ΜΙΓΚΕΛ ΑΝΧΕΛ ΑΣΤΟΥΡΙΑΣ
Αποσπάσματα από το πρώτο βιβλίο του «Μύθοι της Γουατεμάλας»

Το γράψιμό του βασίζεται στα ιερά βιβλία των προκολομβιανών Μάγια

Σάββατο 17 Αυγούστου 2024 - Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

Ο Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας έχει ζωγραφισμένη όλη τη νεότητα στο πρόσωπό του, όταν ανακαλύπτει, με την επιστήμη της Εθνολογίας, τις ινδιάνικες ρίζες του
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Γράφαμε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο ότι η δεκαετής παραμονή του Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας στο Παρίσι (1923 - 1933) δεν αποτελεί ένα στατικό πεδίο κοινωνικότητας προς άγρα καινοφανών εντυπώσεων. Δεν επιλέγει τη σχέση του με τον ξένο τόπο ως τροφοδότη του κακώς εννοούμενου μποεμισμού.

Πηγαίνοντας αντίθετα στο ρεύμα του χρόνου, απεκδυόμενος το παρόν και το μέλλον, βουτάει στον ποταμό του παρελθόντος κι αναζητά τις πηγές του στα ηφαιστειογενή βουνά της Γουατεμάλας.

Ενας ξένος στο Παρίσι: Η γέννηση της νέας συνείδησης

Ετσι, δεν παγιδεύεται σε μια κάποια «απερισκεψία» της νεότητας, δεν ζει την καθημερινότητα ως έναν ορίζοντα εκτόνωσης του άλκιμου σώματος. Δεν εξαντλείται σε σωματικούς και πνευματικούς πειρασμούς που φυλακίζουν τη συνείδηση, αλλά κοιτάζεται κι όλο κοιτάζεται στον καθρέφτη της γενέθλιας χώρας του.

Μόνο που αυτό το κοίταγμα δεν είναι μια επιστροφή του εγωπαθούς ειδώλου. Πίσω από το πρόσωπο και το καθρέφτισμά του, επαρκώς κυοφορείται η γέννηση της νέας ταξικής αντίληψης, συντονισμένης με τα αιτήματα των βασανισμένων ομοεθνών του.

Στους Μάγια βρίσκει τον ινδιάνικο εαυτό του

Παράλληλα με τις συγγραφικές του ασκήσεις, υπό την επίδραση του γαλλικού υπερρεαλισμού, στεγάζεται σ' ένα «ταπεινό» κατάλυμα, κοντά στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Οταν περάσει τις πύλες του, συναντά τον γενναιόδωρο καθηγητή Εθνολογίας Ζορζ Ρεϊνό (1865 - 1955), ο οποίος έχει ειδικευτεί στους προκολομβιανούς πολιτισμούς της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής.

Με σεβασμό θα τον ακολουθήσει γιατί καταλαβαίνει ότι έχει έρθει η ώρα ν' ακολουθήσει την επιστήμη της καρδιάς του και ότι έχει βρει τον άνθρωπο ο οποίος θα του ανοίξει τον δρόμο. Την μαθαίνει απέξω κι ανακατωτά γιατί του δίνει τα κλειδιά να ξεκλειδώσει τη σκέψη και την αίσθηση των ιθαγενών της πατρίδας του. Καταλαβαίνει ότι οι ρίζες του φθάνουν στους πατρογονικούς Μάγια, οι οποίοι εξακολουθούν, παρά την ισπανική κατάκτηση και τον βίαιο εκχριστιανισμό τους, να επιβιώνουν στα πρόσωπα και στον χαρακτήρα των σύγχρονών του.

Μεταφράζοντας τα ιερά βιβλία των προγόνων του

Ο Γάλλος ποιητής Πολ Βαλερί, ο οποίος προλόγισε το πρώτο πεζογράφημά του «Μύθοι της Γουατεμάλας», και ο ομοεθνής του μεταφραστής Φρανσί ντε Μιομάντρ που το απέδωσε στα Γαλλικά
Η απόφασή του είναι κομβική και θα επηρεάσει όλο το μετέπειτα έργο του. Πέφτει με τα μούτρα και μεταφράζει τους δύο πυλώνες της προγονικής λαϊκής παράδοσης: Το κοσμογονικό βιβλίο «Πόπολ Βου» («PopolVuh», 1927) και το μυθολογικό «Ανάλες ντε λος Ξαχίλ» («Anales de los Xahil», 1928). Η απόδοση στα Ισπανικά δεν θα είχε τελεσφορήσει χωρίς την υποστήριξη του Μεξικανού ιστοριογράφου Χοσέ Μαρία Γκονζάλες δεν Μεντόσα (1893 - 1967).

