«Γράφω στον "Ριζοσπάστη"!»
Σάββατο 21 Σεπτέμβρη 2024 - Κυριακή 22 Σεπτέμβρη 2024

Εκείνη την Τετάρτη, το κορίτσι, γυρίζοντας από το σχολείο, έπιασε πρώτη φορά στα χέρια του τον «Ριζοσπάστη». Τέλη Σεπτέμβρη του 1974 και αυτός για τον οποίο όλοι πάντα μιλούσαν χαμηλόφωνα, ήταν εκεί, μπροστά του, απλωμένος φαρδύς - πλατύς στο μεγάλο τραπέζι. Τίτλος: Χαιρετιστήριο μήνυμα της ΚΕ του ΚΚΕ. «Μην τον διπλώσεις», είπε η μαμά του κοριτσιού, «θέλω να τον βλέπω». Η κυρία Μάγδα Επαινετού, κόρη ψαρά και καθαρίστριας, που μέχρι τότε ψήφιζε ΕΔΑ, ήταν τόσο χαρούμενη, αφού επιτέλους θα ψήφιζε ΚΚΕ και θα αγόραζε άφοβα «Ριζοσπάστη» απ' το περίπτερο, με δόξα και τιμή.

Τόσα χρόνια αναφερόταν σ' αυτόν ψιθυριστά, μετρώντας ένα ένα τα 67 παράνομα φύλλα του στη διάρκεια της χούντας, από τον Μάρτη του '68, μέχρι εκείνη τη μέρα, που κατακτήθηκε με αγώνες η «νομιμότητα». Τέρμα πια τα υπόγεια και μυστικά τυπογραφεία, η διακίνηση χέρι με χέρι, το τύλιγμα μέσα σε δεξιά εφημερίδα, η αγωνία...

Είχε ξανάρθει βέβαια ο «Ριζοσπάστης» σ' εκείνο το σπίτι της Ακαδημίας Πλάτωνος, πότε πολυγραφημένος, πότε τυπωμένος. Μόνο που πάντα ερχόταν ...μεταμφιεσμένος. Πότε κρυμμένος μέσα στην «Ακρόπολη», πότε διπλωμένος μέσα στο περιοδικό «Φαντάζιο», πότε στον πάτο της τσάντας με τα ψώνια. Δεν έπρεπε να τον πάρει χαμπάρι κανείς, γιατί κανείς δεν ήταν σίγουρος εκείνη την εποχή πως ο γείτονάς του δεν ήταν χαφιές και μια ρουφιανιά δεν θα τον οδηγούσε, με την εφημερίδα παραμάσχαλα, σιδηροδέσμιο στην Ασφάλεια. Το παράνομο και το επικίνδυνο του πράγματος, όμως, έπαιρνε κινηματογραφικές διαστάσεις στα μάτια του γυμνασιοκόριτσου, που όλο άκουγε γι' αυτόν, αλλά δεν τον είχε δει ποτέ με τα μάτια του.

Από τους Rolling Stones στον Μπελογιάννη


Εμπαινε ωστόσο, μόλις τότε, σιγά σιγά και με ασφάλεια, από τους μύθους της ροκ μουσικής, σ' ένα άγνωστο σύμπαν, με άλλου τύπου ήρωες. Η μαμά φρόντιζε, επί χρόνια τώρα, να του διηγείται - αντί για παραμύθια - ιστορίες κάποιων γενναίων ανθρώπων που πάλευαν για ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, για τον Μπελογιάννη, τον Αρη, τον Πλουμπίδη, τον Λαμπράκη... Ελεγε για την Καραγιάννη, την Κωνσταντοπούλου, την Αποστόλου, μιλούσε για τον Ρίτσο, τον Κατράκη, την Ελλη Αλεξίου, τον Θεοδωράκη, τραγουδούσε αντάρτικα τραγούδια και το σημαντικότερο; Οταν εξηγούσε κάτι, που το κορίτσι έπρεπε να καταλάβει ότι ήταν και σωστό, και δίκαιο, και σίγουρο, πάντα υπογράμμιζε ότι «αυτό να ξέρεις πως το έγραψε κι ο "Ριζοσπάστης"».

