2025 The Associated Press. All |
Τα κρίσιμα ορυκτά και η κούρσα της Τεχνητής Νοημοσύνης είναι από τους τομείς που βρίσκονται στο επίκεντρο του ανταγωνισμού ΗΠΑ - Κίνας |
Το διάταγμα κάνει χρήση ξανά διατάξεων της νομοθεσίας για την «εθνική ασφάλεια», αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι η εξάρτηση των ΗΠΑ από εισαγωγές τέτοιων ορυκτών «αυξάνει τους πιθανούς κινδύνους στην εθνική ασφάλεια, την αμυντική ετοιμότητα, τη σταθερότητα των τιμών και την οικονομική ευημερία και ανθεκτικότητα».
Θυμίζουμε ότι στις αρχές Απρίλη, το Πεκίνο πρόσθεσε 7 ακόμα σπάνιες γαίες στον κατάλογο με όσες υφίστανται περιορισμούς στην εξαγωγή τους, «προκειμένου - όπως εκτιμά το διάταγμα Τραμπ - να πνίξει τις προμήθειες εξαρτημάτων κεντρικών σε αυτοκινητοβιομηχανίες, κατασκευαστές αεροδιαστημικής, εταιρείες ημιαγωγών και στρατιωτικούς εργολάβους σε όλο τον κόσμο».
Η σχετική έρευνα της Ουάσιγκτον θα εξετάσει και μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν για την ενίσχυση της εγχώριας προσφοράς και επεξεργασίας, με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν σήμερα περιορισμένες σχετικές υποδομές.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Reuters, οι ΗΠΑ διαθέτουν μεταξύ άλλων μόλις ένα ορυχείο νικελίου αλλά όχι μεταλλουργείο νικελίου, κανένα ορυχείο κοβαλτίου ή μονάδα επεξεργασίας, πολλά ορυχεία χαλκού, αλλά μόνο δύο μονάδες επεξεργασίας, με αποτέλεσμα να εξαρτώνται από άλλες χώρες για την επεξεργασία του.
Το ίδιο διάταγμα αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «η Κίνα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με δασμούς μέχρι 245% σε εισαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ως αποτέλεσμα των αντιποίνων ενεργειών της», αναφερόμενο στο επίπεδο όπου θα μπορούσε να ανέβει ο δασμολογικός συντελεστής για εισαγωγές από την Κίνα.
Στο Πεκίνο, ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ, Λιν Ζιαν, αντέδρασε επαναλαμβάνοντας ότι «είναι οι ΗΠΑ εκείνες που άρχισαν αυτόν τον δασμολογικό πόλεμο. Η θέση της Κίνας έχει γίνει πολύ σαφής. Δεν υπάρχει νικητής σε έναν δασμολογικό ή εμπορικό πόλεμο (...) Η Κίνα δεν θέλει να πολεμήσει, αλλά (και) δεν φοβάται να πολεμήσει».
Ο αναπληρωτής επίτροπος της κινεζικής εθνικής στατιστικής υπηρεσίας, Σενγκ Λαϊγιούν, απαντώντας σε ερώτηση για τον αντίκτυπο των αμερικανικών δασμών στις κινεζικές εξαγωγές, είπε σύμφωνα με το πρακτορείο «Σινχουά» ότι «ίσως ασκήσουν βραχυπρόθεσμη πίεση στην οικονομία και το εξωτερικό εμπόριο της Κίνας, αλλά δεν θα αλλάξουν το θετικό μακροπρόθεσμο όραμα της χώρας».
Στο μεταξύ, ενώ επίσημη αναλυτική ενημέρωση για τις πρόσφατες επαφές του επίτροπου Εμπορίου και Ανταγωνιστικότητας της ΕΕ, Μ. Σέφκοβιτς, στις ΗΠΑ δεν έχει γίνει, το πρακτορείο «Bloomberg» μετέδωσε ότι στις συναντήσεις ΕΕ και ΗΠΑ σημείωσαν ελάχιστη πρόοδο στο γεφύρωμα των διαφορών τους.
Αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ έδειξαν πως το μεγαλύτερο μέρος των αμερικανικών δασμών σε βάρος της ΕΕ δεν θα καταργηθεί, σύμφωνα με την ίδια πηγή, ενώ ο Σέφκοβιτς αποχώρησε από τις συναντήσεις χωρίς να έχει ξεκάθαρη εικόνα για τη στάση των ΗΠΑ.
Ολα αυτά ενώ «καμπανάκι» για τις προοπτικές του παγκόσμιου εμπορίου χτύπησε και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), αναφέροντας στην τελευταία έκθεσή του «Τrade Outlook and Statistics» ότι «οι προοπτικές για το παγκόσμιο εμπόριο έχουν επιδεινωθεί απότομα λόγω της αύξησης των δασμών και της αβεβαιότητας της εμπορικής πολιτικής».
