Με αφορμή τη δολοφονία του Χρ. Μαλτέζου, Γραμματέα της ΟΚΝΕ, τέτοιες μέρες το 1938
Μορφές αγωνιστών που και η εφημερίδα συμβάλλει να μένουν ανεξίτηλες στο σήμερα, να αποτελούν πηγή διαπαιδαγώγησης για τις νέες γενιές κομμουνιστών, εφαλτήρια έμπνευσης και δράσης.
Ανάμεσα σε αυτές τις μορφές ξεχωρίζει και αυτή του Χρήστου Μαλτέζου, Γραμματέα της ΟΚΝΕ (Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας), ο οποίος στις 22 Νοέμβρη 1938 δολοφονήθηκε, σε ηλικία 30 χρόνων, από τη μεταξική δικτατορία με άγρια βασανιστήρια στις φυλακές της Κέρκυρας.
Ο «Ριζοσπάστης», που εκείνη την περίοδο κυκλοφορούσε στη βαθιά παρανομία, κάτω από αντίξοες συνθήκες, στο φύλλο στις 2 Φλεβάρη 1939 αναγγέλλει στο πρωτοσέλιδό του τη δολοφονία.
«ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ Ο σ. ΜΑΛΤΕΖΟΣ», ήταν ο τίτλος και από κάτω αναφέρονταν τα εξής:
«Στις φυλακές Κέρκυρας δολοφονήθηκε ο ηρωικός λαϊκός αγωνιστής των νέων συντρ. Χρήστος Μαλτέζος. Ο σ. Μαλτέζος κατάγετο από τα Μέθανα, ήταν παιδί φτωχής αγροτικής οικογένειας, απ' τα φοιτητικά του χρόνια μπήκε στην Κ.Ν., αγωνίστηκε θαρραλέα για τα ζητήματα της σπουδάζουσας και εργαζόμενης νεολαίας. Για την επαναστ. δράση του αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο, βασανίστηκε, φυλακίστηκε και εξορίστηκε πολλές φορές.
Απ' το 1931 ήταν μέλος της ΚΕ της ΟΚΝΕ. Το Κόμμα και η ΚΕ της ΟΚΝΕ εχτιμώντας την δράση και την αυτοθυσία του για την λαϊκή υπόθεση, τον Αύγουστο του 1937 τον έβγαλαν γραμματέα της Ομοσπονδίας Κομ. Νεολαιών. Πιάστηκε τον Απρίλη του 1938 και βασανίστηκε απάνθρωπα, δικάστηκε 4 1/2 χρόνια φυλακή και στάλθηκε στην Κέρκυρα. Εκεί συνεχίστηκαν τα βασανιστήρια με καυτό λάδι, παρ' όλα αυτά αρνήθηκε να υπογράψη ατιμωτική δήλωση γι' αυτό τον σκότωσαν οι γενίτσαροι της δικτατορίας.
Ο Χρ. Μαλτέζος πριν αναλάβει Γραμματέας της ΟΚΝΕ, μεταξύ άλλων, ήταν υπεύθυνος για την έκδοση της εφημερίδας της, «ΝΕΟΛΑΙΑ». Εκεί, στα γραφεία της εφημερίδας, συλλαμβάνεται για πρώτη φορά το 1934 και κρατείται στην Ασφάλεια για 3 μέρες. Την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, πιάστηκε κατά το σημαντικό πλήγμα της Ασφάλειας από τις 16 Απρίλη μέχρι αρχές Μάη του 1938, οπότε συνελήφθησαν 71 μέλη και στελέχη του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ.
Οδηγήθηκε στην τότε έδρα της Ειδικής Ασφάλειας (3ης Σεπτεμβρίου και Δεριγνί), όπου και βασανίστηκε για 35 μέρες χωρίς να αποκαλύψει οτιδήποτε στους βασανιστές. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις φυλακές Κέρκυρας στην Ακτίνα Θ΄, όπου κρατούνταν δεκάδες ακόμη στελέχη του ΚΚΕ, ανάμεσά τους και ο Γραμματέας του, Νίκος Ζαχαριάδης.
