Το Τμήμα Υγείας - Πρόνοιας της ΚΕ του ΚΚΕ σχολιάζει το νομοσχέδιο που συζητιέται στη Βουλή
Πρόκειται για μια ακόμα επιμέρους εξειδίκευση των μέτρων που προέβλεπε ο νόμος που ψήφισε η κυβέρνηση της ΝΔ πριν από δύο χρόνια για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) και που είχε στο επίκεντρο την καθιέρωση του «προσωπικού γιατρού». Η «αναμόρφωση του θεσμού του προσωπικού ιατρού» στο νέο νομοσχέδιο κυρίως αφορά την ένταξη στον θεσμό των ανειδίκευτων πτυχιούχων των ιατρικών σχολών ή αυτών που θέλουν να αποκτήσουν τον τίτλο κάποιας ειδικότητας. Με αυτήν τη στόχευση, η κυβέρνηση της ΝΔ «βαφτίζει» τις παλιές θέσεις της «υπηρεσίας υπαίθρου» (του αγροτικού γιατρού δηλαδή) σε θέσεις «προσωπικού γιατρού», όπου αυτοί οι γιατροί με μια ταχύρρυθμη εκπαίδευση για έναν μήνα θα αναλαμβάνουν να επιτελούν αυτόν τον ρόλο.
Αυτό το μέτρο αντιστοιχεί σε υπηρεσίες του επιπέδου «ό,τι να 'ναι» και «απ' όπου να 'ναι», αρκεί το «κόστος» να είναι εντός των αντιλαϊκών δημοσιονομικών στόχων. Με άλλα λόγια, η προσπάθεια για ανεύρεση γιατρών που θα παίξουν τον ρόλο του προσωπικού γιατρού αποτελεί κομβικό στοιχείο για να υλοποιηθεί το σχέδιο περικοπής των δαπανών.
Εντάσσεται στις ρυθμίσεις που έχουν ως «ένα το κρατούμενο» τη σχεδόν ανύπαρκτη δημόσια ΠΦΥ, με τις τεράστιες ελλείψεις σε γιατρούς, νοσηλευτές και άλλους υγειονομικούς, την παντελή έλλειψη βασικών ειδικοτήτων σε αρκετές περιοχές της χώρας και σχεδόν ανύπαρκτο τεχνολογικό εξοπλισμό. Κατάσταση που οδηγεί σε αδυναμία παροχής ακόμα και στοιχειωδών υπηρεσιών στις λαϊκές οικογένειες, που δεν την αντιμετωπίζει με την ανάπτυξη υποδομών, με μαζικές προσλήψεις υγειονομικών για τη στελέχωσή τους, με τον αναγκαίο εξοπλισμό τους, για να υπάρχει πλήρης κάλυψη όλες τις ώρες της μέρας και όλο τον χρόνο σε υπηρεσίες πρόληψης, θεραπείας και αποκατάστασης. Αντίθετα ρυθμίζει τον θεσμό του «προσωπικού γιατρού» με τον οποίο πρέπει να συνδεθούν όλοι, ψάχνοντας από ένα συνονθύλευμα «σημείων ΠΦΥ» από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (ΚΥ - ΤοΜΥ - ιδιώτες κ.λπ.), υπονομεύοντας τον ενιαίο και επιτελικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει το σύστημα Υγείας και με περιορισμό σε στοιχειώδεις, ελάχιστες και ανεπαρκείς υπηρεσίες πλήρως αναντίστοιχες με τις λαϊκές ανάγκες και τις σημερινές δυνατότητες ικανοποίησής τους.
Η ανάθεση του ρόλου «του προσωπικού γιατρού» σε απόφοιτους ή ειδικευόμενους γιατρούς εκ των πραγμάτων σηματοδοτεί περιορισμένη δυνατότητα παροχής υπηρεσιών.
Με βάση τον αριθμό και τη σύνθεση των ΚΥ, των ΤοΜΥ, αλλά και της αξιοποίησης των ιδιωτών, μόνο σαν αστείο ακούγεται ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι θα παρέχουν υπηρεσίες πρόληψης, προαγωγής της υγείας στην οικογένεια, στα σχολεία, στους χώρους δουλειάς, στους χρόνιους πάσχοντες, την προγραμματισμένη φροντίδα ενηλίκων και παιδιών, κατ' οίκον νοσηλεία, εκτίμηση ψυχικών νόσων, αντιμετώπιση οξέων προβλημάτων υγείας, καταγραφή επιδημιολογικών στοιχείων και πολλά άλλα.
