Το φάντασμα του κομμουνισμού πλανάται πάνω από την ποίηση του Charles Pierre Baudelaire
Σάββατο 19 Οχτώβρη 2024 - Κυριακή 20 Οχτώβρη 2024
Εισαγωγικά

Αυτό που επιχειρώ να αναδείξω σε τούτο το άρθρο είναι κάτι που απ' ό,τι γνωρίζω δεν έχει επιχειρηθεί συστηματικά μέχρι σήμερα.

Πρόκειται για το γεγονός ότι η ποίηση του Charles Pierre Baudelaire (1821 - 1867) διαπερνάται άλλοτε σαφέστερα, άλλοτε πιο αλληγορικά από μια καταγγελία του καπιταλιστικού λιβαδιού των δακρύων και της αστικής τάξης, καθώς και την ανάδειξη της αποξένωσης από την ουσία του ανθρώπου, έναν χλευασμό της μικρότητας των ενσωματωμένων ανθρώπων και, τέλος, από την ανάδειξη της λυτρωτικής προοπτικής μιας κομμουνιστικής κοινωνίας, την οποία και μας καλεί να ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά.

Ετσι λοιπόν δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπαρμπέ ντ' Ωρεβιγύ χαρακτήρισε τον Βaudelaire «Δάντη μιας παρηκμασμένης εποχής».

Αυτό το επιχειρώ παραθέτοντας αποσπάσματα από ποιήματά του τα οποία αναφέρονται σε αυτές τις τρεις θεματικές.

Θυμίζω ότι ο Baudelaire, που ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Γάλλους λογοτέχνες, ο οποίος πήρε και ο ίδιος μέρος στα οδοφράγματα της Επανάστασης του 1844 ακριβώς λόγω της στάσης του ενάντια στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων κι όχι μόνον ούτε κυρίως για την προκλητική για την εποχή του μορφή της ποίησής του και των σκανδαλιστικών για την εποχή εκφράσεών του, διώχθηκε και λογοκρίθηκε.

Στις 5 Ιούλη 1857, η γαλλική εφημερίδα «Le Figaro» έγραφε σχετικά με την πρόσφατη εμφάνιση της ποιητικής συλλογής του «Τα Ανθη του Κακού»: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του κ. Baudelair. Ομως, ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα - για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα».

Το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής «Τα άνθη του κακού»
Την ίδια χρονιά, ο γενικός εισαγγελέας διατάζει την κατάσχεση των αντιτύπων αυτής της ποιητικής συλλογής και την απαγόρευση της κυκλοφορίας της, η οποία τελικά κυκλοφορεί το 1949!!!

1. Η αντικαπιταλιστική πτυχή και η αποξένωση

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από εκείνα τα καταγγελτικά και χλευαστικά κατά της αστικής τάξης πραγμάτων και της απανθρωποποίησης που αυτή προκαλεί ποιήματα του Baudelaire.

Σε ένα από τα επονομαζόμενα spleen (μελαγχολία) ιδού πώς περιγράφει την κυρίαρχη τάξη:

«Οταν ο χαμηλός και βαρύς ουρανός βαραίνει σαν καπάκι

Πάνω στο πνεύμα που στενάζει, λεία μακροχρόνιων ταλαιπωριών

Και ο ορίζοντας που αγκαλιάζει όλο τον κύκλο

Μας ξεχύνει μια μαύρη μέρα πιο θλιβερή από τις νύχτες.

Οταν η γη μετατρέπεται σε ένα υγρό μπουντρούμι,

Οπου η Ελπίδα, σαν μια νυχτερίδα,

Φεύγει χτυπώντας τους τοίχους με το δειλό της φτερό

Και χτυπώντας το κεφάλι σε σάπια ταβάνια.