Για τα βασανιστήρια που υπέστη ακλόνητος στις φυλακές της Κέρκυρας, αναδημοσιεύουμε απόσπασμα από κείμενο του Κώστα Μπόση που φιλοξενήθηκε σε σχετικό αφιέρωμα του «Ριζοσπάστη» στις 14/5/1978, «Μορφές Αγωνιστών». Ολόκληρο το κείμενο δημοσιεύτηκε το 1967 σε αντίστοιχο αφιέρωμα του περιοδικού «ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ».
ΑΚΤΙΝΑ Θ΄, ακτίνα της σιωπής. Το κάθε κελί - δυο δρασκελιές και κάτι μάκρος, μια και λιγάκι πλάτος. Τα παραθυράκια κατά το διάδρομο είναι κλειστά με σανίδι έτσι που να μην μπορείς ν' αλλάξεις μια φιλική ματιά, ένα ζεστό χαμόγελο, ένα νόημα με κάποιο σύντροφο που θα τύχει να περάσει. Πρέπει να πιστέψεις πως έχεις κόψει κάθε δεσμό με τον κόσμο, πως εδώ είναι ο τάφος σου, πως είσαι ξεγραμμένος πια. Αλλιώς ο Μανιαδάκης δεν έχει πολλές ελπίδες να λυγίσεις (...)
Σ' αυτή την Ακτίνα, σ' ένα τέτιο κελί, έκανε ο Χρήστος Μαλτέζος το φθινόπωρο του 1938 τον τελευταίο γύρο της ζωής του, δίνοντας τη μάχη της υπέρτατης θυσίας.
Πέρασαν κάμποσες πόρτες σιδερένιες κι άνοιξαν το κελί. Τον έριξαν μέσα με μια βάναυση σπρωξιά, κι ο Βασιλάτος διάταξε: - Δε θα καθήσεις καταγής... Αυτό είναι το πρώτο «σωφρονιστικό» μέτρο και αν το παραβείς, θα το μετανιώσεις.
Ακούμπησε τις πλάτες στον τοίχο και παιδεύεται να κρατηθεί ορθός (...)
Πάλαιψε κάμποσο κι ύστερα, έτσι όπως ήταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, χωρίς καθόλου να το καταλάβει, έκατσε σιγά απαλά στη γωνιά, έγειρε το κεφάλι στον ώμο κι αποκοιμήθηκε.
Πόσο βάσταξε ο ύπνος; Ενα λεφτό; Μια ώρα; Περισσότερο; Λιγότερο; Ποιος ξέρει; Ανοιξε η πόρτα αθόρυβα, για να μην ξυπνήσει παράωρα κι έριξαν καταγής με πάταγο έναν τενεκέ νερό. Τινάχτηκε απότομα, έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί, έπεσε, και, τέλος, με κόπο κατάφερε να σταθεί ξανά στα πόδια του. Το βράδυ έριξαν κι έναν τενεκέ ακόμα για να μη στεγνώσει το τσιμέντο. Κυλούν οι ώρες αργά, βασανιστικά, λες κι η κάθε μια είναι ολόκληρος αιώνας. Μα κι αν ήταν δυνατό να δόσεις μια σπρωξιά να γίνει πιο γρήγορα της γης το σβούρισμα, καμιά ελπίδα δεν έχεις. Πάλι νερό θα ρίξουν κάτω. Πονάει, τρέμει το κορμί και πιο πολύ νυστάζει. Πότε πότε, μες στην ήσυχη θερμή νύχτα, ακούγεται, σαν από μακρυά, απ' τη μια σκοπιά στην άλλη: «Φύλακες! Γρηγορείτε!». Φυλάνε άγρυπνα μη δραπετεύσουν οι «εγκληματίες», μην πάνε έξω στο λαό, μην παλαίψουν και λείψουν η φτώχια, τα μίση, οι πόλεμοι, και ρθει πιο γρήγορα στη γης η αγάπη, η ευτυχία, η ειρήνη. Αντεξε ως τα μεσάνυχτα περίπου. Ξύπνησε το πρωί κοκκαλωμένος, παγωμένος. Η μια πάντα, απ' τα γόνατα ως τον ώμο, είναι ολότελα πιασμένη. Σηκώνεται με κόπο και ζυγώνει στο φεγγίτη (...)
