Σε πρώτο πλάνο παραμένει η όξυνση των ευρωατλαντικών αντιθέσεων και η επιδίωξη των ΗΠΑ για «κοινό μπλοκ» έναντι της Κίνας
Από τη χτεσινή συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στις ΗΠΑ |
Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από την έκβαση των παζαριών, σε πρώτο πλάνο παραμένει η όξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό του ευρωατλαντικού μπλοκ, με τις ΗΠΑ να χρησιμοποιούν κάθε μέσο έναντι αντιπάλων και «συμμάχων» για τη διασφάλιση των συμφερόντων των αμερικανικών μονοπωλίων, κι ενώ η κυβέρνηση Τραμπ πιέζει ανοιχτά πλέον την ΕΕ για «κοινό μπλοκ» έναντι της Κίνας.
«Σημειώνουμε την ανακοίνωση του Προέδρου Τραμπ. Θέλουμε να δώσουμε μια ευκαιρία στις διαπραγματεύσεις», δήλωσε χτες η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ανακοινώνοντας ότι, λίγες ώρες μόνο μετά από την έγκριση - την Τετάρτη το μεσημέρι - του πρώτου πακέτου αντιμέτρων της ΕΕ (αποτελούν απάντηση στους αυξημένους δασμούς που επέβαλλαν οι ΗΠΑ πριν κάποιες βδομάδες σε χάλυβα και αλουμίνιο, οι οποίοι εξακολουθούν να ισχύουν), οι Βρυξέλλες αναστέλλουν τα αντίμετρα «για 90 ημέρες», αλλά «εάν οι διαπραγματεύσεις δεν είναι ικανοποιητικές, (αυτά) θα ξεκινήσουν». Πρόσθεσε ότι «οι προπαρασκευαστικές εργασίες για περαιτέρω αντίμετρα συνεχίζονται» και ότι «όλες οι επιλογές παραμένουν στο τραπέζι».
Την ίδια στιγμή δήλωσε ετοιμότητα για διαπραγμάτευση μιας «αμοιβαία επωφελούς και χωρίς τριβές εμπορίου συμφωνίας» με τις ΗΠΑ, επαναλαμβάνοντας ότι τάσσεται «σταθερά υπέρ μιας συμφωνίας μηδενικών δασμών μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ».
Ο εκπρόσωπος της Κομισιόν, Ολαφ Γκιλ, είπε χαρακτηριστικά ότι «πατάμε το κουμπί της παύσης» και «είμαστε έτοιμοι για μια συμφωνία, ας μιλήσουμε». Ο ίδιος πρόσθεσε ότι «μπορεί να επιτευχθεί μια εμπορική συμφωνία που θα είναι επωφελής και θέλουμε (αυτή) να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατό».
Μεταξύ άλλων είπε ότι πριν λίγα 24ωρα ο Ευρωπαίος επίτροπος Εμπορίου Μ. Σέφκοβιτς είχε νέα, «καλή» τηλεφωνική επικοινωνία με τον Αμερικανό υπουργό Εμπορίου, Χ. Λούτνικ.
Οταν δε κλήθηκε να σχολιάσει τις μεμονωμένες διαπραγματεύσεις που επιδιώκουν οι ΗΠΑ με τα κράτη - μέλη της ΕΕ, έσπευσε να θυμίσει πως «είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για ζητήματα εμπορίου και αυτό έχει κατοχυρωθεί σε συνθήκη».
Επιπλέον, ο Γκιλ επιβεβαίωσε ότι φουντώνουν και παζάρια για να αυξηθούν οι ευρωπαϊκές αγορές αμερικανικού LNG, χαρακτηρίζοντας «την Ενέργεια γενικότερα ως έναν τομέα για τον οποίο είμαστε ευτυχείς να συζητήσουμε λεπτομερέστερα...».
«Παράλληλα», όπως είχε ξεκαθαρίσει νωρίτερα η φον ντερ Λάιεν, «η Ευρώπη συνεχίζει να επικεντρώνεται στη διαφοροποίηση των εμπορικών της συνεργασιών, συναλλασσόμενη με χώρες που αντιπροσωπεύουν το 87% του παγκόσμιου εμπορίου και οι οποίες μοιράζονται τη δέσμευσή μας για μια ελεύθερη και ανοικτή ανταλλαγή προϊόντων, υπηρεσιών και ιδεών», καταλήγοντας: «Αυτή η κρίση έχει ξεκαθαρίσει ένα πράγμα: Σε αβέβαιους καιρούς η ενιαία αγορά είναι η άγκυρα σταθερότητας και ανθεκτικότητάς μας».
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Γαλλίας και μέλος του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, δήλωσε ότι η πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης τις τελευταίες βδομάδες «λειτουργεί κατά της εμπιστοσύνης στο αμερικανικό νόμισμα», υποστηρίζοντας ότι αυτό μπορεί να επιδράσει θετικά στην ανάπτυξη του διεθνούς ρόλου του ευρώ.
«Δόξα τω Θεώ, η Ευρώπη, πριν από 25 χρόνια, δημιούργησε το ευρώ. Δημιουργήσαμε τη δική μας νομισματική αυτονομία, μπορούμε να διαχειριστούμε τα δικά μας επιτόκια με διαφορετικό τρόπο από τους Αμερικανούς, κάτι το οποίο δεν συνέβαινε προηγουμένως», ανέφερε.
