ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ PISA
Οταν η κατηγοριοποίηση και η υποβάθμιση των σχολείων ντύνονται με τον μανδύα των προσαρμογών για την «αναβάθμιση»...
Τετάρτη 2 Νοέμβρη 2022

Eurokinissi

Δημοσιεύτηκαν τις προηγούμενες μέρες τα πορίσματα της επιτροπής «ειδικών», που μελέτησε τις επιδόσεις των μαθητών, μετά την πρώτη εφαρμογή των διαγνωστικών εξετάσεων της λεγόμενης «ελληνικής PISA». Αυτές διενεργήθηκαν τον περασμένο Μάη (για μια ακόμα φορά διά πυρός και σιδήρου με απειλές και δικαστήρια από την κυβέρνηση), σε 554 σχολεία, Δημοτικά (ΣΤ' τάξη) και Γυμνάσια (Γ' τάξη), όλων των τύπων όλης της χώρας, με τη συμμετοχή 11.411 μαθητών.

Κάνοντας μια πρώτη ανάγνωση του κειμένου που δημοσιεύτηκε, θα μπορούσε να πει κανείς, ειδικά αν έχει εικόνα και εμπειρία της καθημερινής διδακτικής πρακτικής στα σχολεία, ότι στα αποτελέσματα, στα στοιχεία και στα συμπεράσματα της επιτροπής υπάρχουν, από σχεδόν αυτονόητες παρατηρήσεις για τις επιδόσεις των μαθητών (ποσοστό περίπου 25% έχει χαμηλή επίδοση), μέχρι εντελώς αντιφατικές ή και εκτός τόπου και χρόνου επισημάνσεις (υψηλές επιδόσεις και επίτευξη διδακτικών στόχων στα Μαθηματικά με μεγάλα ποσοστά, στο ίδιο όμως, τεράστια δυσκολία στην επίλυση προβλημάτων, σε κλάσματα, αναλογίες και ποσοστά κ.ά.). Ταυτόχρονα, αποτυπώνεται σε ολόκληρο το κείμενο των συμπερασμάτων αλλά και των προτάσεων για κάθε μάθημα η στοχοπροσήλωση του υπουργείου, του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) και της επιτροπής του στην ίδια αδιέξοδη και προβληματική στόχευση των παλιών αλλά και των νέων αναλυτικών προγραμμάτων σπουδών στα σχολεία. Προγραμμάτων που έχουν παράξει συγκεκριμένα αποτελέσματα (πολλά αποτυπώνονται έστω και στρεβλά στα αποτελέσματα) εδώ και πολλά χρόνια. Και συμβαίνει το «παράδοξο» (;) κυβερνήσεις και υπουργοί να αλλάζουν όλα αυτά τα χρόνια, ο ένας να προσθέτει μεταρρυθμίσεις και «αναβαθμίσεις» πάνω στη μεταρρύθμιση και την «αναβάθμιση» του άλλου, αλλά οι συνεχόμενες αλλαγές να μη λειτουργούν προωθητικά στην ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου των μαθητών. Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει. Τα παιδιά και η μαθησιακή διαδικασία δυσκολεύονται όλο και περισσότερο.

Η PISA είναι πνευματικό παιδί του ΟΟΣΑ

Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Καταρχάς σε σχέση με τη διαδικασία των διαγνωστικών εξετάσεων (ελληνική PISA) και το πλαίσιο που αυτές εντάσσονται, διότι προφανώς δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια τυχαία έρευνα που προκύπτει σε πολιτικό και εκπαιδευτικό «κενό», αυτές είναι κομμάτι του αντιεκπαιδευτικού Ν. 4823/2021 (άρ. 104). Οπως αναφέρεται, σκοπός των εξετάσεων είναι «η εξαγωγή πορισμάτων σχετικά με την πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και τον βαθμό επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων σε εθνικό επίπεδο, περιφερειακό επίπεδο και σε επίπεδο σχολικής μονάδας». Επίσης, το ίδιο το υπουργείο Παιδείας έδωσε πέρσι σε δελτίο Τύπου τις απαντήσεις σχετικά με τη στόχευση: «Η ελληνική PISA συμπληρώνει τη δέσμη των μεταρρυθμίσεων του ΥΠΑΙΘ των τελευταίων τριών ετών».