Κάπου, πίσω απ' τους τοίχους της φυλακής, ακούστηκε μια χαρούμενη παιδική φωνή. Σκίρτησε η καρδιά του και πέταξε ο νους του μακριά στην μικρή πατρίδα του, στα παιδικά του χρόνια. Κι από κει, για να περνάει η ώρα και για να ξεχνάει, για να έχει συντροφιά στη μοναξιά, παίρνει τον τραχύ δρόμο της σύντομης ζωής του (...)
Η νιότη δεν φοβάται δυσκολίες, κι ο Χρήστος, χωρίς κανένα δισταγμό και φόβο, πήρε τη στράτα, με το ντορβά στην πλάτη γεμάτο όνειρα και σχέδια. Θα δούλευε - μπράτσα είχε, δουλιά θα έβρισκε - και θα σπούδαζε μαζί. Θα γινόταν δικηγόρος, θα γινόταν «άνθρωπος», όπως έλεγε η μανούλα του... Μα η τέτια κοινωνία φοβάται τα όνειρα και τα σχέδια, την παλληκαριά και την ορμή της νιότης και πάει να τα συντρίψει μ' όλα τα μέσα. Αρχισαν οι δυσκολίες, η μια πάνω στην άλλη. Αρχισε ο αγώνας, κάθε μέρα και σκληρότερος: για δουλιά, για ψωμί, για δίδαχτρα, για βιβλία, για ελευθερίες... Ορθώθηκε - ολόγυμνη, χωρίς κανένα στολίδι η ζωή: πάλη ανελέητη ποιος θα βάλει τον άλλο κάτω. Ωστόσο, τα φτερά του Μαλτέζου δεν έσπασαν. Μέσα στις μπόρες πιο πολύ δυνάμωσαν. Ανοιξαν τα σύνορα του νου και της καρδιάς του και τα όνειρα, και τα σχέδια, που κουβαλούσε στον ντορβά απ' τη μικρή πατρίδα, πλάτυναν κι αγκάλιασαν το Πανεπιστήμιο, το χωριό του, όλη την Ελλάδα κι όλον τον κόσμο. Ετσι πήρε το Μεγάλο Δρόμο και στα 1925 έγινε μέλος της ΟΚΝΕ (...)
Το χέρι του Μαλτέζου, όχι μόνο στις αναλαμπές, μα και στις φουρτούνες, δεν έτρεμε (...) Τότε, τον Οχτώβρη του 1937, όταν τα ξερονήσια κι οι φυλακές γέμισαν από λαϊκούς αγωνιστές και κάμποσοι λύγισαν, στις πιο δύσκολες στιγμές του κινήματος, το Κόμμα πρότεινε στο Μαλτέζο να αναλάβει Γραμματέας της ΟΚΝΕ. Και κείνος, όπως πάντα, χωρίς καθόλου να διστάσει, πήρε το τιμόνι στα χέρια του...
Και τώρα; στέκει εκεί κάτω απ' το φεγγίτη, σ' ένα κελί της Ακτίνας Θ΄, κοιτάζει τη στενή λωρίδα του γαλάζιου ουρανού, συλλογιέται το δρόμο της ζωής του και - όπως είπε κάποιος - αν ήταν ν' αρχίσει απ' την αρχή, πάλι τον ίδιο δρόμο θα έπαιρνε.
