Αντιστάσεις χωρίς όρια
Κυριακή 14 Απρίλη 2002

«Ο κήπος δίχως όρια» το πολυεπίπεδο, αλληγορικό και συγκλονιστικό μυθιστόρημα της Λύντια Ζορζ, κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις «Πόλις» σε εξαιρετική μετάφραση από τα πορτογαλικά του Σπύρου Παντελλάκη...

Στην καρδιά της Λισαβόνας, ένα σπίτι που ανήκει στο Δήμο, έχει δοθεί στην όμορφη γυναίκα ενός αντιστασιακού για να το εκμεταλλεύεται, μέχρι να κατεδαφιστεί! Η Λίντια Ζορζ «παραχώρησε» το ισόγειο σε εκείνη, στον άνδρας της και στα σοφά παιδιά τους, ενώ πρόσφερε απλόχερα τον πρώτο όροφο στους ενοικιαστές: Νέα παιδιά, αμερικανόπληκτα, γόνοι πλούσιων οικογενειών, που έχουν έρθει ρήξη με τους δικούς τους, κάνοντας έτσι τη μικρή προσωπική τους επανάσταση. Ανάμεσα τους, και η «αόρατη» συγγραφέας που την επισκέπτεται η έμπνευση καθώς χτυπά τα πλήκτρα της παλιάς γραφομηχανής μάρκας «Ρέμινγκτον» στο χώρο που... η ίδια επινόησε.

Είναι πολύ γνώριμο σε όποιον γράφει, ότι ο δημιουργός «συγκατοικεί» με τα δημιουργήματα του αλλά από μια στιγμή (σελίδα) και μετά, αυτά εξεγείρονται, δρουν και αντιδρούν ερήμην του. Αυτονομούνται πλήρως. Για αυτό και είναι ειλικρινής η «ανώνυμη συγγραφέας» όταν προσπαθεί να αποποιηθεί κάθε ευθύνη και υπερασπίζεται τον εαυτό της, στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, με τις φράσεις: «Εγώ περιορίστηκα απλώς να παρακολουθήσω για να ξέρω. Δεν είμαι ένοχη».

Οχι δεν είναι ένοχη, αλλά εντελώς αθώα δεν είναι. Απόδειξη ότι υπόδειξη δεν έκανε καμιά και παρέμεινε σιωπηλή και εντελώς «αμέτοχη». Δεν επιχείρησε καμιά παρέμβαση στο δράμα που «έβλεπε» να εκτυλίσσεται μέσα στο σπίτι της.

Θα μπορούσε ίσως να σταματήσει, να ματαιώσει, να αναβάλει έστω, αυτήν τη σύγχρονη Πορτογαλική (και όχι μόνον) τραγωδία, αν ήθελε. Μα δεν το θέλησε. Το θέλησε;

θα μπορούσε να «συμβουλεύσει» τον Στατίκ Μαν, τον νεαρό αθλητή που επιχειρεί να σπάσει το παγκόσμιο ρεκόρ ακινησίας, να μη συνεχίσει και να του επισημάνει τους κινδύνους που διατρέχει. Θα μπορούσε επίσης, να «εμποδίσει» την όμορφη αλλά αφελή σπιτονοικοκυρά της, και να μην της είχε επιτρέψει να ρεζιλέψει τον άνδρα της πηγαίνοντας τα βιογραφικά του στους παλιούς κακούς συντρόφους του. Διότι, η «συγγραφέας» είχε επισκεφτεί την παράγκα που είχε για γραφείο ο αντιστασιακός και είχε διαβάσει με ποιο τρόπο ο «Λανουί» είχε κατατάξει σε τέσσερις κατηγορίες τους πρώην συντρόφους του: «Εκείνοι που δεν πρέπει να ξεχάσουμε, Εκείνοι που δεν πρέπει να συγχωρήσουμε, Οι πραγματικοί προδότες και Εκείνοι που δε μας πρόδωσαν αλλά μας εγκατέλειψαν».

