Για την Ελλάδα η κύρια αιτία των δημόσιων ελλειμμάτων και της έκρηξης του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν ήταν κάποιο «γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας», αλλά η υστέρηση των φορολογικών εσόδων, όπως φαίνεται στη σύγκριση κρατικών δαπανών και φόρων με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς (EE-19) μέσους όρους. Οι κρατικές δαπάνες στην Ελλάδα ήταν περίπου 1,5% του ΑΕΠ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην περίοδο πριν την κρίση, 1995 - 2009. Οι δαπάνες για Υγεία, Παιδεία, Κοινωνική Προστασία ήταν ως ποσοστό του ΑΕΠ χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ απόκλιση προς τα πάνω υπήρχε μόνο στις στρατιωτικές δαπάνες (2,7% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, έναντι 1,4% στην ΕΕ-19), στη γραφειοκρατία και στους τόκους δημόσιου χρέους, δαπάνες που δεν αφορούν το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης.
Οι έμμεσοι φόροι επιβαρύνουν κυρίως την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, καθώς μισθωτοί, άνεργοι, συνταξιούχοι, μικρομεσαίοι ξοδεύουν το σύνολο του εισοδήματός τους στην αγορά καταναλωτικών προϊόντων, ενώ μισθοί και συντάξεις συνθέτουν τη μεγάλη πλειοψηφία των εισοδημάτων. Μια αύξηση στους έμμεσους φόρους επιβαρύνει τις τιμές, μειώνοντας το διαθέσιμο εισόδημα, ιδίως για τα εμπορεύματα που αναπαράγουν την εργατική τάξη ικανοποιώντας βασικές ανάγκες και είναι χαμηλής ελαστικότητας ζήτησης. Οι έμμεσοι φόροι ήταν η κατηγορία με τη μικρότερη απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην προ κρίσης περίοδο 1995 - 2009 (12,5% του ΑΕΠ, έναντι 12,8% στην ΕΕ-19), αλλά αυξήθηκαν από 11,8% το 2009 σε 17,9% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας το αντίστοιχο μερίδιο του 13,2% του ΑΕΠ στην ΕΕ-19. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν τη μεταβολή έπαιξε η εισαγωγή του ΕΝΦΙΑ (από τη Eurostat ταξινομείται στους έμμεσους φόρους), που κυμαίνεται γύρω στο 2% του ΑΕΠ.
Οι φόροι στο εισόδημα των νοικοκυριών (4,1% του ΑΕΠ, έναντι 8,5% στην ΕΕ για το 1995 - 2009) προέρχονται κυρίως από μισθωτούς και συνταξιούχους με σαφή δηλωμένα εισοδήματα (οι μισθοί και οι συντάξεις ήταν το 78,3% του συνολικού δηλωθέντος εισοδήματος το 2021), σε αντίθεση με τα ανώτερα και ανώτατα εισοδηματικά στρώματα (που περιλαμβάνουν μέρος των ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων με πολύ μεγάλα εισοδήματα). Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η απόκλιση παρατηρείται στις χώρες με ευμεγέθη στρώματα μη μισθωτών και συνταξιούχων, όπως η Ελλάδα, ενώ είναι σαφές ότι - σε αντίθεση με την κυρίαρχη προπαγάνδα, που αναφέρεται στη φοροδιαφυγή γενικά, στοχοποιώντας τμήματα των λαϊκών στρωμάτων και ποτέ το κεφάλαιο - αυτή η υστέρηση δεν οφείλεται στους αυτοαπασχολούμενους και στα μικροαστικά στρώματα με χαμηλά εισοδήματα, των οποίων οι όροι ζωής προσιδιάζουν με αυτούς της εργατικής τάξης. Η μικρή μείωση της ψαλίδας αυτών των εσόδων σε σχέση με την ΕΕ που «πέτυχαν» οι αστικές κυβερνήσεις (η διαφορά μειώθηκε από 4,4% σε 3,8% του ΑΕΠ) πραγματοποιήθηκε κυρίως μέσω της σημαντικής αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης των μισθωτών, των συνταξιούχων και των λαϊκών στρωμάτων. Το τελευταίο φορολογικό νομοσχέδιο συνεχίζει στην ίδια λογική φοροασυλίας των ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων με μεγάλα εισοδήματα, και επιχειρεί να αντισταθμίσει αυτές τις απώλειες επιβαρύνοντας με αυθαίρετα τεκμήρια τους μικρομεσαίους του κλάδου.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι οι φόροι κερδών ΑΕ, για τους οποίους τόσες απειλές εκτοξεύονται για μετεγκατάσταση του κεφαλαίου αν δεν μειωθεί η φορολογία του, ήταν μόλις 2,7% του ΑΕΠ στην προ κρίσης περίοδο στην Ελλάδα και 2,6% στην ΕΕ-19. Κι όμως, ήταν η μόνη κατηγορία φόρων που μειώθηκε στην Ελλάδα (στο 2% του ΑΕΠ) την περίοδο της «δημοσιονομικής προσαρμογής». Το διαχρονικά πολύ χαμηλό επίπεδο των φορολογικών εσόδων από το κεφάλαιο αποτελεί προϊόν της πολιτικής όλων ανεξαιρέτως των κυβερνήσεων (σχεδόν μηδενική φορολογία εφοπλιστών, δεκάδες φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις κ.λπ.) και των πολύμορφων δυνατοτήτων φοροαποφυγής από το κεφάλαιο (offshore, «τριγωνικές συναλλαγές», δυνατότητα «επιλογής σημαίας» από τους εφοπλιστές).
Οι καθαρές εισφορές στην Κοινωνική Ασφάλιση αποτελούν μέρος της ακαθάριστης αμοιβής του μισθωτού, του μεταβλητού κεφαλαίου. Η απόκλιση της περιόδου 1995 - 2009 (11,7% του ΑΕΠ, έναντι 15,4% στην ΕΕ-19) σχεδόν εξαλείφθηκε το 2019 - 2022 (14,8% του ΑΕΠ, έναντι 15,1% στην ΕΕ), με σημαντική αύξηση άλλης μιας κατηγορίας φόρων που επιβαρύνουν το ακαθάριστο εισόδημα της εργατικής τάξης.
Ετσι, το 2022 τα φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα υπερέβαιναν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ το ίδιο συνέβαινε για το σύνολο των κρατικών εσόδων.
Είναι προφανές στον Πίνακα ότι αυτή ήταν μια συνεχής διαδικασία, χωρίς καμία διαφοροποίηση ανάλογα με το αστικό κόμμα που κυβερνούσε. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε την αύξηση φορολογίας και εισφορών της πρώτης μνημονιακής περιόδου, χωρίς κάποια μεταβολή στη σύνθεσή τους, ενώ η πολυδιαφημισμένη μείωση των φόρων από την τελευταία κυβέρνηση της ΝΔ ήταν μόλις 0,2% του ΑΕΠ.
Η αναιμική προσδοκώμενη ανάπτυξη και η επαναφορά της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, που προπαγανδίζουν η Τράπεζα της Ελλάδος και η ΕΕ, σε συνδυασμό με τη διατήρηση των τιμών και των φόρων σε δυσθεώρητα επίπεδα σε σχέση με μισθούς και συντάξεις, προμηνύουν περαιτέρω οικονομική επιδείνωση για τους πολλούς, σημαντική αύξηση του κόστους ζωής σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα και εξάπλωση της φτώχειας, εξελίξεις που μόνο ένα δυνατό εργατικό - λαϊκό κίνημα μπορεί να αντιπαλέψει και να αποτρέψει.