ΑΝΟΙΞΕ η πόρτα του κελιού και μπήκε ο Βασιλάτος.
- Πώς κοιμηθήκατε κ. Μαλτέζο; ρώτηξε ειρωνικά.
Ο Μαλτέζος δεν απάντησε κι εκείνος συνέχισε:
- Αυτά ήταν αψιμαχίες. Γρήγορα θ' αρχίσουν και οι μεγάλες μάχες. Από δω - βάλτο καλά στο μυαλό σου - βγαίνουν μόνο «ανανύψαντες» ή πεθαμένοι. Ζωντανός... ούτε ένας (...) Και, απλώνοντας ένα χαρτί, συμπλήρωσε: - Βάλε μια υπογραφή κι άντε στο καλό σου.
Μ' ένα τόνο απλό, σεμνό και σταθερό - τέτιος ήταν ο χαρακτήρας του, τέτια ήταν κι όλη η ζωή του - απάντησε: - Αδικα παιδεύεστε.
Τον έδειραν με συρματένιο βούρδουλα, κι απάνω στις ματωμένες ανοιχτές πληγές έριξαν καυτό τσιγαρισμένο λάδι. Σπαρτάρησε το κορμί απ' τους σπασμούς, όμως δεν έβγαλε ούτε ένα «αχ!». Σε συνέχεια, τον άφησαν πέντε μέρες ήσυχο (...) Την έκτη μέρα μπήκε στο κελί όλη η κουστωδία. Επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία, πήραν ξανά την ίδια απλή, σεμνή και σταθερή απάντηση: - Μη χάνετε τα λόγια σας. Σας είπα: Αδικα παιδεύεστε.
Τον βασάνισαν πάλι και, στο τέλος, όπως τον είχαν ξαπλωμένο, ο ένας πάτησε το δεξί πόδι του Μαλτέζου πάνω στο τσιμέντο, ο άλλος σήκωσε το αριστερό, όσο μπορούσε πιο ψηλά. Εβαλαν ένα πέταλο στη φτέρνα. Ο Βασιλάτος, μ' ένα σαδιστικό χαμόγελο στα χείλη, σάλιωσε το καρφί για να προχωρήσει τάχατες ευκολότερα, κι ο Διονυσάτος το χτυπούσε αργά μ' ένα σφυρί να μπει στο κρέας. Μα δεν το πέτυχαν. Λιποθύμησε (...)
Πότε συνήρθε; Κείνη τη μέρα; Την άλλη; Ηταν λερωμένος από νερά, ιδρώτα κι αίματα παντού. Σιγά σιγά τα γεγονότα γύρισαν στη μνήμη του. Εκατσε και σκέφτηκε ώρα πολλή. Ζύγισε τα πράγματα απ' όλες τις πάντες. Εβαλε απ' τη μια τα «υπέρ», απ' την άλλη τα «κατά», και πήρε την απόφαση (...) Ο φύλακας, σαν είδε το μεσημεριανό άθιχτο, ρώτησε: - Γιατί δεν το έφαγες; Μήπως θέλεις κανένα ορεχτικό; - Θα κάνω απεργία πείνας. - Μήπως σου πέρασε από το νου πως έτσι θα σταματήσει ο χορός; - Μπα! πού τέτια ευγένεια... Εσείς με τα βασανιστήρια πάτε ν' αποσπάσετε δηλώσεις και να ρίξετε έτσι το κύρος του Κόμματος... Κάποιος από μας πρέπει να σταματήσει αυτή τη μηχανή... - Θα ψοφήσεις! - Δεν πειράζει... Τσάμπα δε θα πάω... Θα ρθει ένας καιρός... Στις 22 του Νοέμβρη 1938, όταν το Κόμμα έκλεινε τα 20 χρόνια του, πέθανε ο Μαλτέζος...