«Ξυπνήσαμε μέσα σε ένα μεγάλο πανδαιμόνιο από καμπάνες. Τα παιδιά σκαρφαλωμένα στη στέγη του μοναστηριού, παραβγαίνουν ποιο θα τραβούσε τα περισσότερα σχοινιά. Ο θόρυβος μαγεύει τους καλοσυνάτους λαούς. Από χθες το βράδυ υφιστάμεθα τον ίδιο μυδραλιοβολισμό. Αδύνατο να επιχειρήσεις ένα βήμα στο δρόμο χωρίς να σκάσει ένα βαρελότο κάτω από τα πόδια σου. Το σύνθημα δόθηκε χθες το βράδυ από τον παπά, στη λειτουργία του μεσονυκτίου, στο προαύλιο του μοναστηριού που μοσχοβολούσε από θυμιατά και πορτοκαλανθούς. Μετά από τα τροπάρια, βγήκε στην αυλή ντυμένος με τα πιο πλούσια άμφιά του και με το μεγάλο ασημένιο Ευαγγέλιο στα χέρια του. Οι γυναίκες, περιδεείς, έμειναν στο εσωτερικό της εκκλησίας, ενώ ένα πλήθος αγοριών σε παροξυσμό έκαναν κλοιό γύρω από τον τρομοκρατημένο άγιο άνθρωπό μας. Περίμεναν, απ' αυτόν, ύστερα από μια τελευταία προσευχή, να φωνάξει "Χριστός Ανέστη!", τελετουργική φράση που ξεκινάει την κραιπάλη των βαρελότων μέχρι στα ράσα του. Η προσευχή κρατούσε πολύ. Ερεθισμένα, τα παιδιά, αδημονούσαν. "Θα το πεις, λοιπόν, το Χριστός Ανέστη; Θα το πεις; Φοβάσαι! Φοβάσαι!". Τελικά τις είπε τις άγιες λέξεις και κάλυψε το πρόσωπό του, αφού πρώτα σιγούρεψε το ασημένιο Ευαγγέλιο. Το ειρηνικό μοναστήρι μέσα στο παραλήρημα. Πήγαμε για δείπνο στης κυρίας Κ... για να γευτούμε τη μαγειρίτσα που σταματάει τη νηστεία, τα πολύχρωμα σφιχτά αυγά που τσουγκρίζεις με τον πλαϊνό σου, τα πασχαλινά φρούτα. Η Μάγια ήταν αυτού, ουρανοκατέβατη, φαινομενικά σε καλά κέφια και τη συνόδευε ένας νεαρός Ελληνας, ο οποίος μας πληροφόρησε ότι είχε υπάρξει αρραβωνιαστικός της. Οσο για την πρώην μνηστή, αυτή, με μαύρο πέτσινο μπουφάν και κολλητά παντελόνια, έμοιαζε πολύ με τους περίεργους νεαρούς του διφορούμενου φύλου, με τους οποίους ο Καρνέ διακοσμεί τις ταινίες του. Η Σ. με έπεισε πως η Μάγια υπήρξε αξιαγάπητη, φιλική μάλιστα, λυπημένη, κατά τα φαινόμενα, επειδή δεν της είχα τηλεφωνήσει την εβδομάδα που πέρασα στο Παρίσι. Είναι αλήθεια ότι θα έπρεπε να το είχα κάνει, αν μη τι άλλο για να τη δω κάτω από ένα διαφορετικό φως, με βιζόν παλτό, φόρεμα των μεγάλων σχεδιαστών και κοσμήματα. Θα την αναγνώριζα όμως; Ο Σαρντόν, λιγότερο άνετος, επειδή υπήρχε πολύς κόσμος και οι συζητήσεις διασταυρώνονταν σε δυο γλώσσες, την παρατηρούσε, σχολιάζοντας σχεδόν μεγαλόφωνα τις παρατηρήσεις του, καθώς όμως ήταν ανίκανος για κοσμικότητες με την πρώτη συνάντηση, προτίμησε τις κυρίες άνω των είκοσι πέντε ετών, που κακάριζαν περισσότερο. Στο μποξ, αυτό το ονομάζουν πρώτο γύρο παρατήρησης, τη μάχη την κρατούν για το δεύτερο γύρο.
Ετσι πέρασε εκείνο το μακρινό Πάσχα του 1960, στις Σπέτσες, ο ακαδημαϊκός και συγγραφέας, ο πολυγραφότατος και ο πολυβραβευμένος Μισέλ Ντεόν, που με το βιβλίο του «Το Μωβ ταξί» η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της πατρίδας του. Και έρχεται φέτος να μας ξαφνιάσει με το εξαιρετικό, καινούριο του μυθιστόρημα «Μαντάμ Ροζ» (εκδόσεις Χατζηνικολή) για να μας ξεναγήσει όχι μόνο στο Παρίσι, αλλά σε όλον τον αιώνα που μας πέρασε. Χωρίς καμία επιφύλαξη, λοιπόν, προτείνουμε στον αναγνώστη αυτό το πνευματώδες, ευρηματικό, νοσταλγικό, αλλά ταυτόχρονα και πολύ νεανικό βιβλίο, με τους ευφυέστατους διαλόγους και τις θεατρικές ανατροπές, που μας κράτησε ευχάριστη συντροφιά τρεις ολόκληρες νύχτες!