Την ενίσχυση των ευρωπαϊκών μονοπωλίων του οπτικοακουστικού τομέα αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Οι σχετικές μετρήσεις των τελευταίων χρόνων δείχνουν, ότι η κινηματογραφική παραγωγή των ΗΠΑ κυριαρχεί στις ευρωπαϊκές αίθουσες με το 70% των εισιτηρίων, ή αλλιώς, οι 7 στις 10 πρώτες σε εισπράξεις ταινίες στην Ευρώπη είναι αμερικανικές. Πρόσφατα, η Επιτροπή Πολιτισμού, Νεότητας, Παιδείας, ΜΜΕ και Αθλητισμού της ΕΕ μόνο που δεν... «πανηγύριζε» για την ελάχιστη πτώση της χολιγουντιανής κυριαρχίας... στο 66% της ευρωπαϊκής αγοράς, αλλά αυτό δεν αλλάζει την πραγματικότητα αυτής της κυριαρχίας. Μάλιστα, οι αριθμοί αυτοί έρχονται να ακυρώσουν στην πράξη όλα τα βοηθητικά μέτρα της ΕΕ για τον κινηματογράφο των χωρών - μελών της. Ο λόγος αυτής της αποτυχίας δεν είναι η κακή, ή μη επαρκής προσπάθεια εφαρμογής των «αγαθών» προθέσεων της ΕΕ, αλλά ακριβώς το γεγονός ότι αυτές οι προθέσεις δεν είναι καθόλου καλές, όπως θα δούμε παρακάτω.
Οι «πανηγυρισμοί», για τους οποίους γράφουμε, πιο πάνω περιέχονται στην έκθεση της Επιτροπής Πολιτισμού, «αναφορικά με ορισμένες νομικές πτυχές, που αφορούν τα κινηματογραφικά και τα άλλα οπτικοακουστικά έργα», που συζητήθηκε τον περασμένο Ιούλη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία. Οι ευρωβουλευτές του ΚΚΕ απείχαν από την ψηφοφορία. Τους λόγους αυτής της αποχής ανέπτυξε ο ευρωβουλευτής του Κόμματος, Κώστας Αλυσανδράκης, ο οποίος, στην εισαγωγή του αναγνώρισε ότι «η ενίσχυση της παραγωγής και διανομής κινηματογραφικών και άλλων οπτικοακουστικών έργων στις χώρες της ΕΕ, ειδικότερα απέναντι στην κυριαρχία των αντίστοιχων αμερικανικών που καλύπτουν το 66% της αγοράς, έχει προφανώς μεγάλη πολιτιστική και πολιτική σημασία». «Ομως», συνέχισε ο κομμουνιστής ευρωβουλευτής, «παρά τις επανειλημμένες συζητήσεις και τα κατά καιρούς μέτρα, ελάχιστη πρόοδος έχει σημειωθεί. Κύρια αιτία, κατά τη γνώμη μας, είναι η αντιμετώπιση του θέματος στα πλαίσια της αγοράς και του εμπορικού ανταγωνισμού».
«Το πρόβλημα για μας», κατέληξε ο ομιλητής, «δεν είναι να ανταγωνιστούμε την αμερικανική κυριαρχία μέσω των νόμων της αγοράς, αλλά το να δημιουργηθούν συνθήκες ανάπτυξης, ανταλλαγής και εμπλουτισμού όλων των λαϊκών και εθνικών πολιτισμών, μέσα και έξω από την ΕΕ. Μια τέτοια πολιτική θα βοηθήσει την επικράτηση της ποιότητας απέναντι στην υποκουλτούρα, ανεξαρτήτως χώρας προέλευσης».
