Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη διεκδίκηση να ξηλωθεί το αντεργατικό νομοθετικό πλαίσιο
Την ίδια στιγμή και με βάση τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ εντείνονται οι συστάσεις για μια «λελογισμένη αύξηση», ώστε να μην τροφοδοτηθεί ο πληθωρισμός και πληγεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Ετσι, το δίλημμα που τίθεται στους εργαζόμενους, με δεδομένη την εφαρμογή του μνημονιακού νόμου Βρούτση - Αχτσιόγλου για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού, είναι να συμβιβαστούν είτε με έναν μισθό στα επίπεδα του 2012 είτε ακόμα χαμηλότερα. Και γύρω από αυτό να στηθεί ο καβγάς της ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ για 20 - 30 ευρώ πάνω ή κάτω... Αυτό που μένει από την όλη συζήτηση ενόψει εκλογών είναι οι απειλητικές προειδοποιήσεις για να κρατιούνται στον πάτο οι απαιτήσεις των εργαζομένων, εν αναμονή των νέων κινδύνων για μια πιθανή ύφεση της οικονομίας.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που δεν κρύβεται είναι ότι ακόμα και σήμερα οι μισθοί βρίσκονται κάτω από αυτούς που ίσχυαν πριν 11 χρόνια, ακόμα και σε ονομαστικούς όρους, την ίδια στιγμή που η εκτόξευση των τιμών σε βασικά προϊόντα, ιδιαίτερα τους τελευταίους 18 μήνες, διαμορφώνει συνθήκες ασφυξίας σε χιλιάδες λαϊκά νοικοκυριά.
Ακολούθως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε το 2019 για πρώτη φορά τον μνημονιακό νόμο για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από το κράτος, χωρίς συλλογικές διαπραγματεύσεις και με κριτήρια την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα, νόμο ο οποίος στη συνέχεια εφαρμόστηκε και από τη ΝΔ, το 2019 και το 2022.
Για τους εργαζόμενους πρέπει να είναι καθαρό: Οι νόμοι των τελευταίων 10 - 12 χρόνων είχαν και έχουν ως στόχο τη γενική μείωση του μέσου μισθού, κάτι που αποτυπώνεται και στα σχετικά διαγράμματα. Πρόκειται για μέτρα που ψήφισαν και εφάρμοσαν όλες οι κυβερνήσεις, ώστε να ανακάμψει η κερδοφορία του κεφαλαίου και σήμερα να σημειώνει ρεκόρ σε μια σειρά κλάδους, πάνω στα τσακισμένα εργασιακά δικαιώματα.
Εκεί μάλιστα που ο θεσμός του κατώτατου μισθού εξαντλεί τα περιθώρια μείωσης του μέσου μισθού, έρχεται η ενίσχυση της «ευελιξίας» στην αγορά εργασίας, κατά παραγγελία των βιομηχάνων προς όλες τις κυβερνήσεις, για να περιορίσει ακόμα περισσότερο το «εργατικό κόστος». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αριθμός των μισθωτών με μερική απασχόληση, από 305.685 το 2011, εκτοξεύτηκε στους 735.125 το 2021. Ειδικά από το 2017, περίπου οι μισές νέες συμβάσεις εργασίας κάθε μήνα είναι «μερικής» ή «εκ περιτροπής απασχόλησης». Και αν οι αμοιβές για μερική απασχόληση το 2011 ήταν 603 ευρώ μεικτά, το 2021 κατρακύλησαν στα 425 ευρώ μεικτά. Με αυτό το ποσό - χαρτζιλίκι λοιπόν αμείβεται ένας στους τρεις εργαζόμενους, πολύ πιο κάτω δηλαδή ακόμα και από τον κατώτατο μισθό για τον οποίο καμαρώνουν η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, χειροκροτώντας μάλιστα, μαζί και με την ηγετική ομάδα της ΓΣΕΕ, τις σχετικές αποφάσεις της ΕΕ για την κατοχύρωσή του ως «εργαλείου αντιμετώπισης της φτώχειας».
