140% η διεθνής αύξηση τιμής του πετρελαίου στο έτος
Αντλίες, αποθέματα και γεωπολιτικές ισορροπίες
Κυριακή 20 Φλεβάρη 2000

Ο πιο «ασφαλής» τρόπος για να ιχνευτεί το πόση βάση έχει η υστερία των τελευταίων βδομάδων σχετικά με τη «φωτιά στο πετρέλαιο» στις διεθνείς «αγορές» (η, αντάξια τίτλου έργου του Σαίξπηρ, έκφραση απαντάται σε κύριο άρθρο - 7/2 - της κατά τεκμήριο σοβαρότερης εφημερίδας της βρετανικής αστικής τάξης, των « Times» του Λονδίνου δηλαδή), είναι να τεθούν δύο βασικά ερωτήματα, πριν από οποιαδήποτε ανάλυση ή εκτίμηση της κατάστασης.

Το πρώτο ερώτημα είναι εάν, πράγματι, τα αποθέματα σε πετρέλαιο βρίσκονται σε «πολύ χαμηλό» επίπεδο. Και το δεύτερο είναι εάν, πράγματι, οι σημερινές τιμές του πετρελαίου είναι «πολύ υψηλές». Η Διεθνής Ενωση Ενέργειας, «συγγενής» οργάνωση του ΟΟΣΑ, προσπαθεί να απαντήσει αρνητικά σε πρόσφατη μηνιαία αναφορά της και στα δύο ερωτήματα, αλλά τελικά υποπίπτει σε αντιφάσεις, που δηλώνουν, αν μη τι άλλο, σύγχυση. Στην αναφορά (Monthly Oil Market Report, 20/1, βλ. στο Internet το http://www.iea.org/) τονίζεται ότι, αναμφίβολα, από «τεχνικής πλευράς», τα αποθέματα μπορούν να πάνε «ακόμη χαμηλότερα», όχι όμως χωρίς το «ρίσκο» τοπικών «ελλείψεων» και «αυξήσεων τιμών». Τα πράγματα δεν αναμένεται να χειροτερεύσουν αν ο... βαρύς χειμώνας στο βόρειο ημισφαίριο δεν κρατήσει πολύ (!), υποστήριξε η Ενωση, αλλά το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται στο ότι τα διυλιστήρια «μειώνουν την παραγωγή τους» και η προσφορά αργού πετρελαίου «περιορίζεται», προφανώς από τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες (αυτό μάλλον πρέπει να εκληφθεί ως «μπηχτή» στον ΟΠΕΚ). Αν τα παγκόσμια αποθέματα αγγίξουν τα λειτουργικά minima, τότε όλοι θα αρχίσουν να ψάχνουν (απελπισμένα) πετρέλαιο. Αλλά οι επαγγελματίες «αναλυτές» τονίζουν ότι η έννοια των «κατώτατων ορίων» σε ό,τι αφορά τα αποθέματα έχει «επαναπροσδιοριστεί» από τις νέες τεχνολογίες: η υιοθέτηση συστημάτων πληροφορικής για την παρακολούθηση των εμπορικών «καναλιών» μειώνει τις ανάγκες αποθήκευσης (ανεπιθύμητου) αργού πετρελαίου, βελτιστοποιεί τις διαδικασίες διανομής και επιτρέπει την καλύτερη διακίνηση με αγωγούς, οχήματα και πετρελαιοφόρα πλοία. Επιπλέον, οι συγχωνεύσεις γιγάντων της βιομηχανίας «απαλείφουν» το αγκάθι των πολλαπλών αποθηκευτικών χώρων. «Δυστυχώς», πάντως, καταλήγουν, η βιομηχανία δεν μπορεί να γνωρίζει ποια είναι τα «κατώτατα όρια» - πριν, προφανώς, τη χτυπήσουν κατακέφαλα.

Σε ό,τι αφορά το ερώτημα αν οι τιμές είναι «πολύ υψηλές», η Διεθνής Ενωση Ενέργειας προβαίνει σε ένα ενδιαφέρον λογιστικό τρικ, χρησιμοποιώντας ως μέτρο σύγκρισης την τιμή του δολαρίου του 1972, και συμπεραίνει ότι «με βάση τα ιστορικά πρότυπα», η περσινή τιμή του πετρελαίου μπρεντ, στα 17,88 δολάρια, «αντιστοιχεί σε μόλις 5,24 δολάρια του 1972». Ακόμη και η μέση τιμή των 25,65 δολαρίων του Γενάρη, προσθέτει, αντιστοιχεί σε «μόλις 7,52 δολάρια του 1972». Η Ενωση προσθέτει στις «εξηγήσεις» της για την αύξηση της τιμής του πετρελαίου την (αυτονόητη) συνάρτηση ζήτηση-προσφορά: «Οταν τα αποθέματα μειώνονται, οι τιμές ανεβαίνουν», αναφέρει με ένα ύφος βολικής, «αντικειμενικής», επιστημονικοφανούς ουδετερότητας.

