© 2024 FOCUS FEATURES LLC. ALL |
Ο μεσίτης Τόμας Χάτερ ταξιδεύει στην Τρανσυλβανία για μια σημαντική συνάντηση με τον κόμη Ορλοκ, έναν βρικόλακα και πιθανό πελάτη. Οσο εκείνος λείπει, η Ελεν, η νέα σύζυγος του Χάτερ, μένει πίσω υπό την προστασία των φίλων τους, Φρίντρικ και Αννα Χάρντινγκ. Βασανισμένη από οράματα και μια όλο και πιο έντονη αίσθηση τρόμου, η Ελεν συναντά μια δύναμη που ξεπερνά τον έλεγχό της.
Ενα remake της κλασικής ταινίας «Νοσφεράτου, μια Συμφωνία Τρόμου», του 1922.
Ας ξεκινήσουμε από μια παραδοχή: Ο Ρόμπερτ Εγκερς είναι πολύ ταλαντούχος στο να φτιάχνει εκπληκτική ατμόσφαιρα στις ταινίες του, σκηνογραφικά, φωτογραφικά και πλανοθετικά. Συνήθως όμως η ατμόσφαιρα είναι εκπληκτική και το περιεχόμενο σχεδόν «ακατανόητο», διότι χρησιμοποιεί έντονο συμβολισμό, όπως για παράδειγμα στην ταινία «Φάρος» (2019). Στον «Φάρο» προβληματιστήκαμε πολύ για το περιεχόμενο και τελικά σηκώσαμε τα χέρια ψηλά... Ετσι κι εδώ, προβληματιστήκαμε αρκετά για το αν αυτή η μεταφορά γίνεται στη συγκεκριμένη περίοδο γιατί ο σκηνοθέτης έχει επισημάνει «εκλεκτικές συγγένειες» του σήμερα με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Αραγε ο Εγκερς έκανε μια συνειδητή πολιτική αλληγορία, ή απλώς μια άσκηση εντυπωσιασμού στο φανταστικό σινεμά;
Οπως φαίνεται από το τελικό αποτέλεσμα, ενδιαφέρεται περισσότερο για τον μεταφυσικό τρόμο σαν κάτι που έρχεται από τα βάθη του χρόνου και την αντιδιαστολή του με την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, παρά για τις σημερινές κοινωνικές συνθήκες. Αν και στήνει εκπληκτική ατμόσφαιρα, δεν φαίνεται να καταφέρνει να ακουμπήσει το βάθος του πρωτότυπου, γιατί εκείνο έχει να κάνει με τις συνθήκες της εποχής που γυρίστηκε. Αυτές είναι που το καθιστούν σπουδαίο και τελικά κλασικό.
Η Γερμανία έβγαινε ηττημένη από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και λίγα χρόνια αργότερα θα έμπαινε στον Β' Παγκόσμιο. Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες απαιτούσαν μια ισχυρή κρατική κινηματογραφία, που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί το αμερικανικό πρότυπο αλλά και τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, που ήδη άνθιζαν. Ο εξπρεσιονισμός, μετά την κυριαρχία του στο θέατρο και τις εικαστικές τέχνες, πέρασε στον κινηματογράφο. Εδωσε κυρίως ταινίες του φανταστικού, που «χτυπούσαν» στα αρχέγονα ένστικτα, με ισχυρό πολιτικό συμβολισμό, φόρμα έντονης γεωμετρίας και τρομακτικές αντιθέσεις φωτός και σκιάς, που συμβόλιζαν τον δαίδαλο της ανθρώπινης ψυχής αλλά και την «εποχή των τεράτων» που γεννιόταν.
Για μας είναι προτιμότερο να δει κανείς την αυθεντική βωβή ταινία του Φρίντριχ Μουρνάου, που γυρίστηκε το 1922 με συνοδεία ζωντανής μουσικής, και να εξερευνήσει παράλληλα τις συνθήκες και το ρεύμα του γερμανικού εξπρεσιονισμού όπου ανήκει η ταινία. Είναι μια εκπληκτική ευκαιρία, με αυτήν την αφορμή, να δει κανείς και τις υπόλοιπες ταινίες της περιόδου. Αυτό που σίγουρα κατάφερε ο Εγκερς είναι να μας κάνει να μιλάμε για όλα αυτά που σε πολλούς μοιάζουν ξεχασμένα εκατό χρόνια μετά.
Η ταινία αποτυπώνει την άνοδο, την πτώση και την αναγέννηση του Ρόμπι Γουίλιαμς, ενός εκ των εμπορικότερων καλλιτεχνών της βρετανικής μουσικής σκηνής. Ο Ρόμπι Γουίλιαμς έγινε γνωστός μέσα από το συγκρότημα Take That και στη συνέχεια ακολούθησε τη δική του πορεία.
Το βασικό ερώτημα, που δεν απαντήθηκε ούτε μετά τη θέαση της ταινίας, είναι γιατί κάποιος να κάνει μια ταινία για τη ζωή του, ιδίως αφού βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του και εν ζωή... Αυτό πραγματικά είναι απορίας άξιο. Δηλαδή ξύπνησε μια μέρα ο τραγουδιστής και είπε, επειδή δεν ξέρω τι θα γίνει όταν πεθάνω, ας κάνω κάτι τώρα που ζω; Μπορεί. Μήπως είπε, ας δείξω στον κόσμο ότι είμαι ένας άνθρωπος με τις ανεπάρκειές του, τις συντριβές του, τις αστοχίες του, αλλά τα κατάφερα να γίνω διάσημος, να καταστραφώ και να ξαναγεννηθώ από τις στάχτες μου; Κάντε κουράγιο κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός, και όλοι έχουμε δικαίωμα στην ατομική ευτυχία και επιτυχία; Μήπως είπε, ας δείξω στον κόσμο ότι κι εμείς οι μεγάλοι ποπ σταρς κατά βάθος είμαστε μόνοι μας, παρά την αγάπη του κόσμου; Ολα αυτά μαζί; Ο ίδιος ο Ρόμπι αφηγείται τη ζωή του σε μια διασκεδαστική και πλουμιστή εκδοχή παραμυθιού, με τη μορφή ενός πιθήκου, που παραπέμπει στο μόνο πολύ γνωστό του τραγούδι που δεν ακούμε στην ταινία, το «Me and My Monkey». Συμπέρασμα: Αν σας αρέσει πραγματικά ο Ρόμπι Γουίλιαμς, θα περάσετε καταπληκτικά. Αν πάλι σας φαίνεται αδιάφορος, θα δείτε μια ιστορία που ακόμα κι αν τη χάσετε στη μεγάλη οθόνη, δεν θα συμβεί και τίποτα τραγικό.