Σε αυτές τις συνθήκες προκαλούνται πολλά ερωτήματα για την πρακτική συμβολή των 7 «Πανεπιστημιακών Κέντρων Υγείας» που προβλέπει το νομοσχέδιο στην ΠΦΥ του λαού. Πώς μπορούν οι μελέτες, οι έρευνες και η όποια εκπαίδευση να έχουν πεδίο εφαρμογής σε ένα σχεδόν ανύπαρκτο οργανωμένο και ανεπτυγμένο σύστημα ΠΦΥ;
Ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού μπορεί να λειτουργήσει ουσιαστικά υπέρ της υγείας του λαού όταν αποτελεί τον βασικό πυρήνα του αναπτυγμένου, στελεχωμένου και εξοπλισμένου κρατικού συστήματος ΠΦΥ, που θα έχει ως κριτήριο την έγκαιρη, ασφαλή και αποτελεσματική αντιμετώπιση των λαϊκών αναγκών στην Υγεία, απολύτως δωρεάν σε όλα τα επίπεδα του κρατικού συστήματος Υγείας. Από τη στιγμή που συνδέεται με όρους περιορισμού του «κόστους» των ασθενών, χάνει το αναγκαίο και χρήσιμο περιεχόμενο που έχει.
Στο νομοσχέδιο προβλέπεται επίσης οικονομικό κίνητρο για την επιλογή της ειδικότητας της Παθολογίας και της Γενικής Ιατρικής με τις γνωστές ανακοινώσεις του υπουργού Υγείας - και όχι μόνο - για την έλλειψη γιατρών αυτών των ειδικοτήτων. Απλά να θυμίσουμε ότι το σύνολο των αστικών κομμάτων, πλειοψηφίες σε ιατρικούς συλλόγους και μελετητές του είδους ανάλογα την περίοδο προωθούσαν εναλλάξ την αντίληψη του «πληθωρισμού των γιατρών» και την «έλλειψη των γιατρών». Στην πρώτη περίπτωση, όταν σχεδιαζόταν η αποψίλωση των δημόσιων μονάδων Υγείας από γιατρούς για να μειωθεί το λειτουργικό τους «κόστος», όπου είχαμε και το φαινόμενο όπως του Ιατρικού Συλλόγου Αθήνας που ως dealer διοργάνωνε συναντήσεις των γιατρών με πρεσβείες για τις λεπτομέρειες της μετανάστευσής τους, και στη δεύτερη περίπτωση για να δικαιολογηθεί το πάγωμα των προσλήψεων διότι δεν «υπάρχουν γιατροί».
Τα στοιχεία όμως που υπάρχουν δεν επιβεβαιώνουν γενικά την έλλειψη παθολόγων και γενικών γιατρών, αλλά την έλλειψή τους σε αριθμό από τις δημόσιες μονάδες Υγείας. Ενα μεγάλο μέρος των γιατρών είναι στον ιδιωτικό τομέα, στις μεγάλες επιχειρηματικές μονάδες της Υγείας και ένα άλλο ταυτόχρονα ή και κυρίως αυτοτελώς αποτελεί την κατηγορία των αυτοαπασχολούμενων γιατρών.
Συγκεκριμένα, και σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι γιατροί με την ειδικότητα της Παθολογίας και της Γενικής Ιατρικής το 2019 ήταν σε πανελλαδικό επίπεδο 4.604 και 3.232 αντίστοιχα. Δηλαδή σε γενικές γραμμές αντιστοιχεί 1 παθολόγος για κάθε 1.954 ενήλικες ή 1 γενικός γιατρός για κάθε 2.784 ενήλικες, σύμφωνα με την απογραφή του 2021.
Το βασικό πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι γενικά η έλλειψη των γιατρών, αλλά η άναρχη κατανομή τους ανάμεσα στις δημόσιες μονάδες Υγείας, στις ιδιωτικές επιχειρήσεις της Υγείας και κυρίως στην αυτοαπασχόληση, φαινόμενο που αναπαράγεται και επιδεινώνεται στο έδαφος της εμπορευματοποίησης των εργασιών στην Υγεία και της επιχειρηματικής δράσης. Στο έδαφος της καπιταλιστικής οικονομίας και ανάπτυξης δεν μπορεί να υπάρξει κεντρικός σχεδιασμός της εκπαίδευσης και της κατανομής του υγειονομικού προσωπικού, γιατί ο σκοπός της ανάπτυξης δεν είναι η ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.