Αυτό που η «αντικειμενική» αναφορά της Ενωσης αποκρύπτει είναι ότι στην πραγματικότητα οι εταιρίες-κολοσσοί της βιομηχανίας βασίζουν την κερδοφορία τους, ή μάλλον την κερδοσκοπία τους, ακριβώς σε αυτό το «κόλπο». Η BP Amoco ανακοίνωσε για παράδειγμα - βλ. « Financial Times», 16/2 - αύξηση κερδών 145% (!) για το τελευταίο 4μηνο του 1999 ακριβώς λόγω «της αύξησης των τιμών του πετρελαίου». Και δεν είναι, φυσικά, η μόνη.

Η παρέμβαση των ΗΠΑ

Παρόλο το θόρυβο στο διεθνή Τύπο περί ενδεχομένου «ενεργειακής κρίσης» και τη φιλολογία που αναπτύχθηκε στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών περί επανάληψης των «ημερών του 1973» (άφθονη σχετική αρθρογραφία μπορεί να βρεθεί σε «Washington Post», «Christian Science Monitor», «Chicago Tribune» και άλλα ευρείας κυκλοφορίας αμερικανικά έντυπα, από το Γενάρη και έως τα μέσα Φλεβάρη), η κατάσταση σε καμία περίπτωση δεν «ξέφυγε από τον έλεγχο». Δύο ειδικοί της ερευνητικής φίρμας « Cambridge Energy Research Associates», οι Daniel Yergin και Joseph Stanislaw, δε δίστασαν να σημειώσουν - σε άρθρο που συνυπογράφουν στην «Wall Street Journal», 26/1, και σε συνέντευξη που έδωσαν από κοινού στην Boston Globe, 1/2 -, ότι οι «αγορές» τείνουν να υιοθετούν ανιστόρητες «συμπεριφορές»: Ενας βασικός λόγος που οι τιμές του πετρελαίου έφθασαν στα επίπεδα στα οποία βρίσκονταν κατά τον πόλεμο του Περσικού Κόλπου, στα περίπου 27 δολάρια το βαρέλι, είναι ακριβώς ότι πέρσι τέτοια εποχή είχαν αγγίξει τα 10 δολάρια το βαρέλι. Το «ιστορικό» αυτό ναδίρ οφειλόταν σε μια συγκυρία που είναι δύσκολο να επαναληφθεί: Ο ΟΠΕΚ είχε συμφωνήσει σε αύξηση της παραγωγής, που όμως συνέπεσε με «δραματική μείωση» της ζήτησης στην Ασία, λόγω κρίσης, την «κατάρρευση» της ρωσικής οικονομίας και, κατά αναγκαία συνέπεια, τη μείωση των εσόδων των πετρελαιοπαραγωγών χωρών.

Τότε πολλοί (ανάμεσά τους και το περιοδικό «The Economist», βλ. τεύχος της 6ης Μάρτη 1999) διέβλεπαν και περαιτέρω μείωση τιμών, ακόμη και «στα 5 δολάρια το βαρέλι», όπως επίσης και «παραγκωνισμό» του ΟΠΕΚ από τις εξελίξεις. Υπολόγιζαν όμως χωρίς τους ξενοδόχους: Οι χώρες του ΟΠΕΚ συμφώνησαν το Μάρτη σε μείωση της ημερήσιας παραγωγής κατά 2,1 εκατ. βαρέλια. Και η τοτινή «τάση» άρχισε σταδιακά να μεταστρέφεται, έως ότου, στα τέλη του 1999 και τις αρχές του 2000, η αύξηση άγγιξε το 140% και Αμερικανοί αναλυτές πρόβαλλαν χωρίς κανένα ενδοιασμό την άποψη πως ο Οργανισμός των χωρών που εξάγουν πετρέλαιο «έκλεψε» στα ποσοστά παραγωγής και τις τιμές, με σκοπό να «εξασθενίσει» τις ΗΠΑ! (βλ., π.χ., το περιοδικό «Slate», «Does OPEC Have Us Over a Barrel Again?», 30/11/1999, όπως και τη δήλωση του Αμερικανικού Ινστιτούτου Πετρελαίου - μπορεί να βρεθεί στο http://www.api.org/ -, προς τον Οίκο των Αντιπροσώπων, 10/2). Σ' αυτή τη... σκοτεινή συνωμοσία, φυσικά, πρωταγωνίστησαν χώρες όπως «η Βενεζουέλα» (προσέξτε την επιλογή, δεν είναι τυχαία).