Η θέση αυτή ξεπερνά το προφανές, «ποιότητα έναντι ποσότητας», αφού για το ΚΚΕ δεν υπάρχουν ψευδαισθήσεις για το τι και ποιους εξυπηρετεί η ΕΕ. Ουσιαστικά απαντά εκ των προτέρων στους θιασώτες της «ευρωπαϊκής απάντησης» στις ΗΠΑ μέσω τέτοιου είδους μέτρων, αφού αυτά τα μέτρα θέτουν στην προέκτασή τους την... εξής «επιλογή»: Υπέρ των ευρωπαϊκών «ή» των αμερικανικών μονοπωλίων;
Τι λέει όμως αυτή η έκθεση που (για την ιστορία) ψηφίστηκε με 475 ψήφους υπέρ, 18 κατά και 48 αποχές και είχε εισηγητή τον Βέλγο ευρωβουλευτή των Πρασίνων, Λούκας Βάντερ Τέλεν; Καταρχήν, με την απόφαση αυτή, το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο καλεί την αρμόδια επιτροπή να εξασφαλίσει έως το 2005, την ελεύθερη κυκλοφορία των ευρωπαϊκών οπτικοακουστικών έργων εντός της εσωτερικής αγοράς μέχρι το 2005. Δηλαδή, να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη και, όσο το δυνατόν, ανέξοδη διανομή των προϊόντων των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο χώρο, στις αγορές των κρατών - μελών της ΕΕ. Μάλιστα, η Επιτροπή Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς, «καλεί» την Επιτροπή Πολιτισμού να υιοθετήσει τις απαιτήσεις των επιχειρήσεων του οπτικοακουστικού τομέα των κρατών - μελών, οι οποίες «αντιμετωπίζουν δυσκολίες και διαμαρτύρονται για το επιπλέον κόστος που προκύπτει για την παροχή υπηρεσιών που να συνάδουν με τις εθνικές ιδιαιτερότητες». Αυτό το μέτρο όμως δεν ενισχύει το ευρωπαϊκό οπτικοακουστικό έργο, αλλά το κέρδος των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που παράγουν οπτικοακουστικό έργο. Και, ευτυχώς, ακόμα, αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται. Από την άλλη, ακόμα κι αν δεχτούμε αυτό το σκεπτικό, αν το κοινό έχει να διαλέξει ανάμεσα σε έναν Αμερικανό «Σβάρτσενέγκερ» και έναν «Ευρωπαίο», τότε θα διαλέξει το Χόλιγουντ που το φτιάχνει και καλύτερα...
Στην ίδια λογική κινείται η έκθεση και όταν δηλώνει ευθαρσώς, ότι «οι επιχειρήσεις πρέπει να διαδραματίζουν κεντρικό και καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του οπτικοακουστικού συστήματος και για το λόγο αυτό πρέπει να αυξηθεί το αναπτυξιακό τους δυναμικό» (η υπογράμμιση δική μας). Και πώς θα γίνει αυτό; Η έκθεση θεωρεί, ότι «ενόψει μιας ανάκαμψης της παραγωγής (...) πρέπει να καθιερωθεί ένα καθεστώς που να προβλέπει μεγαλύτερα κίνητρα και δημόσιες επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα και μεγαλύτερες φορολογικές απαλλαγές για τους παραγωγούς της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Ενα τέτοιο καθεστώς θα δώσει ώθηση στις μικρές επιχειρήσεις και θα αποφέρει έναν πραγματικό ανταγωνισμό». Πιο απλά, δεν αρκεί μόνο να διακινούν στο «τσάμπα» οι επιχειρήσεις το προϊόν τους, αλλά θα πρέπει να τους πληρώνει και το δημόσιο από πάνω, δηλαδή εμείς, οι εν δυνάμει θεατές - πελάτες τους. Ομως η έκθεση, για να «χρυσώσει» το «χάπι», μεταξύ των προτάσεων για μείωση των συντελεστών ΦΠΑ για τα οπτικοακουστικά προϊόντα και «υπηρεσίες πολιτιστικού χαρακτήρα», «ενθαρρύνει» και τα κράτη - μέλη «να χρησιμοποιήσουν τα μέσα που έχουν ήδη στη διάθεσή τους, ιδίως τη δυνατότητα εφαρμογής χαμηλών τιμών στα εισιτήρια των κινηματογράφων». Ισως αυτή η «ενθάρρυνση» να σχετίζεται και με το, επίσης απογοητευτικό, στοιχείο, ότι το 2000, συνολικά, οι πολίτες της ΕΕ πήγαν σινεμά 2,3 φορές, ενώ οι Αμερικανοί 5,2 φορές!
Στην παραπάνω παράγραφο έχει σημασία να «κρατηθεί» η αναφορά στον ανταγωνισμό, αφού φαίνεται πως η ΕΕ εντοπίζει το ζήτημα του κινηματογράφου και του πολιτισμού εν γένει, μόνο στο επίπεδο του ανταγωνισμού. Γι' αυτό και η έκθεση «υπογραμμίζει την έλλειψη ενός καθεστώτος πραγματικού ανταγωνισμού στον οπτικοακουστικό τομέα και υπενθυμίζει ότι πρέπει να προσαρμοστούν οι νομοθετικές διατάξεις που αφορούν στις κρατικές ενισχύσεις, για να ληφθεί υπόψη ο διπλός πολιτιστικός και εμπορικός χαρακτήρας του οπτικοακουστικού τομέα».
Στην παράγραφο με τον υπότιτλο, «Αλλα μέτρα με στόχο τη βελτίωση της κυκλοφορίας των ταινιών», αναφέρονται, μεταξύ άλλων και τα εξής εφιαλτικά για τον κόσμο του κινηματογράφου: ζητείται να παρασχεθούν κίνητρα στα κράτη - μέλη «για τη διευκόλυνση της δημιουργίας χρηματοπιστωτικών οργανισμών ειδικευμένων στον οπτικοακουστικό τομέα, καθώς και για τη δημιουργία εταιριών επιχειρηματικών κεφαλαίων που θα ανταποκρίνονται καλύτερα στην πρωτοβουλία "Καινοτομία 2000" για οπτικοακουστικά μέσα της ΕΤΕ (σ.σ. Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων) και της Επιτροπής (...)». Και πιο κάτω επισημαίνεται ότι η ΕΤΕ πρέπει να είναι σε θέση «να επεξεργαστεί αποτελεσματικά τους φακέλους που της υποβάλλονται». «Προς το σκοπό αυτό κρίνει αναγκαίο να δημιουργήσει η ΕΤΕ μια ειδικευμένη υπηρεσία για τα θέματα του οπτικοακουστικού τομέα. που να συγκεντρώνει τα αιτήματα και να απασχολεί εξειδικευμένο προσωπικό για την αξιολόγηση τέτοιων σχεδίων».
Τα παραπάνω σημαίνουν πιο απλά, ότι η παραγωγή ευρωπαϊκών ταινιών και άλλων οπτικοακουστικών έργων θα εξαρτάται από τράπεζες ή από «εταιρίες επιχειρηματικών κεφαλαίων», ενώ, η επιλογή των έργων που θα χρηματοδοτηθούν θα γίνεται από ένα «παραμάγαζο» της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων! Δε χρειάζεται ιδιαίτερη σκέψη για το τι είδους έργα θα χρηματοδοτούνται και ποια θα απορρίπτονται, ενώ είναι φανερό πως δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για «ανεξαρτησία» και «ελευθερία» των δημιουργών. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την πιο απροσχημάτιστη έκφραση της υπαγωγής του δημιουργού στις ανάγκες που γεννά ο ανταγωνισμός του κεφαλαίου. Γεγονός που είχε σημειώσει ο Μαρξ από την εποχή «Μανιφέστου» ακόμα, για να μην ξεχνιόμαστε...
Ολα αυτά τα μέτρα, βέβαια, πρέπει να έχουν και το κατάλληλο «νομικό» υπόβαθρο, για να περνούν απρόσκοπτα. Γι' αυτό και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο στην έκθεση «εκφράζει την ικανοποίησή του για τις σκέψεις που θα ανταλλαγούν στο πλαίσιο της Συνέλευσης για το Μέλλον της Ευρώπης και ζητεί την καθιέρωση της ειδικής πλειοψηφίας για το άρθρο 151 της Συνθήκης ΕΚ» (σ.σ. Συνθήκη του Μάαστριχτ). Πρόκειται για το γνωστό άρθρο για τον πολιτισμό, με το οποίο η ΕΕ «ενταφιάζει» την πολιτισμική διαφορετικότητα στην Ευρώπη. Με την «ειδική πλειοψηφία», τα κυρίαρχα κράτη - μέλη της Ενωσης, τα οποία συμβαίνει να αποτελούν και τις κυρίαρχες κινηματογραφικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, θα μπορούν να προστατεύουν τα συμφέροντα των μονοπωλίων τους σε σχέση, όχι μόνο με τα αμερικανικά, αλλά και με τα ενδοευρωπαϊκά. Κι αυτό γιατί δε θα υπάρχει η, ενίοτε ενοχλητική για τους «μεγάλους», αρχή της ομοφωνίας στις αποφάσεις.
Αυτές οι ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις -καθώς και μερικά μικρότερα κράτη αλλά με διαφορετικό ρόλο στην ΕΕ- έχουν ήδη «ανοίξει» τις αγορές τους στα μονοπώλια του οπτικοακουστικού τομέα. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα συγκροτήματα των κινηματογραφικών αιθουσών που βρίσκονται ήδη και στη χώρα μας. Η Αγγλία είναι ο «παράδεισος» των πολυεθνικών του είδους, αφού μόλις το 11% των 686 κινηματογράφων της διαθέτουν μια οθόνη, το 8% δύο οθόνες και το 51% πάνω από οκτώ οθόνες. Το 44% στο Λουξεμβούργο και το 48% των κινηματογράφων στο Βέλγιο διαθέτουν πάνω από οκτώ οθόνες. Στην Ελλάδα εξακολουθούν να αντιστέκονται οι παραδοσιακοί κινηματογράφοι έναντι των τραστ αιθουσών. Ετσι, το 84% των 322 κινηματογράφων στην Ελλάδα διαθέτουν μία οθόνη προβολής (το υψηλότερο στην ΕΕ). Η Ιταλία που ακολουθεί την Ελλάδα στο ποσοστό των παραδοσιακών κινηματογράφων, αν και ισχυρή χώρα στην ΕΕ, μάλλον έχει αντιστάσεις για ιστορικούς λόγους που έχουν σχέση με το πώς αναπτύχθηκε η κινηματογραφία στη χώρα.
Το σίγουρο είναι πως ο ελληνικός κινηματογραφικός κόσμος, σε συνεργασία με τις υγιείς δυνάμεις των δημιουργών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, θα πρέπει να αντισταθεί σε αυτές τις αποφάσεις.