Πατώντας σε αυτήν την προϊστορία της μεταγλώττισης ιδρυτικών βιβλίων του πολιτισμού της πατρίδας του, συγγράφει το πρώτο πεζογράφημά του, «Μύθοι της Γουατεμάλας»(«Leyendas de Guatemala»), το οποίο κυκλοφορεί, στη Μαδρίτη, το 1930 και μετά από δύο χρόνια στη Γαλλία, με πρόλογο του ποιητή Πολ Βαλερί και σε μετάφραση του Φρανσί ντε Μιομάντρ (1880 - 1959), από τις εκδόσεις «Les Cahiers de Sud».

Θα δώσουμε μία γεύση απ' αυτό το κείμενο, και συγκεκριμένα από τον πρώτο μύθο του εν λόγω πεζού, όπως τον αποδίδει στη γλώσσα μας η μεταπτυχιακή φοιτήτρια Αικατερίνη Πλιάκη του Τμήματος της Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η απόδοση περιλαμβάνεται στην εργασία της «Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας: Μεταφράζοντας έναν πρωτοπόρο, Leyendas de Guatemala: Guatemala».

Εκεί που συναντιούνται ο δρόμος και το μονοπάτι

Ο Γουατεμαλέζος συγγραφέας το αφιερώνει «Στη μητέρα μου που μου διηγούνταν ιστορίες», πρωτότυπο: «Amimadre, quecontabacuentos». Ας απολαύσουμε τη μυθώδη γραφή του:

«Το κάρο φτάνει στο χωριό αργοκυλώντας λες και κάνει ένα βήμα σήμερα και ένα άλλο αύριο. Στη στάση, εκεί που συναντιούνται ο δρόμος και το μονοπάτι, βρίσκεται το πρώτο μαγαζί. Οι ιδιοκτήτες του είναι γέροι, έχουν γουεγουέτσο (σ.σ. η ασθένεια βρογχοκήλη), έχουν δει στοιχειά, αγγελιαφόρους και φαντάσματα, διηγούνται για θαύματα και σφαλίζουν την πόρτα όταν περνούν οι Ούγγροι (σ.σ. χρησιμοποιείται περιφρονητικά για τους Ρομά) τσιγγάνοι, αυτοί που κλέβουν παιδιά, τρώνε άλογα, μιλούν με το διάβολο και αποφεύγουν τον Θεό.

Ο Γάλλος ποιητής Πολ Βαλερί, ο οποίος προλόγισε το πρώτο πεζογράφημά του «Μύθοι της Γουατεμάλας», και ο ομοεθνής του μεταφραστής Φρανσί ντε Μιομάντρ που το απέδωσε στα Γαλλικά
Ο δρόμος βυθίζεται σαν τσακισμένη λεπίδα ξίφους στη χούφτα της πλατείας. Η πλατεία δεν είναι μεγάλη. Την στενεύουν τα απομεινάρια της παλιάς πύλης, πολύ μεγαλόπρεπης και πολύ παλιάς. Σε αυτήν όπως και στους παρακείμενους δρόμους μένουν οι πιο σπουδαίες οικογένειες, έχουν φιλίες με τον επίσκοπο και τον δήμαρχο, δεν έχουν καλές σχέσεις με τους χειροτέχνες εκτός από την ημέρα του αποστόλου Αγίου Ιακώβου, τότε, που ίσως να είναι γνωστό σιωπούν, οι κοπέλες σερβίρουν τη σοκολάτα των φτωχών στο Επισκοπικό Μέγαρο.

Τα δέντρα αναπνέουν την ανάσα των ανθρώπων

Το καλοκαίρι το αλσύλλιο το σκιάζουν τα κίτρινα φύλλα, τα τοπία φαίνονται γυμνά, διάφανα σαν το παλιό κρασί, και το χειμώνα ο ποταμός φουσκώνει και συμπαρασύρει τη γέφυρα.

