2024 The Associated Press. All |
Με τους Ρεπουμπλικάνους να έχουν εξασφαλίσει - πέρα από τη νίκη στις προεδρικές εκλογές - και την πλειοψηφία στη Γερουσία (όπου θα έχουν τουλάχιστον 52 από τις 100 έδρες του Σώματος), το ενδιαφέρον εστιάζεται στην ολοκλήρωση της καταμέτρησης των ψήφων για τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Μέχρι στιγμής οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν εξασφαλίσει 210 από τις 435 έδρες του Σώματος, έναντι 195 εδρών που έχουν κερδίσει οι Δημοκρατικοί, ενώ για την πλειοψηφία στο Σώμα απαιτούνται 218 βουλευτές. Οι Ρεπουμπλικάνοι φαίνεται ότι μπορεί να διατηρήσουν ή και να ενισχύσουν την ισχνή πλειοψηφία τους στο Σώμα, καθώς ήδη μετρούν 6 κερδισμένες έδρες από τους Δημοκρατικούς, έναντι 3 απωλειών.
Σε ό,τι αφορά τις προεδρικές εκλογές, στο μεταξύ, ήδη μέχρι χθες το βράδυ ο Τραμπ είχε συγκεντρώσει 295 εκλέκτορες (αρκετούς περισσότερους από τους 270 που χρειαζόταν για την εκλογή του), έναντι 226 της υποψήφιας των Δημοκρατικών, Κάμαλα Χάρις.
Σημειώνεται μάλιστα ότι κέρδισε στις 5 από τις 7 αμφίρροπες Πολιτείες (swing states), ενώ προηγείται και στις άλλες δύο (Νεβάδα και Αριζόνα) όπου συνεχίζεται η καταμέτρηση και ακόμα δεν έχει ανακηρυχθεί νικητής.
Σύμφωνα με εκπροσώπους από το προεκλογικό επιτελείο του, ο Τραμπ θα αρχίσει μέσα στις επόμενες μέρες να επιλέγει τα κατάλληλα στελέχη της νέας κυβέρνησης.
Μεταξύ των ονομάτων που ακούγονται ως πιθανοί αξιωματούχοι και υπουργοί της νέας κυβέρνησης είναι η ανώτερη, στενή πολιτική σύμβουλος του Τραμπ, Σούζι Γουάιλς, η οποία λέγεται ότι θα αναλάβει τη θέση του προσωπάρχη στον Λευκό Οίκο, ο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι, που αναμένεται να αναλάβει θέση σχετική με τον τομέα Υγείας, ο Μάικ Πομπέο πιθανώς θα αναλάβει το υπουργείο Αμυνας, ο δισεκατομμυριούχος Ιλον Μασκ θεωρείται πιθανό να αναλάβει θέση ειδικού συμβούλου στον Λευκό Οίκο κ.ά.
Στο στρατόπεδο των ηττημένων Δημοκρατικών, ο απερχόμενος Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν προχώρησε χθες σε διάγγελμα, υποστηρίζοντας ότι είναι «άξιος εμπιστοσύνης» ο θεσμός της διεξαγωγής εκλογών στις ΗΠΑ και ότι αποδείχθηκε σε αυτές τις εκλογές «η ακεραιότητα του αμερικανικού εκλογικού συστήματος» - αναφορά που γίνεται σε αντιδιαστολή με τις καταγγελίες της πλευράς Τραμπ για νοθεία στις προεδρικές εκλογές του 2020, όταν ο Μπάιντεν είχε επικρατήσει έναντι του τωρινού νικητή των εκλογών.
«Είναι τίμιο, δίκαιο και διαφανές. Μπορείς να το εμπιστευτείς, είτε χάσεις είτε κερδίσεις», ανέφερε για το εκλογικό σύστημα ο Μπάιντεν. Σε άλλο σημείο είπε ότι θα διασφαλίσει την «ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας», επειδή «αποδεχόμαστε την επιλογή που κάνει η χώρα».«Δεν μπορείς να αγαπάς τη χώρα σου μόνο όταν κερδίζεις», σχολίασε.
Απευθυνόμενος δε στους ψηφοφόρους των Δημοκρατικών, είπε ότι «χάσαμε αυτήν τη μάχη, η Αμερική των ονείρων σας σας καλεί να ξανασηκωθείτε».
Νωρίτερα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα της Τετάρτης ώρα Ελλάδας, η Χάρις αναγνώρισε την ήττα της και συνεχάρη δημοσίως τον αντίπαλό της.
«Ενώ παραδέχομαι την εκλογική ήττα, δεν παραιτούμαι από τον αγώνα που ενέπνευσε αυτήν την εκστρατεία», δήλωσε μιλώντας στο Πανεπιστήμιο Χάουαρντ της Ουάσιγκτον. Διαβεβαίωσε τους υποστηρικτές της ότι θα παραμείνει «σταθερή» στη δέσμευση να αγωνιστεί «για την ελευθερία, τις ευκαιρίες, για δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια», για να κλείσει λέγοντας πως «ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι αισθάνονται πως εισερχόμαστε σε μια σκοτεινή εποχή, αλλά για το καλό όλων μας ελπίζω ότι αυτό δεν ισχύει».
Στο μεταξύ ο «ανεξάρτητος» γερουσιαστής Μπ. Σάντερς, συνεργαζόμενος με τους Δημοκρατικούς και πρώην υποψήφιος για το χρίσμα τους σε προεδρικές εκλογές, ο οποίος επανεξελέγη στη Γερουσία για τέταρτη φορά, άσκησε κριτική στους Δημοκρατικούς και στην Χάρις, τονίζοντας ότι έχασαν στις εκλογές επειδή «ξέχασαν» την εργατική τάξη. Ανέφερε πως το 60% των Αμερικανών ίσα ίσα τα βγάζουν πέρα από μηνιάτικο σε μηνιάτικο, «με την ανισότητα του πλούτου να είναι μεγαλύτερη από ποτέ». «Η Αμερική είναι η μόνη πλούσια χώρα που δεν εγγυάται την περίθαλψη για όλους ως ανθρώπινο δικαίωμα... Ενώ η ηγεσία των Δημοκρατικών υπερασπίζεται το κατεστημένο, ο αμερικανικός λαός είναι θυμωμένος και απαιτεί αλλαγή», πρόσθεσε ο Σάντερς.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι δεν έχουν «ξεχάσει» την εργατική τάξη, αλλά επιτίθενται συστηματικά εναντίον της για να διασφαλίσουν τα συμφέροντα των αμερικανικών μονοπωλίων, ενώ η κοινωνική ανισότητα και η καταπάτηση των λαϊκών δικαιωμάτων είναι στο DNA του καπιταλισμού σε όλο τον κόσμο και φυσικά και στη «μητρόπολή» του, τις ΗΠΑ.