Σαν αστραφτερό «φιαλίδιο» με δραστικό δηλητήριο μοιάζει το μονόπρακτο «Η επέτειός μας», που ανέβασε στο «Απλό Θέατρο» ο Αντώνης Αντύπας. Στόχος της δηλητηριώδους σάτιρας του Πίντερ οι μεγαλοαστοί. Ο Πίντερ, με έναν απλό, πυκνό, νατουραλιστικό μύθο και με γλώσσα που τσακίζει κόκαλα, «απαθανατίζει», σαν με τηλεοπτική κάμερα, την απίστευτη κατάντια, τη βρώμα και δυσωδία του επαγγελματικού, συζυγικού, ατομικού βίου της πλουτοκρατίας, των νεόπλουτων διευθυντικών στελεχών και κάθε λογής ανερχόμενων τρωκτικών. Σε ένα πολυτελές ρεστοράν, κοσμοπολίτικης κακογουστιάς (αποτυπωμένη εξαιρετικά από το σκηνικό και τα κοστούμια του Γιώργου Πάτσα), σε δύο ξεχωριστά τραπέζια τρώνε και αλληλοτρώγονται τρία ζευγάρια. Στο ένα δυο αντρόγυνα «γιορτάζουν» την επέτειο γάμου του ενός ζευγαριού, βγάζοντας στη φόρα την προσχηματική συμβίωσή τους, την αλληλοσιχασιά και το μίσος τους, τα κοινωνικά, επαγγελματικά, ηθικά άπλυτά τους, την αμορφωσιά και γλωσσικό εκτραχηλισμό τους. Στο άλλο τραπέζι ένα αντρόγυνο αλληλοτρώγεται αλληλοαποκαλύπτοντας τις βρωμιές τους, προκειμένου να ανέλθουν κοινωνικά. Ο ιδιοφυής Πίντερ περιβάλλει τους έξι «υποκριτές» με τρία πρόσωπα, δίκην Χορού-σχολιαστή. Τον μετρ του ρεστοράν, τρεις σερβιτόρες και κυρίως ένα σερβιτόρο. Εναν προλετάριο, ο οποίος απέναντι στην ηθική βαρβαρότητα, στην πνευματική φτώχεια και τη γλωσσική ασχήμια των πελατών, με συμβολικά καταιγιστικό τρόπο, αντιπαραθέτει μεγάλα ονόματα των Γραμμάτων και Τεχνών - σύμβολα μιας κουλτούρας άγνωστης, ίσως και εχθρικής για την «πεπολιτισμένη» πλουτοκρατία.
Στην «Επιστροφή», από τα αντιπροσωπευτικότερα, σημαντικότερα και δυσκολότερα έργα του, ο Πίντερ γίνεται κριτής των ανθρώπων της δικής του εργατικής καταγωγής. Κριτής των ηθών, αντιλήψεων, συμπεριφορών και των «διαστρωματώσεών» της, μέσα από την «ιστορία» μιας οικογένειας. Μιας οικογένειας που αν δε μοιάζει ολότελα στη δική του, συμβολίζει πάντως την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα. Σε ένα φτωχικό σπίτι σε μια λαϊκή συνοικία ζουν τέσσερις εργένηδες. Ενας συνταξιούχος κρεοπώλης, εγκαταλειμμένος κάποτε από τη γυναίκα του, δυο από τους τρεις γιους του και ο μεσήλικας ταξιτζής αδελφός του. Ο μικρός γιος, είναι εργάτης, ένα άμοιρο, αφελές, πληγωμένο «ζώο», στερημένο τη μητρική αγάπη. Ο μεγαλύτερος γιος μισοδιαβασμένος, ξύπνιος, μάγκας, επιζεί με παρασιτικές δουλιές. Ο θείος τους γεμίζει τη μίζερη ζωή του με παραμύθια περί των «υψηλά ιστάμενων» πελατών του και προκαλώντας τον αδελφό του με επαίνους για τη γυναίκα που τον εγκατέλειψε. Απροειδοποίητα στο σπίτι επιστρέφει ο μεγαλύτερος γιος, ο Τέντι, με τη γεννημένη στην ίδια γειτονιά, γυναίκα του. Ο γιος που ξέφυγε από την οικογένειά, υπερέβη την τάξη του, μορφώθηκε και έγινε επιτυχημένος και εύπορος «καθηγητής» στο εξωτερικό, αντιμετωπίζεται από την οικογένειά του σαν ξένο, σχεδόν εχθρικό «σώμα». Νιώθουν ότι μειονεκτούν απέναντι στην κοινωνική και μορφωτική «ανωτερότητά» του. Οτι γίνεται αυτόκλητος κριτής τους. Το σπουδαιότερο «εύρημα» του Πίντερ σ' αυτό το έργο είναι ότι ο γιος που επιστρέφει αποτελεί ένα δικό του ομοίωμα. Ενα πρόσωπο που εμπλέκεται στο «μύθο», αλλά και απεμπλέκεται, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της αριστοφανικής παράβασης. Ο Πίντερ διά του προσωπείου του γιου σε ένα μονόλογο που θυμίζει την αριστοφανική παράβαση, ομολογεί ότι είναι «κομμάτι» αυτής της οικογένειας, ότι δεν είναι καλύτερός της, ότι κάνει τα ίδια λάθη, έχει τις ίδιες αμαρτίες, τα ίδια κουσούρια, παθαίνει ό,τι ο πατέρας του, αφού λ.χ. και η δική του γυναίκα εγκαταλείπει τον ίδιο και τα δυο παιδιά τους. Στο μόνο που διαφέρει από την οικογένειά του, όπως υπογραμμίζει διά στόματος του Τέντι, είναι η θέση, η στάση, η ιδιότητά του ως «παρατηρητή» των ανθρώπων και κατ' επέκταση όλης της κοινωνίας.
Ο Νίκος Μαστοράκης στηριζόμενος στην εξαιρετική, με σεβασμό απέναντι στην υπαινικτική γλώσσα του Πίντερ, μετάφραση του αξέχαστου Μίνου Βολανάκη και στο ρεαλιστικό σκηνικό της Εύας Νάθενα, έστησε μια ατμοσφαιρική, ενδιαφέρουσα, αν και με αδυναμίες παράσταση. Ο σκηνοθέτης προσπάθησε, αλλά δεν πέτυχε, να φωτίσει απολύτως τα υπονοούμενα, τα διφορούμενα «υπεδάφη», τη συμβολικότητα συνολικά τού έργου και κάθε προσώπου. Ο Πίντερ σκόπιμα κρύβει στο πρώτο μέρος την κριτική και αυτοκριτική κυρίως πρόθεσή του, για να την αποκαλύψει σχεδόν στο τέλος του έργου. Η σκηνοθεσία όμως με οδηγό την αποκάλυψή της εξ αρχής πρέπει, βοηθώντας ερμηνευτικά τους ηθοποιούς, να προετοιμάζει το θεατή για την καλύτερη κατανόησή της, μέσα από τη σαφήνεια των προσώπων. Η σκηνοθετική ασάφεια περιορίστηκε χάρη στην υποκριτική ικανότητα και εμπειρία των ηθοποιών. Του καλύτερου ερμηνευτικά Αλκη Παναγιωτίδη (Τέντι - Πίντερ), αλλά και της Μπέττυς Αρβανίτη, του Γιάννη Βόγλη, του Στέλιου Μάινα, του Μπάμπη Γιωτόπουλου, του νεότερου Κωνσταντίνου Μάνου.