Η παρέμβαση του Αμερικανού Προέδρου Μπιλ Κλίντον προς τον ΟΠΕΚ και τις εταιρίες της βιομηχανίας του πετρελαίου έγινε με στόχο να αποκατασταθεί η ισορροπία της παγκόσμιας αγοράς, με την αύξηση της παραγωγής. Αρχικά όμως έγινε «άτσαλα», με την απειλή χρήσης των αμερικανικών εθνικών αποθεμάτων - ένα ενδεχόμενο που αποδοκίμασε έντονα, λέγοντας ότι θα επρόκειτο για πολύ σοβαρό «λάθος» της κυβέρνησης, ο διοικητής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (FED), Αλαν Γκρίνσπαν. Στη συνέχεια, «ομολογουμένως», ακολουθήθηκε μια πιο διπλωματική προσέγγιση, η οποία πέτυχε να συμφωνήσουν η Βενεζουέλα, το Μεξικό, η Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ σε αύξηση παραγωγής, ώστε η τιμή του πετρελαίου να φθάσει στο «ιδανικό» σημείο των 20-25 δολαρίων το βαρέλι και να «σταθεροποιηθεί» εκεί (δήλωση του Σαουδάραβα υπουργού Πετρελαίου, Αλί αλ-Ναΐμι, όπως τη μετέδωσε το CBS, 17/2).

Τρεις αθέατες διαστάσεις

Μια από τις λιγότερο γνωστές διαστάσεις των «πετρελαϊκών κρίσεων» που προκύπτουν κατά καιρούς, πέρα από το ότι αποκαλύπτουν και γενικότερα σημεία «κρίσης» του καπιταλισμού, είναι ότι πάντοτε «συμπίπτουν» με πολεμικές συρράξεις (βλ. και σχετικό πίνακα). Η αναλυτική WTRG Economics -http://www.wtrg.com/ - έχει σημειώσει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες τέτοιες «συμπτώσεις» : Η μεγάλη κρίση του 1973 εμφανίστηκε ταυτόχρονα με τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ (Ισραηλινοί κατά Αράβων), ακολουθήθηκε από την επανάσταση κατά του Σάχη στο Ιράν και τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, όταν και η τιμή του πετρελαίου πλησίασε την αστρονομική τιμή των 55 δολαρίων το βαρέλι. Στον πόλεμο του Κόλπου είχε μια αύξηση αντίστοιχη με τη σημερινή, η οποία καταγράφεται μετά τον πόλεμο του ΝΑΤΟ εναντίον της Γιουγκοσλαβίας...

Μια δεύτερη συχνά αθέατη διάσταση είναι οι ανταγωνισμοί στο πλαίσιο της «ενεργειακής βιομηχανίας», αλλά και σε υψηλότερο επίπεδο, αυτό της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, το ΕΥΡΩ, θα υποστεί πλήγμα από τα πετρελαϊκά σκαμπανεβάσματα, πράγμα που διόλου δε δυσαρεστεί τους Αμερικανούς.

Η τρίτη διάσταση αφορά τη δυνατότητα παρεμβατισμού, από την πετρελαϊκή κερκόπορτα, πολυεθνικών επιχειρήσεων αλλά και των πολιτικών φορέων των Ηνωμένων Πολιτειών στα εσωτερικά τρίτων χωρών. Η Βενεζουέλα, το Ιράν, το Ιράκ, η Σαουδική Αραβία, η Ινδονησία, η Νιγηρία και οι υπόλοιπες χώρες του ΟΠΕΚ είναι ούτως ή άλλως υψίστης γεωπολιτικής αξίας. Και βέβαια, καταληκτικός στόχος της αμερικανικής ηγεσίας είναι ο Καύκασος. Και όχι μόνο για τους ενεργειακούς του πόρους.


Μπ. Γ.