(...) Επικρατεί η πεποίθηση ότι τα δέντρα αναπνέουν την ανάσα των ανθρώπων που κατοικούν στις θαμμένες πόλεις, εξ ου και, συνήθεια θρυλική και οικεία, στη σκιά τους συμβουλεύουν αυτούς που έχουν να λύσουν ζητήματα συνείδησης, οι ερωτευμένοι απαλύνουν τον πόνο τους, προσανατολίζονται οι προσκυνητές που έχασαν τον δρόμο τους και εμπνέονται οι ποιητές.

Το κίτρινο των μεστών χωραφιών καλαμποκιού

(...) Τα βλέφαρα των παρθένων πεταρίζουν με αγωνία, το αίμα που πιτσιλίζει το μαχαίρι από πέτρα τσάι που μοιάζει με κρύσταλλο και έχει το σχήμα του δέντρου της ζωής, περιβάλλει με φωτοστέφανο το κεφάλι των θεών, των αδιάφορων και ιερών. Εντονο άρωμα αναδίδεται από τα χέρια μιας νεκρής βασίλισσας που μέσα στη σαρκοφάγο φαίνεται να κοιμάται. Τα πέτρινα μαγκάλια εκλύουν νέφη καπνού που μυρίζουν άγριο γλυκάνισο, και η μουσική των φλάουτων φέρνει στον νου τον Θεό. Ο ήλιος χτενίζει τις πρωινές ανοιξιάτικες ψιχάλες μακριά, πάνω στο πράσινο του δάσους και το κίτρινο των μεστών χωραφιών καλαμποκιού.

Η πρώτη έκδοση στα Ισπανικά, από τις εκδόσεις «Ediciones Oriente» της Μαδρίτης και η πρώτη γαλλική, από τον οίκο «Les Cahiers de Sud» της Μασσαλίας
(...) Δυο αρχηγοί των Ινδιάνων που κοιμούνται στο ταξίδι. Η ηχώ του ιππικού δεν ξεμακραίνει από τις πύλες του Παλατιού, όταν η ευγενής κυρία βλέπει ή ονειρεύεται, δέσμια της παραζάλης, πως ένας δράκος αναγκάζει τον σύζυγό της να κατρακυλήσει στο υπόγειο του θανάτου ενώ συγχρόνως πνίγει και την ίδια στα σκοτεινά νερά ενός απύθμενου ποταμού.

Δρασκελιές στην αποικιακή πόλη

Δρασκελιές στην αποικιακή πόλη. Στους αμμώδεις δρόμους, φωνές κληρικών που μουρμουρίζουν το Αβε Μαρία και οι ιππείς και οι αρχηγοί που φιλονικούν και βάζουν τον Θεό για μάρτυρα. Βλεφάρισμα των λύχνων που καίνε στις εσοχές. Θόρυβος από κάποιο καστελιάνικο σπιρούνι, από κάποιο πουλί που είναι κακός οιωνός, από ένα ρολόι που ξαγρυπνά (...)».

ΥΓ: Τα φώτα έσβησαν της 33ης Ολυμπιάδας του Παρισιού, άναψε, όμως, το φωτάκι της μνήμης. Γυρίσαμε το ημερολόγιο 88 χρόνια πίσω, εστιάζοντας στην αντιναζιστική Λαϊκή Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης (22 - 26 Ιούλη 1936) που δεν έγινε ποτέ. Συμμετείχαν κυρίως κομμουνίστριες και κομμουνιστές, χωρίς την έγκριση των αστικών κυβερνήσεών τους, δίνοντας την απάντηση στους χιτλερικούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Ανάμεσά τους ο «κόκκινος» σφαιροβόλος Ηλίας Βεργίνης από τους Τσουκαλάδες Λευκάδας (1908 - 1973). Για τη συμμετοχή του στους λαϊκούς αγώνες, η μητριά πατρίδα τον «αντάμειψε» με διώξεις και εξορία στην Ικαρία.



Η πρώτη έκδοση στα Ισπανικά, από τις εκδόσεις «Ediciones Oriente» της Μαδρίτης και η πρώτη γαλλική, από τον οίκο «Les Cahiers de Sud» της Μασσαλίας


Το τετράδιο - χειρόγραφο του βιβλίου, με διορθώσεις και σχέδια, στο οποίο αποτυπώνεται ο γραφικός χαρακτήρας του Γουατεμαλέζου συγγραφέα

Γράφει ο
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου