Απευθύνεται «εις εκείνην ιδίως την τάξιν του λαού ήτις τα μάλιστα έχει ανάγκη»
Ι
Η Κωνσταντινούπολη στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αποτελεί τον ανθώνα της ελληνικής θεατρικής σκηνής. Αυτή η ανθοφορία δεν πρέπει να διαβαστεί σε στενά αισθητικά πλαίσια.
Πρωτίστως, πρέπει να ενταχθεί στις νέες συνθήκες επανενσωμάτωσης των μειονοτήτων που διαμορφώνει για τους αλλόθρησκους και αλλόφυλους η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ηδη έχει αρχίσει - χωρίς να ακουστεί ούτε ένας πυροβολισμός - η διαδικασία της διάλυσης της τελευταίας και έτσι επιχειρεί να ανοιχτεί προς τους Ελληνες υπηκόους. Οι οποίοι γνωρίζουν ότι αυτή η «επίθεση φιλίας» σημαίνει την αναζήτηση ισχυρού οικονομικού σύμμαχου υπέρ της επιβίωσης του δυναστικού καθεστώτος.
Ομως τα γεωπολιτικά δρώμενα έχουν ήδη δρομολογηθεί από τις ονομαζόμενες δυτικές κραταιές δυνάμεις και θα γίνουν αισθητά περί τα 60 χρόνια αργότερα, στα πεδία των δύο Βαλκανικών Πολέμων.
Ετσι, ο ελληνισμός επωφελείται από την εκσυγχρονιστική και μεταρρυθμιστική τακτική (Τανζιμάτ) των τελευταίων σουλτάνων και αρχίζει να διαμορφώνει το νέο, ενδυναμωμένο πολιτικό του πρόσωπο, το οποίο εκδηλώνεται ενεργά στον οικονομικό, στον κοινωνικό, στον εκπαιδευτικό και στον πολιτιστικό τομέα.
Σ' αυτήν την εξωστρέφεια επικουρεί και το ευεργετικό διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν (1856), με το οποίο παραχωρούνται θρησκευτικά και πολιτικά δικαιώματα στις μειονότητες. Με την ψευδή αισιοδοξία λοιπόν ότι η Διασπορά έχει το πάνω χέρι, η θεατρική πράξη γίνεται πόλος συνάντησης και διασκέδασης της ομογένειας.
Δεν θα αργήσουν - αφού ο κοινωνικός ιστός μεταξύ ομόθρησκων και ομόγλωσσων είναι παλαιόθεν συνεκτικός - να στηθούν σκηνές σε θέατρα, αίθουσες συλλόγων, σχολεία και καφενεία. Το πλήθος συνωστίζεται για να παρακολουθήσει παραστάσεις με ελληνικά και εισαγόμενα έργα, τις οποίες ανεβάζουν επαγγελματικοί και ερασιτεχνικοί θίασοι.
Μέσα σ' αυτό το θεατρικό καζάνι που βράζει, γεννιέται στις 3 Γενάρη 1838 στο Φανάρι ο Ιωάννης Μ. Ραπτάρχης. Χάνοντας όμως την περιουσία του, γιατί εμπιστεύεται τη διαχείρισή της σε έναν κατ' όνομα φίλο, αυτός ο ρομαντικός αστός του 19ου αιώνα επιλέγει στις 30 Γενάρη 1871 την αυτοχειρία, στα 33 του χρόνια.
Αφήνει πίσω του ιδιόχειρο τετρασέλιδο σημείωμα, με τίτλο «Εξομολόγησις προς εμαυτόν», όπου χαρακτηριστικά σημειώνει «πικρίαν δε μόνον και κεκρυμμένην εδήλου μελαγχολίαν, ταλαίζον (sic) και οικτείρον (sic) τους μόχθους του πνεύματος και την αχαριστίαν της ύλης, είτε τον πλούτον».
Αναπτύσσει από μαθητής τα χαρακτηριστικά της έντονης και πολυμαθούς προσωπικότητάς του. Παίρνει γερή εγκύκλια μόρφωση στην ελληνική Εμπορική Σχολή Χάλκης, όπου ολοκληρώνει τις γυμνασιακές του σπουδές.
Φωτοδότες - καθηγητές του, ο Κεφαλονίτης θεολόγος - διευθυντής του εκπαιδευτηρίου Ανθιμος Μαζαράκης (μετέπειτα μητροπολίτης Σελεύκειας 1800 - 1868) και ο Τραπεζούντιος φιλόλογος - παιδαγωγός Κωνσταντίνος Ξανθόπουλος (1815 - 1877).