Οταν η βροχή απλώνει τα απέραντα μονοπάτια της

Μιας τεράστιας φυλακής μιμείται τα κάγκελα,

Και ένας σιωπηλός λαός από διαβόητες αράχνες

Ερχεται να απλώσει τα δίχτυα στο βάθος των εγκεφάλων μας

Οι καμπάνες ξεπηδούν ξαφνικά με μανία

Και εκτοξεύουν προς τον ουρανό ένα φοβερό ουρλιαχτό,

Καθώς και τα περιπλανώμενα και δίχως πατρίδα πνεύματα

Που αρχίζουν να γκρινιάζουν πεισματικά

Και μακριές νεκροφόρες, δίχως τύμπανα ή μουσικές,

Μετακινούνται αργά στην ψυχή μου ενώ η Ελπίδα,

Ηττημένη, κλαίει και η φρικτή, δεσποτική αγωνία,

Φυτεύει στο κεκλιμένο κρανίο μου τη μαύρη σημαία της».

Σε άλλο ποίημά του κάνει λόγο για τη διαμόρφωση, από την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, ανθρώπων αποξενωμένων από την ουσία του ανθρώπου: «Είμαι σαν ένας βασιλιάς μιας βροχερής χώρας, Πλούσιος αλλά ανίσχυρος, νέος και όμως πολύ γέρος».

Ακόμη περιγράφει τους ανθρώπους που διαμορφώνει η κυρίαρχη τάξη σαν «ανώνυμα πλήθη που συντρίβει το βουνό κι ένα απέραντο και κρύο νεκροταφείο, χωρίς ορίζοντα, Εκεί που ξαπλώνετε, στη λάμψη ενός λευκού και θαμπού ήλιου, Ανθρωποι της αρχαίας και σύγχρονης ιστορίας».

Στον «θάνατο των φτωχών» ο Baudelaire βλέπει τον δρόμο που οδηγεί σε άγνωστους ουρανούς και την ελπίδα για υπέρβαση του μαύρου ορίζοντα που μας περιβάλλει.

Είναι αλίμονο ο Θάνατος που παρηγορεί,! και που μας κάνει να ζούμε;

Είναι ο στόχος της ζωής, και η μόνη ελπίδα

Που σαν ελιξίριο σηκώνεται και μας μεθάει,

Και μας δίνει την καρδιά να περπατήσουμε μέχρι το βράδυ.

Μέσα από την καταιγίδα, το χιόνι και τον παγετό,

Είναι η ζωντανή διαύγεια στον μαύρο μας ορίζοντα.

Αυτό είναι το διάσημο πανδοχείο που αναφέρεται στο βιβλίο,

Οπου μπορούμε να φάμε, να κοιμηθούμε και να καθίσουμε.

Είναι ένας Αγγελος που κρατάει στα μαγνητικά του δάχτυλα

Τον ύπνο και το δώρο των εκστατικών ονείρων,

Και που στρώνει τα κρεβάτια φτωχών και γυμνών ανθρώπων.

Είναι η δόξα των Θεών, είναι η μυστικιστική σοφίτα,

Είναι το πορτοφόλι του φτωχού και η αρχαία του πατρίδα,

Είναι ανοιχτή στοά προς τους άγνωστους Ουρανούς!

Στο ποίημά του «Ο εχθρός», από τη μια, αναδεικνύει τις καταστροφικές συνέπειες της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων και, από την άλλη, διερωτάται αν είναι δυνατόν να επανορθωθεί η καμένη γη που αυτή θα μας αφήσει.

Τα νιάτα μου ήταν μόνο μια σκοτεινή καταιγίδα,

Διασχίζονταν εδώ κι εκεί από λαμπερούς ήλιους.

Οι βροντές και η βροχή έχουν προκαλέσει τέτοια καταστροφή,

Που να έχουν μείνει ελάχιστα κόκκινα φρούτα στον κήπο μου.

Να που έχω αγγίξει το φθινόπωρο των ιδεών,

Και ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το φτυάρι και τις τσουγκράνες

Για να συναρμολογήσουμε ξανά τα πλημμυρισμένα εδάφη,

Εκεί που το νερό σκάβει μεγάλες τρύπες σαν τάφους.

Και ποιος ξέρει αν τα νέα λουλούδια που ονειρεύομαι

Θα βρουν σε αυτό το έδαφος στο οποίο δεν απομένει τίποτα

Τη μυστικιστική τροφή που θα τους έδινε την ισχύ τους;

Ω πόνος! ω πόνος! Ο χρόνος τρώει τη ζωή,

Και ο σκοτεινός Εχθρός που ροκανίζει τις καρδιές μας

Από το αίμα που χάνουμε, μεγαλώνει και δυναμώνει

Κι ακόμη:

Στα θησαυροφυλάκια της ανεξιχνίαστης θλίψης

Εκεί που η μοίρα με έχει ήδη υποβιβάσει.

Οπου δεν μπαίνει ποτέ μια ρόδινη και χαρούμενη αχτίδα.

Εκεί που, μόνος με τη Νύχτα, σκυθρωπή οικοδέσποινα,

Είμαι σαν ζωγράφος που ένας χλευαστικός Θεός

Καταδικάζει να ζωγραφίζει, αλίμονο! στο σκοτάδι;

`Η να μαγειρεύει με θανατικές ορέξεις,

Βράζω και τρώω την καρδιά μου,

2. Περί ενσωματωμένων ζωντανών νεκρών

«Ας είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στον κοινό άνθρωπο, στην κοινή λογική, στο συναίσθημα, στην έμπνευση και στο προφανές»

Στον αναγνώστη

Η ηλιθιότητα, το λάθος, η αμαρτία, η αμέλεια,

Απασχολούν το μυαλό μας και δουλεύουν τα σώματά μας

Και τρέφουμε τις ευγενικές μας τύψεις,

Οπως οι ζητιάνοι τρέφουν την ψώρα τους.

Οι τυφλοί

Συλλογιστείτε τους, ψυχή μου. Είναι πραγματικά απαίσιοι!

Σαν μανεκέν, αμυδρά γελοίο;

Τρομεροί, μοναδικοί σαν υπνοβάτες,

Στρέφοντας ποιος ξέρει προς τα πού τα σκοταδιστικά τους βέλη

Τα μάτια τους, από τα οποία έχει φύγει η θεϊκή σπίθα,

Σαν να κοιτάζουν μακριά, στέφονται υψωμένα

Στον ουρανό δεν τα βλέπουμε ποτέ προς τα λιθόστρωτα

Γέρνουν ονειρεμένα τα βαριά κεφάλια τους.

Διασχίζουν έτσι το απεριόριστο μαύρο,

Αυτόν τον αδελφό της αιώνιας σιωπής. Ω πόλη!

Ενόσω γύρω μας τραγουδάς, γελάς και ακούς,

Ερωτευμένος με την ευχαρίστηση σε σημείο θηριωδίας,

Βλέπετε, σέρνομαι κι εγώ! αλλά, πιο αποβλακωμένος από αυτούς,

Είπα: Τι ψάχνουν στον Παράδεισο, όλοι αυτοί οι τυφλοί;

Αλμπατρος

«Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε, πιάνουν τους άλμπατρους - πουλιά της θάλασσας τρανά - που ράθυμα, σα σύντροφοι του ταξιδιού, ακολουθάνε το πλοίο που μες στα βάραθρα γλιστράει, τα πικρά. Μα μόλις σκλαβωμένα κει στην κουπαστή τα δέσουν, οι βασιλιάδες τ' ουρανού, σκυφτοί κι άχαροι πια, τ' άσπρα μεγάλα τους φτερά τ' αφήνουνε να πέσουν, και στα πλευρά τους θλιβερά να σέρνουνται κουπιά».

3. Ελπίδα ενός καλύτερου κόσμου εκτός καπιταλιστικών τειχών

Παρ' όλα αυτά ο Baudelaire υποστηρίζει ότι πρέπει να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε στον ξύπνιο μας με τα μάτια ορθάνοιχτα και να ελπίζουμε σε έναν καλύτερο κόσμο, όπως άλλωστε μας καλεί να πράττουμε και ο Ernst Bloch.

«Πρέπει να 'σαι πάντα μεθυσμένος.

Εκεί είναι όλη η ιστορία: Είναι το μοναδικό πρόβλημα.

Για να μη νιώθετε το φριχτό φορτίο του Χρόνου

που σπάζει τους ώμους σας και σας γέρνει στη γη,

πρέπει να μεθάτε αδιάκοπα. Αλλά με τι;

Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει.

Αλλά μεθύστε.

Και αν μερικές φορές, στα σκαλιά ενός παλατιού,

στο πράσινο χορτάρι ενός χαντακιού,

μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά της κάμαράς σας,

ξυπνάτε, με το μεθύσι κιόλα ελαττωμένο ή χαμένο,

ρωτήστε τον αέρα, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,

το κάθε τι που φεύγει, το κάθε τι που βογκά,

το κάθε τι που κυλά, το κάθε τι που τραγουδά,

ρωτήστε τι ώρα είναι,

και ο αέρας, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,

θα σας απαντήσουν:

- Είναι η ώρα να μεθύσετε!

Για να μην είσαστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου,

μεθύστε, μεθύστε χωρίς διακοπή!

Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει».

Για έναν μακρινό ουρανό

Είτε έρχεσαι από τον παράδεισο είτε από την κόλαση, δεν έχει σημασία,

Ω Ομορφιά! τεράστιο, τρομακτικό, έξυπνο τέρας!

Αν το μάτι σου, το ποντίκι σου, το πόδι σου, άνοιξέ μου την πόρτα

Ενός Απειρου που αγαπώ και δεν έχω γνωρίσει ποτέ;

Από τον Σατανά ή από τον Θεό, τι σημασία έχει; Αγγελος ή Γοργόνα,

Τι σημασία έχει, αν επιστρέψεις, - νεράιδα με βελούδινα μάτια,

Ρυθμός, άρωμα, λάμψη, ω βασίλισσα μου! -

Το σύμπαν λιγότερο αποτρόπαιο και οι στιγμές λιγότερο βαριές.

Ετσι ώστε να επέλθει η Ανύψωση

Πάνω από τα τέλματα, πάνω από τις κοιλάδες

Τα όρη, τα δάση, τα σύννεφα, τις θάλασσες

Πέρα από τον ήλιο, πέρα από τους αιθέρες,

Πέρα από τα όρια των έναστρων σφαιρών,

Πέταξε πολύ μακριά από αυτά τα νοσηρά μιάσματα

Πήγαινε να εξαγνιστείς στον ανώτερο αέρα

Και πιες σαν ένα καθαρό και θεϊκό λικέρ

Την καθαρή φωτιά που γεμίζει τους κρυστάλλινους χώρους

Πίσω από τις έγνοιες και τις απέραντες θλίψεις

Που επιφορτίζουν με το βάρος τους την ομιχλώδη ύπαρξη

Ευτυχής εκείνος που μπορεί μ' ένα σφριγηλό φτερούγισμα

Να ξεπεταχτεί προς τα φωτεινά και γαλήνια πεδία

Εκείνος του οποίου οι στοχασμοί σαν κορυδαλλοί

Προς τους ουρανούς το πρωί κάνουν ένα ελεύθερο ξεπέταγμα

Που πλανάται πάνω στην ζωή και κατανοεί δίχως προσπάθεια

Την γλώσσα των λουλουδιών και των βουβών πραγμάτων!

Που έρχονται από τα άκρα του κόσμου

Οι ήλιοι που έχουν βασιλέψει

Επικαλύπτουν τους αγρούς,

Τα κανάλια, την πόλη ολόκληρη,

Με υάκινθους και χρυσάφι.

Ο κόσμος αποκοιμιέται

Μέσα σ' ένα ζεστό φως.

Εκεί τα πάντα δεν είναι παρά τάξη κι ομορφιά

Πολυτέλεια, ηρεμία και φιληδονία

Είναι αλήθεια ότι έχουμε διεφθαρμένα έθνη, (...)

Αυτά όμως δεν θα εμποδίσουν ποτέ τις αρρωστημένες ράτσες

Να αποδώσουν στην νεολαία μια βαθιά τιμή

- Στην ιερή νεολαία, στον απλό αέρα, στο απαλό μέτωπο,

Στο μάτι διαυγές και διαυγές σαν τρεχούμενο νερό,

Και που απλώνεται στα πάντα, αμέριμνος

Οπως ο γαλάζιος ουρανός, τα πουλιά και τα λουλούδια,

Τα αρώματά του, τα τραγούδια του και η γλυκιά του ζεστασιά!

Το φίδι που χορεύει

Σαν πλοίο που ξυπνάει

Με τον πρωινό άνεμο,

Η ονειρεμένη ψυχή μου σαλπάρει

Για έναν μακρινό ουρανό.

Είτε έρχεσαι από τον παράδεισο είτε από την κόλαση, δεν έχει σημασία,

Ω Ομορφιά! τεράστιο, τρομακτικό, έξυπνο τέρας!

(...) Από τον Σατανά ή από τον Θεό, τι σημασία έχει; Αγγελος ή Γοργόνα,

Τι σημασία έχει, αν επιστρέψεις, - νεράιδα με βελούδινα μάτια,

Ρυθμός, άρωμα, λάμψη, ω βασίλισσά μου! -

Το σύμπαν λιγότερο αποτρόπαιο και οι στιγμές λιγότερο βαριές;

Συμπέρασμα

Ο Baudelaire στοχεύει στο ιδανικό στην πιο τέλεια μορφή του.

Κι επιχειρεί να αντλήσει μέσω της ποίησής του το ωραίο μέσα από το κακό (εξ ου και τα άνθη του κακού) έτσι ώστε να υπερβεί την ανθρώπινη δυστυχία όπως αυτή προκύπτει από την κυρίαρχη καπιταλιστική τάξη πραγμάτων.

Και αυτό μέσα από τον δυισμό ανάμεσα στη μελαγχολία που αυτή η τάξη του καλλιεργεί και το ιδανικό στο οποίο ελπίζει.

Κλασικό παράδειγμα αυτού του δυισμού το ποίημά του

«Σε μια περαστική»

Ο εκκωφαντικός δρόμος γύρω μου ούρλιαζε.

Ψηλή λεπτή, σε μεγάλο πένθος, μεγαλειώδη πόνο,

Πέρασε μια γυναίκα, (...)

Ευκίνητη και ευγενής, με το πόδι της που μοιάζει με άγαλμα.

(...) Στο μάτι της, διαυγής ουρανός ή σπορά τυφώνα,

Η γλύκα που συναρπάζει και η ηδονή που σκοτώνει.

Μια λάμψη και μετά η νύχτα! - Φευγάτη ομορφιά

Το βλέμμα της οποίας με έκανε ξαφνικά να ξαναγεννηθώ,

Δεν θα σε βλέπω παρά μόνον την αιωνιότητα;

Αλλού, μακριά από εδώ! πολύ αργά! Ισως ποτέ!

Επειδή δεν ξέρω για πού το σκας, δεν ξέρεις πού πάω,

Ω εσύ που τόσο αγάπησα, Ω εσύ που το ήξερες!

Και στο

Τέλος από «Τα άνθη του κακού»

Ω Θάνατε, γέρο καπετάνιε, ήρθε η ώρα! ας σηκώσουμε άγκυρα!

Αυτή η χώρα μας προκαλεί ανία, Ω Θάνατε! Ας σαλπάρουμε!

Αν ο ουρανός και η θάλασσα είναι μαύρα σαν μελάνι,

Οι καρδιές μας που ξέρεις είναι γεμάτες ακτίνες!

Ρίξε μας το δηλητήριό σου για να μας παρηγορήσει!

Το θέλουμε, όσο αυτή η φωτιά καίει το μυαλό μας,

Να βουτήξεις στον πάτο της αβύσσου, Κόλαση ή Παράδεισος, τι σημασία έχει;

Βαθιά στο Αγνωστο για να βρεις κάτι νέο!


Γιώργος ΡΟΥΣΣΗΣ
Ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και συγγραφέας