»Σιχαίνομαι όλη αυτήν την υποκρισία. Μπροστά στις κάμερες, σκεφτικοί και θλιμμένοι, φορτωμένοι, δήθεν, με του κόσμου τις ευθύνες και, μόλις φύγει η τηλεόραση, βουρ στην ακολασία και στη φθήνια. Χαστούκια στους υπηρέτες. Συμφωνίες κάτω από το τραπέζι. Εκβιασμοί. Χαβαλές...
»Σιχαίνομαι όλα αυτά τα μαλάκια, που εκμεταλλεύονται χωρίς ενδοιασμούς και αναστολές ποτάμια ιδρώτα, που στέλνουν τους εργάτες να ψήνονται στις καμινάδες, να πνίγονται στις θάλασσες, και αυτοί τρισευτυχισμένοι τρίβουν τα χέρια τους και κάνουν απλόχερες χορηγίες - με ξένα χρήματα - στην τέχνη και τους καλλιτέχνες. Ξεπλένοντας με αυτόν τον τρόπο - και με το αζημίωτο, φυσικά - τις ανομίες τους. Τα αμύθητα κέρδη τους.
»Σιχαίνομαι και λυπάμαι όλους αυτούς τους καλλιτέχνες, που επιτρέπουν, αυτά τα άκομψα άτομα, αυτά τα άσχετα με την αισθητική και το γούστο πρόσωπα, να μιλάνε «αντ' αυτών» για τη μουσική, για το χορό, για το θέατρο, να κάνουν κρίσεις για την τέχνη και τους καλλιτέχνες, να αποφαίνονται για πράγματα, που ούτε αγαπούν ούτε γνωρίζουν.
»Τι κοροϊδία και τι αθλιότητα όλη αυτή η αισχρή κωμωδία! Ολα αυτά τα λαμπερά στρας και οι πούλιες, που επιδεικνύονται στα Μέγαρα, στα Ηρώδεια και τις Επιδαύρους. Ολοι αυτοί οι μαλακοί κώλοι, που γεμίζουν τις σάλες και τις κερκίδες. Που θα δακρύζουν, τάχα μου, στις κριτικές και στις κρίσεις των ποιητών για τις αδικίες, για το πάθος για την εξουσία, για την αλαζονεία, για τον πόλεμο... και αμέσως μετά την παράσταση θα ξεσκίζονται στους σολομούς και τις πέστροφες. Και θα φωτογραφίζονται με τους υποτακτικούς τους. Με τους επιχορηγούμενους. Και θα καμαρώνουν αμφότεροι για την απάτη. Ρίχνοντας, βέβαια, και ένα τσιφτετέλι - όλοι μαζί - για να έρθουν στα ίσα τους.
»Για όλα αυτά είμαι ρατσιστής και σε καλώ να γίνεις και συ».
Για την αντιγραφή
Ν. Α.