Είναι χαρακτηριστικό επίσης ποιος είναι ο εμπνευστής εξετάσεων τύπου PISA. Οπως μας πληροφορεί σε σχετικό βίντεο η ιστοσελίδα του ΙΕΠ, «η PISA είναι πνευματικό παιδί του ΟΟΣΑ και είναι ένα εργαλείο, προκειμένου οι βέλτιστες πρακτικές που υπάρχουν στις χώρες - μέλη του ΟΟΣΑ να γενικευτούν και να υιοθετηθούν στα υπόλοιπα εκπαιδευτικά προγράμματα». Το τι ισχύει στην εκπαιδευτική πολιτική και τι επιπτώσεις έχουν αυτού του τύπου οι εξετάσεις και συνολικά η πολιτική της ΕΕ και του ΟΟΣΑ σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες είναι εξόχως αποκαλυπτικά για την εκπαιδευτική στρατηγική της ακραίας κατηγοριοποίησης των σχολείων και των βαθύτερων ταξικών διαχωρισμών των μαθητών, ανάλογα με την κοινωνική προέλευση, τον τόπο κατοικίας και την οικονομική επιφάνεια των οικογενειών. Παρότι δεν είναι αντικείμενο του παρόντος άρθρου, τα παραδείγματα άλλων «προηγμένων» ευρωπαϊκών χωρών (βλέπε και άρθρο στον «Ριζοσπάστη», 20 - 21/3/2021, «Η ευρωπαϊκή εμπειρία από την "αξιολόγηση" στην Εκπαίδευση») απαντούν στους «βιαστικούς» που θα πουν για μια ακόμα φορά τα γνωστά κλισέ, «μα αυτά γίνονται σε όλη την Ευρώπη». Αυτό είναι το πρόβλημα, θα απαντήσουμε εμείς, ότι σε ολόκληρη την Ευρώπη και άλλες χώρες οι σύγχρονες ανάγκες για ολόπλευρη μόρφωση για όλα τα παιδιά, με βάση την ανάπτυξη της γνώσης και των επιστημών, στριμώχνονται και τελικά θυσιάζονται στις εφήμερες ανάγκες των επιχειρήσεων. Και τελικά στην επιδίωξη και στην ανάγκη μεγαλύτερης προσαρμογής του σχολείου στη διαμόρφωση του αυριανού εργαζόμενου που έχει ανάγκη το κεφάλαιο αλλά και στην αναπαραγωγή των πολιτικών και ιδεολογικών προταγμάτων, στις σάπιες και επικίνδυνες ιδέες της αστικής τάξης.

Βαδίζουμε στον ίδιο δρόμο που άνοιξαν τα προηγούμενα αναλυτικά προγράμματα σπουδών και τα σχολικά βιβλία