Προτού όμως παρουσιάσουμε εκτενώς την πρώτη νεοελληνική μετάφραση της αρχαιότερης σωζόμενης αριστοφανικής κωμωδίας, «Αχαρνής» (425 π.Χ. - θα αναφερθούμε το επόμενο Σαββατοκύριακο), θα σταθούμε στο περιοδικό «Η Επτάλοφος», με τον υπότιτλο «Σύγγραμμα περιοδικόν εκδιδόμενον τρις του μηνός υπό Ιωάννου Μ. Ραπτάρχου, εν Κωνσταντινουπόλει, εκ του Τυπογραφείου της Επταλόφου».
Αποκαλυπτική είναι η ανάγνωση της εναρκτήριας κυκλοφορίας, με μελετημένη εκδοτική στόχευση, όπως αποτυπώνεται στο «Πρόγραμμα της Επταλόφου». Σε αυτό εκφράζεται πεντακάθαρα η προσωπικότητά του, στην οποία συγκεράζονται η καλλιτεχνική φαντασιοκοπία και ο ορθός λόγος.
Το στοιχείο που ξαφνιάζει, όμως, είναι η επιλογή αυτού του «συν Θεώ» ηθικολόγου να απευθύνει «την σωτήριον ανάγνωσιν εις εκείνην ιδίως την τάξιν του λαού ήτις τα μάλιστα έχει ανάγκη». Είναι καθαρό το μήνυμά του, γιατί θέτει ταξικό πρόσημο στην εκδοτική προσπάθειά του, έστω κι αν ανήκει στους διανοούμενους του ανερχόμενου αστισμού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η θεματική της ύλης υπακούει στη δημιουργία ενός λαϊκού αποτελέσματος, στο οποίο γνώση και ψυχαγωγία συμπορεύονται.
Ας γυρίσουμε όμως το ημερολόγιο 161 χρόνια πίσω, για να διαπιστώσουμε πώς ένας πρωτόβγαλτος δημοσιογράφος προσδοκά να προσελκύσει το αναγνωστικό κοινό του:
«Υπείκοντες των συνήθει νόμω της δημοσιογραφίας χαράττομεν ενταύθα την πορείαν, ην το έργον ημών μέλλει να διατρέξη σχεδόν απαρεγκλίτως. Εκαστον φυλλάδιον θέλει περιλαμβάνει τα εξής:
Α. Δύο ή και πλειότερα διηγημάτια, είτε καθαρώς ιστορικήν έχοντα την υφήν είτε αλληγορικά μεταπεφρασμένα εκ διαφόρων γλωσσών και ενίοτε πρωτότυπα.
Β. Ανά μίαν τοπογραφίαν ή περιήγησιν, ή περιγραφήν των ηθών και εθίμων, είτε εκ των αγνώστων ημίν και απομεμακρυσμένων, είτε εξ αυτών των γνωστών.
Δ. Ανά εις μύθος στιχουργημένος, εκ των του Λαφονταίνου (σ.σ. Ζαν ντε Λαφονταίν) ή άλλων μυθοποιών μεταπεφρασμένος ή και πρωτότυπος ενίοτε (...)
Ε. Υπό τον τίτλον Π ο ι κ ί λ α, Α ν έ κ δ ο τ α κ αι Α σ τ ε ί α, θέλουν περιλαμβάνεσθαι τα αστειότερα γεγονότα και τα περιεργότερα ανέκδοτα(...).
ΣΤ. Συχνότατα τα αναγκαιότερα της οικιακής οικονομίας έργα, ως και τα ωφελιμώτερα διά τον βίον παραγγέλματα της υγιεινής (...).
Ζ. (...) Δεν κλείει τας στήλας αυτής εις την ποίησιν, διότι δεν επιθυμεί να διάγη βίον άμουσον - οσάκις λοιπόν τη προσφέρονται ποιημάτια παρά των ομογενών, ασμένως θέλει δέχεσθαι αυτά μετά μικράν, εννοείται, βάσανον.
Η. (...) Θέλομεν καταχωρίζει (...) έργα επιστημονικά πλην ουδόλως άμοιρα περιεργείας και τερπνότητος - οίον τα επαγωγότερα μαθήματα της Αστρονομίας, απλώς και όσον το δυνατόν ευμεθόδως εκτεθειμένα προς κοινήν αντίληψιν, τας εφευρέσεις και ανακαλύψεις διαφόρων πραγμάτων (...)».
(Συνεχίζεται)
ΥΓ. «Τα Κυριακάτικα» είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του ποιητή και δημοσιογράφου Φώντα Λάδη, που μόλις κυκλοφόρησε από τη «Σύγχρονη Εποχή». Πρόκειται για μια συλλογή κειμένων που δημοσιεύτηκαν από το 1981 έως το 1985 στον «Ριζοσπάστη». 38 παρεμβάσεις, χωρισμένες σε 3 θεματικές ενότητες («Τα Κυριακάτικα», «Αλλιώτικα ρεπορτάζ», «Επιφυλλίδες»), που αναφέρονται μεταξύ άλλων στη βαλτωμένη πολιτική σκηνή και στον ρόλο του «συστημικού» Τύπου.