Αυτήν την πίστη και την εμπιστοσύνη τις κατέκτησε με αίμα η εφημερίδα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τις κέρδισε με το σπαθί της, αφού πολέμησε με κάθε τρόπο τη χούντα, αφού μόνο αυτή τότε κατήγγειλε με αποδείξεις τα εγκλήματά της, υπερασπίστηκε την εθνική ανεξαρτησία, τα πολιτικά δικαιώματα και τις δημοκρατικές ελευθερίες του λαού, αλλά και την κυπριακή υπόθεση. Οι άνθρωποι αυτής της εφημερίδας έζησαν σκληρές κι απάνθρωπες δοκιμασίες και διώξεις, αναμετρήθηκαν με τον θάνατο, γράφοντας τελικά τη μεγαλειώδη και πρωτοπόρα εποποιία του. Ειδικά στα χρόνια της Κατοχής, το να γράφεις, να εκτυπώνεις και να μοιράζεις τον παράνομο «Ριζοσπάστη» ήταν κάτι σαν ρώσικη ρουλέτα, σαν μονομαχία με τον θάνατο. Δεν μπορούσες να ξέρεις μέχρι το τέλος ποια σφαίρα ήταν για σένα. Κανένας φόβος, όμως, δεν επηρέασε αυτόν τον όμορφο αγώνα ενημέρωσης του κόσμου για την πορεία του πολέμου και τα εγκλήματα των ναζί σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, για την αφύπνιση, για την εμψύχωση και τη μαζικοποίηση της αντίστασης του ελληνικού λαού.


Ηταν αρχές του Ιούλη του 1941, όταν τυπώθηκε το πρώτο φύλλο του παράνομου «Ριζοσπάστη» της Κατοχής, ανάβοντας τη σπίθα για να ανάψει τη φωτιά της Αντίστασης και του λαϊκού απελευθερωτικού αγώνα.

Ζήλια για τον πολιτισμό

Το κορίτσι που ήθελε να γίνει δημοσιογράφος (και - αν και μαθήτρια - είχε ήδη αρχίσει να συνεργάζεται επαγγελματικά μ' ένα περιοδικό), δεν επέτρεπε να περάσει καν από το μυαλό του ότι θα μπορούσε ποτέ να αξιωθεί να γράφει σ' αυτήν τη θρυλική εφημερίδα. Ηταν πολύ λίγη για τέτοιο μεγάλο όνειρο. Αλλωστε, εκεί έγραφαν μόνο καταξιωμένοι δημοσιογράφοι και σπουδαίοι διανοούμενοι. Ιστορικές μορφές της δημοσιογραφίας. Αρα θα έπρεπε να συμβιβαστεί με τη δουλειά σε μια καινούργια εφημερίδα, που θα κυκλοφορούσε σε λίγους μήνες, την «Ελευθεροτυπία».

Ηξερε πως θα 'πρεπε να περπατήσει πολλά χιλιόμετρα στο επάγγελμα, για να μπορέσει κάποια στιγμή, να γράψει έστω και μια αράδα στον «Ρίζο». Στα χρόνια που ακολούθησαν, στα περιοδικά, στις εφημερίδες, στα ραδιόφωνα και στα κανάλια που εργάστηκε αυτό το κορίτσι, πάντα συμβουλευόταν τον «Ριζοσπάστη» για τα ρεπορτάζ και τις έρευνες που έκανε. Ηξερε πως εκεί και τα στοιχεία που θα έβρισκε θα ήταν διασταυρωμένα και οι αναλύσεις νηφάλιες, ρεαλιστικές και επί της ουσίας και κυρίως η αλήθεια θα ήταν ...αληθινή κι όχι υπαγορευμένη. Αυτό όμως που ζήλευε κάπως περισσότερο, ήταν τα πολιτιστικά αφιερώματα! Ηταν όχι μόνο συγκινητικός αλλά και συναρπαστικός ο τρόπος που η εφημερίδα επένδυε στον πολιτισμό και στους ανθρώπους του, το πώς τους πρόβαλλε και τους στήριζε, το πώς αγωνιζόταν για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους... Ισως γιατί πίστευε πως ο πολιτισμός ήταν το καλύτερο εφόδιο, το πιο αποτελεσματικό εθνικό όπλο για να αντιμετωπιστεί το μέλλον. Διάβαζε, διάβαζε και δεν πίστευε στα μάτια του, πόσες μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης ήταν κομμουνιστές.