Αλλά ας έρθουμε στο περιεχόμενο και τη μέθοδο της περιβόητης ελληνικής PISA. Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, «εντάξει όλα αυτά, αλλά πού είναι το κακό να δούμε πού βρισκόμαστε, να ελέγξουμε τι αλλαγές χρειάζεται η Εκπαίδευση;». Αν επρόκειτο για κάποιο τέτοιο άγχος και αγωνία της κυβέρνησης, θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε κι εμείς τους διαχρονικούς φωστήρες όλων των κυβερνήσεων, ότι με τα υπάρχοντα, εδώ και σχεδόν 20 χρόνια, προγράμματα σπουδών και τα αντίστοιχα βιβλία, έχουν μεγαλώσει γενιές μαθητών. Τι έρευνα κάνανε και πώς αξιολογούν το πού βρισκόμαστε; Οταν μιλάνε, με κάθε ευκαιρία, για τη συνέχεια της εκπαιδευτικής πολιτικής που εναλλάξ υπηρετούν, σημαίνει ότι βαδίζουμε στον ίδιο δρόμο που άνοιξαν τα προηγούμενα αναλυτικά προγράμματα σπουδών και τα σχολικά βιβλία. Σε αυτά που κλίνονται ξανά σε όλες τις πτώσεις οι σημαντικές και χρήσιμες (ανάλογα όμως με το περιεχόμενο και τη χρήση) έννοιες της διαθεματικότητας, της βιωματικής μάθησης, των πάσης φύσεως δεξιοτήτων. Τα προγράμματα και τα βιβλία, δηλαδή, που έχουν επιφέρει αρνητικές έως και ολέθριες συνέπειες στη συνολική μορφωτική συγκρότηση τόσων γενιών, επειδή «έμαθαν γράμματα» με βάση τις αντιεπιστημονικές και αντιπαιδαγωγικές αρχές του «περίπου», της αποσπασματικότητας, της άρνησης της αντικειμενικής αλήθειας, της υποκατάστασης της γνώσης από τις εφήμερες δεξιότητες κ.λπ.

Οι εκπαιδευτικοί που βιώνουμε τα προβλήματα των σχολείων «από πρώτο χέρι», θα μπορούσαμε επίσης να ρωτήσουμε τους υπεύθυνους της ελληνικής PISA: Μετά από δυόμισι χρόνια πανδημίας με εξ αποστάσεως εκπαίδευση, με τον εγκλεισμό και τη δυσκολία κοινωνικών και συναισθηματικών συναναστροφών των παιδιών, παρατηρούμε έντονα γνωστικά και άλλα κενά, ένταση και εξάρσεις βίας στα παιδιά μέσα και έξω από τις τάξεις. Τελικά αυτά που λείπουν από τα σχολεία, που δεν έχουν στοιχειώδεις υποδομές (βιβλιοθήκες, γυμναστήρια, εργαστήρια, προαύλια, τώρα πιθανόν και πετρέλαιο για να ζεσταθούν), που δεν έχουν ακόμα εκπαιδευτικό προσωπικό με βάση τις ανάγκες (παράλληλη στήριξη, ειδικότητες αισθητικής αγωγής, ψυχολόγους κ.λπ.), είναι το να γίνουν εξεταστικά κέντρα από τη ΣΤ' Δημοτικού; Ακόμα, ο τρόπος που θα διαγνωστούν τα κενά και τα επιτεύγματα της εκπαιδευτικής πράξης είναι οι ερωτήσεις κλειστού τύπου στη Γλώσσα; Και μετά θα αναρωτηθούμε γιατί οι μαθητές έχουν δυσκολία στη γραμματική και το συντακτικό, φτωχό λεξιλόγιο και δυσκολία ανάκλησης προηγούμενων γνώσεων; Οι ερωτήσεις multiple choice στα Μαθηματικά θα εξηγήσουν γιατί οι μαθητές έχουν μεγάλες αδυναμίες στην επίλυση προβλημάτων, θα βοηθήσουν να κατανοήσουμε τις γλωσσικές δυσκολίες που σχετίζονται με τις μαθηματικές έννοιες;