Η έκθεση εκτιμά ότι συμπεριλαμβανομένης της 90ήμερης αναστολής των «αμοιβαίων δασμών» ο όγκος του παγκόσμιου εμπορίου εμπορευμάτων αναμένεται να μειωθεί κατά 0,2% το 2025, ενώ ειδικά στη Βόρεια Αμερική υπολογίζεται ότι οι εξαγωγές θα μειωθούν κατά 12,6% φέτος.
Ακόμα, ο Οργανισμός προειδοποιεί ότι υπάρχουν «σοβαροί καθοδικοί κίνδυνοι», συμπεριλαμβανομένων της εφαρμογής «αμοιβαίων» δασμών και μιας ευρύτερης διάχυσης της πολιτικής αβεβαιότητας, «η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμη εντονότερη μείωση κατά 1,5% του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών».
Την ίδια στιγμή, ανησυχία για επιπτώσεις και στην πορεία ισχυρών αμερικανικών ομίλων εκφράζεται και εντός ΗΠΑ.
Ο διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan Chase, Τζέιμι Ντάιμον, αφού περιέγραψε τις ΗΠΑ ως «έναν παράδεισο» λόγω της οικονομικής και στρατιωτικής τους ισχύος, είπε μιλώντας στους «Financial Times» ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης Τραμπ να αναμορφώσει το παγκόσμιο εμπόριο γεννά απειλές και για την αμερικανική οικονομία. «Ενα μεγάλο μέρος αυτής της αβεβαιότητας δημιουργεί προκλήσεις για αυτήν» ανέφερε, προτρέποντας ΗΠΑ και Κίνα να «εμπλακούν σε συζητήσεις (...) δεν χρειάζεται να περιμένουμε έναν χρόνο».
Ακόμα, η διοίκηση του τεχνολογικού κολοσσού της Nvidia ανησυχεί ότι θα υποστεί «πλήγμα» 5,5 δισ. δολαρίων, μετά το «μπλόκο» των ΗΠΑ στις εξαγωγές τσιπ Τεχνητής Νοημοσύνης στην Κίνα, για την αγορά της οποίας η εταιρεία έχει ειδικά σχεδιάσει το τσιπ H20. Το AI H20 της Nvidia θεωρείται το πιο προηγμένο τσιπ που είναι διαθέσιμο προς πώληση στην Κίνα και ο όμιλος το αξιοποιεί για να έχει προβάδισμα στη γοργά αναπτυσσόμενη βιομηχανία Τεχνητής Νοημοσύνης της Κίνας. Είναι δε ενδεικτικό ότι κινεζικές εταιρείες όπως οι Tencent, Alibaba και ByteDance είχαν αυξήσει σχετικές παραγγελίες.
Ενδεικτική των ενδοαστικών αντιθέσεων που εντείνονται και στο εσωτερικό των ΗΠΑ είναι η απόφαση που ανακοίνωσε χτες ο Δημοκρατικός κυβερνήτης της αμερικανικής πολιτείας της Καλιφόρνιας, Γκάβιν Νιούσομ, ότι θα αμφισβητήσει στα δικαστήρια τους δασμούς που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ.
Μεταξύ άλλων ο Νιούσομ κατήγγειλε τη «μονομερή εξουσία που διεκδικεί η κυβέρνηση Τραμπ για να επιβάλει τη μεγαλύτερη αύξηση φόρων στη σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ». Βασικό επιχείρημα που θα επιστρατεύσουν οι δικηγόροι του είναι ότι ο νόμος που επικαλείται η κυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων θέτει ως όρο για τέτοιες ενέργειες τη σύμφωνη γνώμη του Κογκρέσου.
«Η Καλιφόρνια είναι η μεγαλύτερη βιομηχανική πολιτεία (των ΗΠΑ), ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους στον κόσμο. Καμία άλλη πολιτεία δεν θα πληγεί περισσότερο», σημειώνει ο Νιούσομ, που μάλιστα προ ημερών ανέφερε ότι οι πολιτειακές αρχές θα επιδιώξουν χωριστές εμπορικές συμφωνίες με τον υπόλοιπο κόσμο, ώστε να εξαιρεθούν από αντίποινα προς τις ΗΠΑ.
Με πληθυσμό 39 εκατομμύρια κατοίκους, η Καλιφόρνια παράγει το 14% του αμερικανικού ΑΕΠ. Πολλοί την περιγράφουν ως «λίκνο του αμερικανικού τεχνολογικού τομέα», ενώ φιλοξενεί και τον μεγαλύτερο όγκο παραγόμενων βιομηχανικών και αγροτικών προϊόντων στις ΗΠΑ.