Τριάντα χρόνια - και βάλε - γάμου πρώτη φορά έβαλε, τόσο στη γυναίκα του όσο και στα παιδιά του, τέτοιο δίλημμα και με τόσο απόλυτο τρόπο. Οχι ότι ήταν ποτέ διαλλακτικός, άνθρωπος που υποχωρούσε! Οχι! Κεφάλι αγύριστο ήταν, που ήθελε πάντα να γίνεται το δικό του. Το δικό του που πίστευε - φυσικά - πως ήταν πάντοτε το σωστό. Ομως επειδή είχε χιλιάδες χαρίσματα, τόσο η γυναίκα του όσο και τα παιδιά του υποχωρούσαν. Εδιναν τόπο στην οργή και η ζωή προχωρούσε.
Από ντροπή, βέβαια, δεν πήγε στο ξενοδοχείο. Κάπου, τέλος πάντων, που υπήρχε ένα τηλέφωνο να φωνάξουν έναν γιατρό, αν τον έπιαναν οι φοβίες του. Ηταν τόσο θυμωμένος που τράβηξε για το μικρό κτήμα του και εγκαταστάθηκε σε μια άθλια καλύβα που είχε για τα εργαλεία. Χωρίς φως, νερό και τηλέφωνο, απαραίτητα πράγματα για κάποιον που φοβάται, ιδιαίτερα τις νύχτες!
Ομως, για μια ακόμα φορά, έπρεπε να γίνει το δικό του. Αυτός να υποχωρούσε; Ποτέ! Εκεί, λοιπόν, στην καλύβα. Με τα ποντίκια και τα φίδια. Και το άθλιο σκοτάδι που, επειδή το κτήμα είχε ελιές, γινόταν πιο άθλιο και πιο σκοτεινό.
Εκείνος σαν παιδί, γιατί τελικά τέτοιος είναι, ένα παιδί κακομαθημένο, χαμογέλασε κρυφά, σατανικά, άκρως ικανοποιημένος. Αλλη μια νίκη στο ενεργητικό του! Αλλη μια επιβεβαίωση πως του έχουν αδυναμία. Πως όλων το ενδιαφέρον θα πέφτει μόνον απάνω του και όχι πάνω στα νεογέννητα. Και το κυριότερο, αυτός με την ησυχία του, μακριά από τα βλέμματα και τις κρίσεις των άλλων, θα έρχεται εδώ στο κτήμα και θα αποκαλύπτεται, θα χαϊδεύει τα γατιά όσο και όσες φορές θέλει. Αυτός και τα ζωάκια. Χωρίς μάρτυρες!