Στην Ουάσιγκτον, όπου χτες ο Πρόεδρος Τραμπ συγκάλεσε υπουργικό συμβούλιο για να εξετάσει τα επόμενα βήματα στα παζάρια με τους διάφορους εμπορικούς εταίρους, ο σύμβουλος του Λευκού Οίκου επί οικονομικών θεμάτων, Κέβιν Χάσετ, δήλωσε στο CNBC ότι «το 10% είναι το κατώτατο όριο για τους δασμούς μας. Και θα χρειαζόταν μια αξιοσημείωτη συμφωνία για να θελήσει ο Πρόεδρος να πάει χαμηλότερα».
Υπενθυμίζεται ότι την προηγούμενη βδομάδα ο Αμερικανός Πρόεδρος ανακοίνωσε την επιβολή «ανταποδοτικού» δασμού 10% σε όλες τις εισαγωγές προϊόντων στις ΗΠΑ και ο δασμός αυτός παραμένει σε ισχύ.
Οπως πρόσθεσε ο Χάσετ, «ο Πρόεδρος γνωρίζει ότι για να επιτύχουμε τις απαραίτητες αλλαγές υπέρ των Αμερικανών εργαζομένων (σ.σ. δηλαδή του αμερικανικού κεφαλαίου) πρέπει να ασκήσουμε επαρκή πίεση στους οικονομικούς μας εταίρους», ενώ ισχυρίστηκε ότι «το USTR (Γραφείο Εμπορικού Αντιπροσώπου ΗΠΑ) μας ενημέρωσε ότι υπάρχουν ίσως 15 χώρες τώρα που έχουν κάνει σαφείς προσφορές που μελετάμε, εξετάζουμε και αποφασίζουμε αν είναι αρκετά καλές για να τις παρουσιάσουμε στον Πρόεδρο». Είπε δε ότι τις επόμενες 3-4 βδομάδες αναμένεται μεγάλη κινητικότητα σε διαπραγματεύσεις πιθανών νέων εμπορικών συμφωνιών, μιλώντας για μια διαδικασία που «ξεκίνησε πολύ πριν».
Μεταξύ των περιοχών που φαίνεται ότι η Ουάσιγκτον ιεραρχεί επιδιώκοντας πιο συμφέρουσες «συνεργασίες» είναι και η Ασία, δεδομένης και της γειτνίασής της με Κίνα - Ρωσία, σε ένα κρίσιμο εμπορικό και στρατιωτικό διεθνές πέρασμα για τον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του Βιετνάμ, Χο Ντουκ Φοκ, που χτες συναντήθηκε στην Ουάσιγκτον με τον Αμερικανό εκπρόσωπο για το Εμπόριο, Τζέιμισον Γκριρ, και εκπροσώπους εταιρειών, γερουσιαστές κ.τ.λ., είπε ότι οι δύο χώρες «θα πρέπει να διαπραγματευθούν άμεσα μια διμερή εμπορική συμφωνία (...) προκειμένου να προωθήσουν τις σταθερές και αμοιβαία επωφελείς οικονομικές και εμπορικές σχέσεις».
Την ίδια στιγμή, οι υπουργοί Οικονομικών της Ενωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) συμφώνησαν χτες «να μην επιβάλουν μέτρα αντιποίνων» στις ΗΠΑ και δήλωσαν έτοιμοι για να ξεκινήσει ένας διάλογος. «Η ASEAN, ως πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, ανησυχεί πολύ από την πρόσφατη εισαγωγή μονομερών τελωνειακών δασμών από τις ΗΠΑ» ανέφεραν, εκφράζοντας «την κοινή μας πρόθεση να δεσμευτούμε σε έναν ειλικρινή και εποικοδομητικό διάλογο με τις ΗΠΑ για να αντιμετωπίσουμε τις ανησυχίες σε σχέση με το εμπόριο».
Θυμίζουμε ότι στην ASEAN ανήκουν και χώρες που είδαν τους δασμούς σε εξαγωγές τους στις ΗΠΑ να φτάνουν σε 32% - 49%.
Τέλος, ας καταγραφεί ότι υπό το βάρος των εξελίξεων, τον Μάρτη παρατηρήθηκε μεγάλη στροφή προς τα νοτιοκορεατικά ναυπηγεία. Ηδη αναλύσεις εστιάζουν στην προσπάθεια της Σεούλ να αξιοποιήσει στο παζάρι της με την Ουάσιγκτον τα πλεονεκτήματα που της δίνει το προβάδισμα του συγκεκριμένου βιομηχανικού κλάδου.
Σύμφωνα με στοιχεία της ειδικευμένης στον κλάδο ψηφιακής πλατφόρμας Clarkson Research Service, τα νοτιοκορεατικά ναυπηγεία συγκέντρωσαν τον Μάρτιο το 55% των διεθνών παραγγελιών νέων πλοίων με βάση τη χωρητικότητα, συγκεντρώνοντας παραγγελίες για 820.000 αντισταθμισμένους μεικτούς τόνους (CGT), σε σύγκριση με τα κινεζικά ναυπηγεία που έκλεισαν 520.000 CGT τον Μάρτιο.
Με βάση τον αριθμό των πλοίων η Κίνα διατήρησε προβάδισμα, με 31 παραγγελίες πλοίων, έναντι 17 της Νότιας Κορέας.