονταν στο σακίδιο κάθε μαχητή, μαζί με τις μεταφράσεις αριστουργημάτων της σοβιετικής λογοτεχνίας (...) Οι μαχητές του ΔΣΕ κρατούσαν στην κυριολεξία με το ένα χέρι το όπλο και το άλλο το βιβλίο. Η λογοτεχνική δημιουργία του ΔΣΕ ήταν φυσικά προσανατολισμένη στις ανάγκες του πολέμου για αξιόμαχο δυναμικό με ψυχή βαθιά και επίγνωση των σκοπών του. Το ταξικό - διεθνιστικό περιεχόμενο είναι πιο ορατό στα έργα αυτά, ο Μποδοσάκης, ο Λαναράς και άλλοι καπιταλιστές επικρίνονται με διάφορες αφορμές (...)

Πολύτιμη προσφορά, πολύτιμα διδάγματα

Το έργο των λογοτεχνών είναι ανεκτίμητο μνημείο του άφταστου ηρωισμού της δρακογενιάς τους, της βαθιάς πεποίθησής της ότι χτίζει μια ζωή που γι' αυτήν αξίζει να πεθάνεις. Και το πέτυχαν, γιατί δεν κοίταζαν τη ζωή απ' το παράθυρο. Ηταν οι ίδιοι μέρος της. Τα έργα τους φτιαχτήκαν κάτω απ' τη μύτη των εχθρών και με τα όπλα πάντα να τους σημαδεύουν. Τους συναντάμε στα παράνομα τυπογραφεία, στις μεγάλες διαδηλώσεις, στη φωτιά της μάχης πολεμιστές, στα κάτεργα, στην εξορία και στα στρατόπεδα μελλοθάνατους, στην ξενιτιά, ακόμη και μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η προσφορά τους στην ανάπτυξη και την αντοχή του λαϊκού κινήματος όλα αυτά τα χρόνια ήταν πολύτιμη. Απόδειξη είναι η μεγάλη προσπάθεια που αναγκάστηκε να καταβάλει η αστική τάξη το πρώτο μεταπολεμικό διάστημα για να ανακόψει την ΕΑΜική επιρροή και να περιχαρακώσει την αστική διανόηση ασκώντας κάθε είδους πίεση, η εσπευσμένη ανασύσταση του Βρετανικού Συμβουλίου στην Αθήνα και η άμεση έκδοση της αγγλοελληνικής Επιθεώρησης. Το σπουδαιότερο είναι ότι και μέχρι τις μέρες μας δεν έπαψαν να συνεισφέρουν: Να κατακυρώνουν, παρά την ήττα, την ηθική υπεροχή του λαϊκού κινήματος εκείνων των χρόνων, να συγκινούν, να εμπνέουν και να κινητοποιούν γενιές και γενιές νέων ανθρώπων.

Αποτελεί αντικείμενο συζήτησης το αν θα μπορούσαν οι λογοτέχνες να βοηθήσουν περισσότερο στη συνειδητοποίηση του ταξικού χαρακτήρα της αναμέτρησης. Οπωσδήποτε ένα καλύτερο θεωρητικό, μαρξιστικό επίπεδο, που όπως φαίνεται κάποιοι το διέθεταν, θα βοηθούσε. Αλλά για τους λογοτέχνες υπάρχει και ένας άλλος δρόμος να προσεγγίσουν την αλήθεια. Η τέχνη τους. Αν είχαν μελετήσει βαθύτερα την τέχνη των μεγάλων κλασικών ρεαλιστών πεζογράφων, την τέχνη του Μπαλζάκ, του Ντίκενς, του Τολστόι, αλλά και των δικών μας ρεαλιστών λογοτεχνών, όπως ο Καρκαβίτσας, ο Βάρναλης, ο Θεοτόκης, ίσως θα μπορούσαν να διαπιστώσουν πως το κύριο χαρακτηριστικό του ρεαλισμού είναι ότι πίσω από την Ιστορία βλέπει την Οικονομία και πίσω από τις ανθρώπινες πράξεις και συμπεριφορές βλέπει τις σχέσεις παραγωγής, τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Αν είχαν ακόμη αφομοιώσει αυτό που επισημαίνει σε άρθρο του ο Αυγέρης το 1943, στο περιοδικό «Πρωτοπόροι», ότι δηλαδή «η κοινωνική τέχνη αναδείχνει τον αγώνα ενάντια στα συμφέροντα μιας ολιγάριθμης τάξης εκμεταλλευτών...», ίσως θα είχαν με μεγαλύτερη επιτυχία προσεγγίσει τον καιρό τους...

Ολα αυτά βέβαια είναι κρίσεις εκ των υστέρων, που δεν αφορούν τόσο τη γενναία γενιά λογοτεχνών εκείνης της δεκαετίας, όσο εμάς. Εμάς, που πιο ώριμοι και διδαγμένοι από τις ήττες και τις νίκες της ταξικής πάλης του 20ού αιώνα, συνεχίζουμε τον δρόμο τους μέχρι να ολοκληρώσουμε τον Δεκέμβρη του '44, τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού...