Οι Οργανώσεις μπαίνουν στον χώρο συγκροτημένα με πορεία και φωνάζοντας συνθήματα: «Οι μαχητές στο Βίτσι δεν λύγισαν ποτέ - δόξα και τιμή στο ΚΚΕ». Το σύνθημα αντήχησε στα γύρω υψώματα, υπόκλιση στον ηρωισμό και τη θυσία και συνάμα υπόσχεση συνέχισης.
Τρεις επιβλητικοί μαρμάρινοι όγκοι, σκεπασμένοι με κόκκινα πανιά, δέσποζαν στον χώρο και πλαισιώνονταν από μικρότερες μαρμάρινες πλάτες με τα ονόματα των νεκρών ηρώων που τα λείψανά τους βρίσκονται θαμμένα κάτω από το χώμα που ποτίστηκε με το αίμα τους.
Σε ένα σημείο της περίφραξης είχε τοποθετηθεί έκθεση φωτογραφίας που απεικόνιζε την τοποθέτηση της πρώτης μαρμάρινης πλάκας από την Οργάνωση Περιοχής Δυτικής Μακεδονίας, το 2018, και τη σταδιακή πρόοδο των εργασιών του μνημείου μέχρι και την ολοκλήρωσή του.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με χαιρετισμό από τον Θανάση Χαστά, μέλος του Γραφείου Περιοχής Δυτικής Μακεδονίας του ΚΚΕ. «Με τη σημερινή μας εκδήλωση τιμάμε όσους έδωσαν τη ζωή τους για να ξημερώσουν καλύτερες μέρες για τον λαό μας, για να φτιάξουν έναν κόσμο στο μπόι των ονείρων και των ανθρώπων.
Τιμάμε τους νεκρούς του αγώνα, εμπνεόμαστε, συνεχίζουμε!
Το μέλλον μας είναι ο σοσιαλισμός!», είπε.
Και ευχαρίστησε για τη στήριξη και συμβολή τους στην κατασκευή του μνημείου, τον δήμαρχο Πρεσπών, Γιώργο Στεργίου, τους αντιδημάρχους, Κώστα Μανούρη και Μανώλη Δημητρόπουλο, τον πρόεδρο της Κοινότητας Κώττα, Σωτήρη Ράτσκου.
Επίσης ευχαρίστησε για τη συμβολή τους στην κατασκευή του μνημείου τον Αλέξανδρο Σολομωνίδη για την προσφορά του σε μάρμαρα και άλλα σχετικά υλικά, τους Μπόρστε Ποστολίτσιν και Θόδωρο Κίσκα για τις εργασίες που πραγματοποίησαν και τους κατοίκους του Κώττα, που από την πρώτη στιγμή αγκάλιασαν αυτήν την προσπάθεια και με κάθε μέσο συνέβαλαν στην κατασκευή του μνημείου.
Ειδική επισήμανση έκανε και στον Κώστα Σταμπολίδη, τον σύντροφο που από την πρώτη στιγμή πήρε πάνω του όλο το έργο. Από τη σήμανση του χώρου, την πρώτη περίφραξη και μετά την εξασφάλιση όλων εκείνων των «λεπτομερειών» που οδήγησαν τελικά σ' αυτό το αποτέλεσμα.
Νωρίτερα στην ομιλία του, ο Θεοδόσης Κωνσταντινίδης, στέλεχος του Κόμματος και μέλος της Επιτροπής Μνημείων και Μουσείων της ΚΕ, αναφέρθηκε στον τρίχρονο αγώνα του ΔΣΕ, τονίζοντας ότι «υπήρξε δίκαιος, ηρωικός, μεγαλειώδης και αναγκαίος. Εξέφραζε τα συμφέροντα της συντριπτικής πλειονότητας του πληθυσμού ενάντια στα συμφέροντα των εκμεταλλευτών και καταπιεστών της.
Η αστική κρατική εξουσία γνώρισε τότε τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξή της. Ο αγώνας του ΔΣΕ αποτελεί αναμφισβήτητα την κορυφαία εκδήλωση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα.
Ο ΔΣΕ αναμετρήθηκε με την εγχώρια αστική τάξη, με το σύνολο των πολιτικών της δυνάμεων και με τις συμμαχικές τους δυνάμεις, τα καπιταλιστικά κράτη της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ. Δίχως τη στρατιωτική, οικονομική και πολιτική βοήθεια των τελευταίων, η αστική τάξη στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να νικήσει».
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στα γεγονότα το καλοκαίρι του 1949. «Ο κυριότερος όγκος των δυνάμεων του ΔΣΕ συμπτύχθηκε στα ορεινά συγκροτήματα της βόρειας Ελλάδας, στον Γράμμο και το Βίτσι.
Η πρώτη φάση του σχεδίου ξετυλίγεται στον Γράμμο, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα, και από τις 10 Αυγούστου ο κυβερνητικός στρατός εξαπολύει την επίθεσή του με 60.000 άντρες στο πολύπαθο Βίτσι, το οποίο υπερασπίζονταν 8.000 μαχητές και μαχήτριες περίπου. Σκοπός των κυβερνητικών, όπως πάντα, η περικύκλωση και η εξόντωση των δυνάμεων του ΔΣΕ.
Στις 16 Αυγούστου οι δυνάμεις του ΔΣΕ υποχωρούν συντεταγμένα, απαγκιστρώνονται από το Βίτσι και ελίσσονται μέσα από τη χερσόνησο του Πυξού, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος, μεγάλος αριθμός μαχητών φτάνει στον Γράμμο, όπου έδωσαν την τελευταία μάχη.
Δεδομένης της υπεροχής δυνάμεων του αντίπαλου στρατοπέδου, ήταν κατόρθωμα ότι οι δυνάμεις του ΔΣΕ δεν περικυκλώθηκαν στην περιοχή αυτή. Για άλλη μια φορά τα κυβερνητικά σχέδια για εγκλωβισμό των δυνάμεων του ΔΣΕ απέτυχαν».
«Μαζί με τους μαχητές και τις μαχήτριες ακολουθούν και οι κομματικές και πολιτικές οργανώσεις. Τα χωριά αδειάζουν και μαύρο σκοτάδι καταπλακώνει την περιοχή. Οι νεκροί μαχητές από τα γύρω υψώματα του Κώττα συγκεντρώνονται και ένας αριθμός από αυτούς παραχώνεται στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, έξω από τον αυλόγυρο της εκκλησίας. Από έρευνα που κάναμε διαπιστώθηκε ότι στα γύρω βουνά πέσανε πάνω από 300 μαχητές και μαχήτριες, τα ονόματα των οποίων αναγράφονται στα μαρμάρινα επιστήλια που έχουμε τοποθετήσει στον χώρο του μνημείου.
Την πρώτη έκπληξη διαδέχεται άλλη. Το χωράφι είναι χωρισμένο απ' το νεκροταφείο με ένα συρματόπλεγμα. Απ' τη μια μεριά οι ευλογημένοι από την εκκλησία νεκροί. Κι απέξω ένας ομαδικός τάφος μαχητών του ΔΣΕ, χωρίς τίποτα να δηλώνει την ύπαρξή του. Για χρόνια ήταν ένα "ξέφραγο αμπέλι". Μέχρι που τα γελάδια, καθώς περπατούσαν και ξαναπερπατούσαν στη γη, άρχισαν να ξεθάβουν τα κόκαλα. Κι έτσι χτίστηκε μια μικρή μάντρα να εμποδίζει τα ζώα να μπούνε μέσα. Κι αφέθηκε το θέμα να ξεχαστεί.
Ε, δεν θα ξεχαστεί! Δηλώσαμε τότε και το υπογραμμίσαμε στον ιστορικό ταξιδιωτικό οδηγό για το Βίτσι που εκδόθηκε από τη "Σύγχρονη Εποχή" το 2018. Κρατήσαμε τον λόγο μας και είμαστε εδώ να τιμήσουμε τους σταυραετούς του ΔΣΕ. Ως ελάχιστο φόρο τιμής στη θυσία τους, τοποθετήσαμε το εμβληματικό αυτό μνημείο που αναπαριστά το μεγαλείο του αγώνα τους».
Ενώ κλείνοντας την ομιλία του τόνισε: «Συνεχίζουμε, σύντροφοι και συντρόφισσες. Οπως έκανε το Κόμμα και ο λαός μας εκείνη την περίοδο που δεν ήταν όλα δεδομένα, ούτε βέβαια εύκολα.
Ο αρνητικός συσχετισμός ήταν καθοριστικός, αλλά δεν μας εμπόδισε να αναμετρηθούμε και να διεκδικήσουμε την τελική νίκη, να παλέψουμε για να αλλάξει ο συσχετισμός των δυνάμεων. Αλλωστε το δίλημμα ήταν φοβερό, την υποταγή ή τα όπλα! Φυσικά διαλέξαμε τα όπλα. Ετσι κι αλλιώς η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Οπως είναι πάντα όταν κρίνεται το ζήτημα της ταξικής εξουσίας.
Κρατάμε το νήμα που μας δένει σφιχτά με τη θυσία τους και προχωράμε. Προχωράμε μέχρι το τέλος που δεν μπορεί να είναι άλλο από την κατάργηση του συστήματος της εκμετάλλευσης και η οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης, της ευημερίας, μιας κοινωνίας κομμουνιστικής».