Αυτό απαιτεί άλλη οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας, απαιτεί αποκλειστικά κρατικό σύστημα Υγείας, όπου το λαϊκό κράτος θα μπορεί να εξασφαλίζει όλα τα δικαιώματα και ανάγκες των εργαζόμενων υγειονομικών και του λαού, αφού αυτοί θα τις καθορίζουν, θα τις υλοποιούν και θα τις ελέγχουν.
Στο ζήτημα των λεγόμενων «άγονων διαγωνισμών» για την πρόσληψη προσωπικού η κυβέρνηση - όπως και όλες οι προηγούμενες - έχουν διαμορφώσει όρους απόρριψης και όχι όρους προσέλκυσης των γιατρών σε αρκετές περιοχές. Ενδεικτικά είναι το επίπεδο αμοιβών, οι απαράδεκτοι όροι δουλειάς (πολυεφημέρευση, υποστελέχωση, έλλειψη εξοπλισμού), η δυσκολία στην αναγκαία εκπαίδευση και μετεκπαίδευση, επιδείνωση της ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών κ.λπ.). Οσο όλα αυτά δεν βελτιώνονται ουσιαστικά, οι κατά καιρούς διαγωνισμοί αξιοποιούνται από την εκάστοτε κυβέρνηση για να μετατοπίζει τις δικές της ευθύνες στους ίδιους τους γιατρούς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ζήτημα του επιδόματος για την «προσέλκυση» στις ειδικότητες της Παθολογίας και της Γενικής Ιατρικής. Το επίδομα αυτό (περίπου 350 ευρώ ανά μήνα) δεν αλλάζει τους όρους επιδείνωσης των μισθολογικών, εργασιακών, επιστημονικών, κοινωνικών αναγκών των γιατρών, όπου μετά την απόκτηση της ειδικότητας καταργείται η παροχή του. Επιπλέον, σε όσους δεν πάρουν την ειδικότητα εντός ενός χρόνου από την ολοκλήρωση του χρόνου εκπαίδευσης, υποχρεώνονται να επιστρέψουν τα ποσά που έχουν πάρει.
Για άλλη μία φορά προβάλλει η αναγκαιότητα των διεκδικήσεων για κατάργηση των μνημονιακών νόμων περικοπής των μισθών, να καταβάλλονται ο 13ος και 14ος μισθός και να εξασφαλίζεται με κρατική δαπάνη π.χ. η ανάγκη στέγασης και μια σειρά αιτήματα που έχει διατυπώσει το ΚΚΕ και το υγειονομικό κίνημα.
Επί της αρχής το ΚΚΕ θα καταψηφίσει το νομοσχέδιο, αφού αυτό προβλέπει ρυθμίσεις που η κατεύθυνσή τους είναι η παραπέρα αποδόμηση και σμπαράλιασμα της ΠΦΥ και όχι η ενίσχυσή της. Το αστικό κράτος σταδιακά και συστηματικά, με τα εκάστοτε μέτρα όλων των κυβερνήσεων, επιδιώκει να αντιστοιχίσει τις λαϊκές ανάγκες στα περιορισμένα όρια των δημοσιονομικών στόχων, των περικοπών στην κρατική χρηματοδότηση, που έχουν ως αποτέλεσμα τις τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό, υποδομές και τεχνολογία. Πρόκειται για πολιτική που θέτει ως κριτήριο «τι χωράει» όσον αφορά τις λαϊκές ανάγκες στην ανάπτυξη που έχει ως προτεραιότητα τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων, την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία, τη συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης μέσω και του περιορισμού της κρατικής χρηματοδότησης των κοινωνικών αναγκών.
Αυτή είναι και η αιτία που βρίσκεται όλο και σε μεγαλύτερη διάσταση η σημερινή δυνατότητα της επιστήμης, της τεχνολογίας, της παραγωγικότητας και ο βαθμός αξιοποίησής τους από τον λαό.
Αυτό είναι και το αντικειμενικό στοιχείο που ενοποιεί την αντιλαϊκή κατεύθυνση των μέτρων όλων των κυβερνήσεων, που η επόμενη «έχτιζε» πάνω στα μέτρα της προηγούμενης.