Γραμμένη το 1955 στο Παρίσι, όπου ο Μ. Θεοδωράκης σπούδαζε σύνθεση, ανάλυση και διεύθυνση ορχήστρας στο Παρισινό Κονσερβατόριο, στην τάξη του Μεσσιάν, η σύνθεση βασίζεται στις σύγχρονες πολύπλοκες τεχνικές αλλά και στους ελληνικούς μουσικούς τρόπους και σε κρητικά δημοτικά μοτίβα. Είναι ένα έργο «όπου πίσω από τα ξέφρενα βακχικά ουρλιαχτά και τις διονυσιακές γκριμάτσες, κρύβεται ο βαθύς ανικανοποίητος πόθος του ανθρώπου που με δέος σκοντάφτει πάνω στο ανελέητο σύνορο της ζωής». Το έργο πρωτοερμηνεύτηκε και ηχογραφήθηκε με τη Συμφωνική του Ραδιοφωνικού Σταθμού του Στρασβούργου, ενώ στην Αθήνα πρωτοπαρουσιάστηκε από την ΚΟΑ το 1957. Την ίδια χρονιά έλαβε το πρώτο βραβείο και χρυσό μετάλλιο στον παγκόσμιο διαγωνισμό του Μουσικού Φεστιβάλ Σύνθεσης της Μόσχας (στην κριτική επιτροπή ήταν και ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς). Επίσης απέσπασε το αμερικανικό βραβείο «Copley» του 1959 για το καλύτερο ευρωπαϊκό μουσικό έργο της χρονιάς, ενώ εντυπωσίασε τον Δημήτρη Μητρόπουλο, που εκφράστηκε με θερμά λόγια για το έργο και το συνθέτη. Στην ίδια συναυλία θα παρουσιαστεί και η «Συμφωνία των Αλπεων» του Ρίχαρντ Στράους.