Αρα λοιπόν, η συγγραφέας συνειδητά παραμένει αμέτοχη συμμετέχοντας παθητικά ή οργανώνοντας μεθοδικά την τραγωδία.

Υπάρχουν πολλοί ήρωες σ' αυτήν εξαιρετική ιστορία, όμως τα κύρια πρόσωπα είναι, κατά τη δική μου γνώμη, δύο. Ο Λανουί, ο άνθρωπος με οράματα, ιδανικά και αρχές γερές που ατσάλωναν τις αντιστάσεις του. Είναι ένας από της ήρωες της αντίστασης στην απεχθή δικτατορία του Σαλαζάρ. Ο «Λουνουί» που σημαίνει «ο Νύχτας», διότι τον βασάνιζαν φρικτά επί τριάντα νύχτες αλλά που ποτέ δε λύγισε, ποτέ δεν κατέδωσε, ποτέ δεν απαρνήθηκε τις ιδέες του. Το τραγικό είναι ότι εκείνο που δεν κατάφερε να κάνει το σαδιστικό καθεστώς της δικτατορίας, το κατορθώνει η δημοκρατία της διαπλοκής της Δημοκρατίας. Τον εξευτελίζει και του στερεί μια εκδίκηση. Τον αγνοεί.

Και ο δεύτερος τραγικός είναι ο νεαρός Στάτικ Μαν, ο αθλητής της ακινησίας, που η επιμονή του είναι μεγαλύτερη από την αντοχή του.

Και ενώ ο πρώτος θυσιάστηκε και δοκιμάστηκε για έναν κόσμο καλύτερο, ο δεύτερος, ο Στάτικ Μαν θυσιάζεται και δοκιμάζεται για να αποδείξει τι; Και σε ποιον; Ενας παράλογος, μοντέρνος θάνατος τον περιμένει με την κάμερα να τον τραβάει την ώρα της μετάβασης στον άλλο κόσμο. Η συγγραφέας δεν επεμβαίνει εγκαίρως, και ας έχει ακούσει την εξομολόγηση της σπιτονοικοκυράς της και την αγωνία της:

«Ιδια εμφάνιση, ίδια αντίσταση στον πόνο, ίδια επιθυμία να αλλάξει την πορεία των άλλων, ολόιδια ακλόνητη θέληση να τους αναγκάσει να σταματήσουν, να σκεφτούν, πανομοιότυπη επιθυμία να δώσει τη ζωή του για κάποιον σκοπό. Εκείνη θαύμαζε τέτοιους ανθρώπους, αλλά προσπάθησε να στρώσει τον Λανουί σε μια ζωή κανονική». Μα εάν ο άνδρας της ανακάλυπτε ότι στον επάνω όροφο του σπιτιού υπήρχε ένας καινούριος αντιστασιακός; Και συμπληρώνει: «Γιατί, ξέρετε, αυτοί καταλαβαίνονται μεταξύ τους. Μυρίζει ο ένας τον άλλον, η τύχη τους φέρνει στους ίδιους χώρους, συγκροτούν ένα μυστικό μέτωπο που εμείς δεν μπορούμε να το διακρίνουμε ούτε στο φως της ημέρας. Για αυτό δεν τον θέλω πια εδώ μέσα, αυτόν τύπο, έναν αντιστασιακό μεταμφιεσμένο σε παλιάτσο»

Το δημιούργημά της, η «σπιτονοικοκυρά» της, της ζητά βοήθεια αλλά εκείνη παραμένει για μια ακόμη φορά αμέτοχη. Δυστυχώς δε μας φτάνει χώρος να πούμε ούτε μια λέξη παραπάνω για αυτό το λυρικό, δυνατό, σημαντικό βιβλίο, που απευθύνεται μόνον στους επαρκείς αναγνώστες, παρά ένα «Εύγε» και καλοτάξιδο να είναι.