Αυτός ο εφιάλτης εντείνεται εδώ και μια δεκαετία από κυβέρνηση σε κυβέρνηση, από την κρίση στην ανάπτυξη κ.ο.κ., διαμορφώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους που δεν θεμελιώνουν κανένα εργατικό δικαίωμα, που γίνονται όλο και πιο ευάλωτοι παραμένοντας στο κατώτερο επίπεδο μισθών και δικαιωμάτων, αποτελώντας την άλλη όψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αν η κυβέρνηση ικανοποιούσε το δίκαιο αίτημα των εργατικών συνδικάτων να ξεπαγώσουν οι τριετίες, δηλαδή η αύξηση κατά 10% για κάθε 3 χρόνια προϋπηρεσίας, ένας εργαζόμενος που προσλήφθηκε το 2012 και εργάζεται με τον κατώτατο μισθό θα έπρεπε από 713 ευρώ να πάρει 926 ευρώ τον μήνα. Κι όμως, αυτό το δίκαιο αίτημα τόσο η σημερινή όσο και οι προηγούμενες κυβερνήσεις το απορρίπτουν, ικανοποιώντας τα «θέλω» της εργοδοσίας.
Συμπέρασμα: Η συζήτηση γύρω από τη νέα προσαρμογή του κατώτατου μισθού με τον γνωστό μνημονιακό νόμο είναι όχι μόνο πολύ πίσω από τις ανάγκες, αλλά η κυβέρνηση επιχειρεί να αξιοποιήσει αυτό το φιλοδώρημα μερικών ευρώ ως άλλοθι στη βάρβαρη πολιτική που τσακίζει τους εργαζόμενους. Η όποια αύξηση, ακόμα κι αν φτάσει ή ξεπεράσει για μερικά ευρώ, τάχα ...συμβολικά, τα επίπεδα του 2011, στην πραγματικότητα δεν θα ακυρώσει την πραγματική μείωση του εργατικού εισοδήματος η οποία προδιαγράφεται για το 2023, λόγω της ανεξέλεγκτης ακρίβειας.
Γι' αυτό και οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να πάνε ούτε βήμα πίσω από την απαίτηση να ξηλωθεί όλο αυτό το αντεργατικό πλαίσιο το οποίο από παντού πολιορκεί το εργατικό εισόδημα. Αντίθετα, πρέπει να διεκδικήσουν επαναφορά βασικών εργασιακών δικαιωμάτων (ξεπάγωμα τριετιών, υποχρεωτικότητα ΣΣΕ κ.λπ.) και κατώτατο μισθό 825 ευρώ, ως αφετηρία διαπραγμάτευσης για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
Με βάση αυτές τις διεκδικήσεις και βάζοντας τον πήχη ψηλά, οι εργαζόμενοι μπορούν να κρίνουν τη στάση κάθε πολιτικής δύναμης και να απορρίψουν τη λογική του «μικρότερου κακού», που σερβίρουν οι κάθε λογής κυβερνητικοί σωτήρες για να μην πειραχτούν οι «αντοχές» των επιχειρηματικών ομίλων.
Διεκδικήσεις για ουσιαστικές αυξήσεις οι οποίες έμειναν ζωντανές χάρη στα εκατοντάδες σωματεία και στο ΠΑΜΕ, που το 2016, για παράδειγμα, κατέθεταν στη Βουλή την πρόταση νόμου για τις Συλλογικές Συμβάσεις, κόντρα στην τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, στα άλλα αστικά κόμματα και στους συνδικαλιστές τους, που απέρριπταν κάθε συζήτηση για τους μισθούς. Μια πρόταση την οποία στήριξε μόνο το ΚΚΕ, συμβάλλοντας στο να μείνουν στην «ημερήσια διάταξη» οι δίκαιες διεκδικήσεις των εργαζομένων, ώστε σήμερα από καλύτερες θέσεις να οργανώνεται η πάλη για ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς, για προστασία του λαϊκού εισοδήματος.