Οι κυβερνήσεις, οι υπουργοί και τα παπαγαλάκια τους, που πίνουν νερό στο όνομα της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, που μας τριβελίζουν το κεφάλι με τις ωραίες, εύηχες αλλά πολλές φορές κενές περιεχομένου λέξεις, ας σταματήσουν να «λερώνουν» και την «κριτική σκέψη», βάζοντάς την κι αυτή στον κατάλογο των «δεξιοτήτων», μαζί με την επιχειρηματικότητα, την ιδιότητα του πολίτη κ.ά. Κριτική σκέψη γενικά αλλά και σε ένα θέμα, αναπτύσσει αυτός που το γνωρίζει καλά, σε βάθος. Για να δεις «ολιστικά» και «κριτικά» οποιοδήποτε θέμα, χρειάζεται να χτίσεις πάνω σε ένα στέρεο υπόβαθρο γνώσης. Για να αποκτήσεις κριτική σκέψη πρέπει να σου παρέχονται ίσες ευκαιρίες στη μόρφωση και στη ζωή. Η περιβόητη «μεταγνώση» (μαθαίνω πώς να μαθαίνω) είναι αναγκαία μεν στο σημερινό επίπεδο αποθέματος και διάχυσης των γνώσεων και της πληροφορίας, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί όμως δίχως ένα επιστημονικό υπόβαθρο κατανόησης του κόσμου.

Το «εκπαιδευτικό φάρμακο» που δίνουν είναι δηλητήριο για τα πραγματικά μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών

Οι εξετάσεις της ελληνικής PISA είναι λοιπόν κομμάτι του «νέου» κατηγοριοποιημένου, πιο άνισου και άδικου σχολείου της αγοράς. Ερχονται να μονιμοποιηθούν και να διευρυνθούν σε όλα τα σχολεία της χώρας τη φετινή χρονιά. Ο στόχος είναι να «νομιμοποιήσουν» και να δώσουν και τον επιστημονικοφανή «φερετζέ» στην ακόμα μεγαλύτερη μετατροπή του σχολείου σε κέντρο εκγύμνασης επιφανειακών δεξιοτήτων, σε εξεταστική αρένα ανταγωνισμού. Του σχολείου που στο όνομα της «αυτονομίας» και της «αξιολόγησης» εξαρτά τη λειτουργία του ακόμα πιο έντονα από την τσέπη των γονιών ή τις χορηγίες. Που φορτώνει με ακόμα μεγαλύτερα γραφειοκρατικά βάρη τον εκπαιδευτικό και τον κάνει να ασχολείται με φόρμες και κουτάκια, αντί να τον στηρίζει στο δύσκολο έργο να σταθεί «φάρος» δίπλα σε όλα τα παιδιά.

Αυτό που τελικά δεν μπορούν και δεν θέλουν να καταλάβουν οι ειδικοί της PISA και των κάθε λογής κυβερνήσεων, είναι ότι το «εκπαιδευτικό φάρμακο» που νομίζουν ότι δίνουν με τις διάφορες «διαγνώσεις» τους, για την «κάλυψη των κενών» των μαθητών και την καλύτερη προσαρμογή αυτών στους στόχους τους ως αυριανών εργαζομένων είναι το μεγαλύτερο δηλητήριο για τα πραγματικά μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών και τη λειτουργία των σχολείων για όλα τα παιδιά. Οτι οι ίδιοι δημιουργούν τους όρους να βρίσκεται η Εκπαίδευση εκεί που βρίσκεται και ο κόσμος που τη στηρίζει, ο αστικός κόσμος. Σε μια εποχή συνεχόμενων κρισιακών φαινομένων. Ο αγώνας των κομμουνιστών και άλλων ριζοσπαστών εκπαιδευτικών για να μεγαλώσουμε τις ρωγμές σε ένα σχολείο και μια κοινωνία που σαπίζει, συνεχίζεται και κρίνεται μέσα από την προσωπική και συλλογική μας στάση μέσα στα σχολεία, στον αγώνα για να επιδράσουμε ακόμα πιο αποφασιστικά με τις ιδέες του Κόμματος, τις αξίες μας και τα ιδανικά μας.


Του
Νίκου ΒΟΥΡΔΟΥΜΠΑ*
*Ο Ν. Βουρδουμπάς είναι δάσκαλος και μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