***


Από εκείνη την Τετάρτη, που το πρώτο φύλλο απλώθηκε στην τραπεζαρία, που εκείνες οι πρώτες νόμιμες σελίδες έβγαιναν στο φως, μετά από το 27χρονο σκοτάδι της βαθιάς παρανομίας, μέχρι σήμερα, 50 χρόνια μετά, η ζωή φρόντισε κάποια οράματα να πραγματοποιηθούν.

Ο «Ριζοσπάστης» δυνάμωσε, αγαπήθηκε και στάθηκε ακλόνητος στις επάλξεις, κρατώντας ψηλά τη σημαία του ΚΚΕ. Δεν σταμάτησε στιγμή να ενημερώνει, να αποκαλύπτει, να διαφωτίζει, να καθοδηγεί. Ο «Ριζοσπάστης» έγινε έμπνευση και σημείο αναφοράς για όλους. Στην πράξη αναδείχτηκε και σε Σχολή Δημοσιογραφίας. Κι όλα αυτά, μέσα σε απίστευτα δύσκολες συνθήκες. Μόνος του σ' έναν ωκεανό πολύμορφων «Μέσων Ενημέρωσης», που φρόντιζαν και φροντίζουν να κυριαρχεί παντού μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας.

«Μέσα Ενημέρωσης», κατ' όνομα, με μόνους στόχους τον αποπροσανατολισμό και τη χειραγώγηση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, το σταθερό «θάψιμο» των λαϊκών αγώνων, την καθημερινή χυδαία αντικομμουνιστική προπαγάνδα, την ανισότιμη μεταχείριση του ΚΚΕ και την αποσιώπηση ή τη διαστρέβλωση της πολιτικής του γραμμής.

Να ιδωθεί ο κόσμος με τα μάτια των «από κάτω»

Μέσα, λοιπόν, σε ό,τι απέμεινε από τη δημοσιογραφία, ο «Ριζοσπάστης» επιμένει με πάθος και συνέπεια να ξεσκεπάζει την ταξική ρίζα των προβλημάτων, ώστε να μπορεί να διακρίνει ο αναγνώστης την ουσία πίσω από τα φαινόμενα. Επιμένει να φανερώνει, με επιχειρήματα και αποδείξεις, τον ταξικό αντίπαλο, τις μεθόδους και τις προθέσεις του, δείχνοντας τη διέξοδο σε όφελος του λαού. Αυτό ίσως είναι και η μεγαλύτερή του κατάκτηση, το ότι δηλαδή είναι ταγμένος στην προσπάθεια όχι μόνο να ιδωθεί ο κόσμος με τα μάτια των «από κάτω», της εργατικής τάξης, των φτωχών αυτοαπασχολούμενων και αγροτών, των παιδιών των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και να αλλάξει όλη αυτή τη δυστοπία, για τα συμφέροντα αυτών ακριβώς.

Και το πιο απροσδόκητο για το κορίτσι που λέγαμε πριν. Μετά από σχεδόν μισό αιώνα δημοσιογραφικής δουλειάς, απολαμβάνει - επιτέλους - την τιμή, την περηφάνια και τη χαρά να μπορεί να λέει: «Γράφω στον "Ριζοσπάστη"!».


Της
Σεμίνας ΔΙΓΕΝΗ