ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Πολιτική αύξησης της κερδοφορίας και της εκμετάλλευσης
Κυριακή 1 Σεπτέμβρη 2002

Ολες τις τελευταίες μέρες έγινε πολύς ντόρος για τις τιμές στην αγορά, τις συνεχείς ανατιμήσεις και την ακρίβεια που φουντώνει κατά κύματα τσουρουφλίζοντας τα λαϊκά νοικοκυριά. Το ποιος επιβάλλει και ποιος κερδίζει από τις ανατιμήσεις, δε χρειάζεται πολλή κουβέντα. Αν αναλογιστούμε απλά ότι από τα τέλη της δεκαετίας του '40 οι εμποροβιομήχανοι της χώρας πρόβαλαν, με διάφορες κατά καιρούς διατυπώσεις, την αξίωση για την πλήρη - τελικά - απελευθέρωση της αγοράς, έχουμε την απάντηση στο πιάτο. Το γεγονός ότι η αξίωσή τους αυτή υλοποιήθηκε ολοκληρωτικά από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ στα τέλη της δεκαετίας του '80 και από την κυβέρνηση της ΝΔ στις αρχές δεκαετίας του '90, συνδέεται περισσότερο με τα γενικότερα σχέδια ανάπτυξης και εδραίωσης του καπιταλισμού στη χώρα, αλλά και με τους συσχετισμούς των κοινωνικών δυνάμεων, όπως εξελίχτηκαν όλα αυτά τα χρόνια.

Οι τιμές των προϊόντων και η διαμόρφωσή τους ανάλογα με τα δεδομένα που υπάρχουν για τους κεφαλαιοκράτες στην αγορά, είναι οπωσδήποτε μια πηγή αύξησης της κερδοφορίας των επιχειρηματιών. Ομως, το ζουμί, όπως δείχνουν και τα επίσημα στοιχεία, βρίσκεται αλλού, Βρίσκεται στην απλήρωτη εργασία των εργαζομένων, που είναι και η μοναδική πηγή για τη δημιουργία του κεφαλαίου. Ετσι, οι επιχειρηματίες κλέβουν τους εργαζόμενους με δύο τρόπους. Ως εργάτες στις επιχειρήσεις τους, όπου τους παρακρατούν την υπεραξία και ως καταναλωτές πουλώντας τους όσο γίνεται πιο ακριβά τα προϊόντα κατανάλωσης. Για τις τιμές της αγοράς, οι περισσότεροι έχουν πλέον εικόνα. Η αισχροκέρδεια, η μόνιμη δηλαδή τάση και σταθερή επιδίωξη του κεφαλαίου να κερδίζει όσο γίνεται περισσότερα, έχει οδηγήσει σε μια θεαματική κούρσα ανατιμήσεων. Την ίδια στιγμή η άμεση εκμετάλλευση των εργαζομένων στους χώρους δουλιάς, παίρνει πρωτοφανείς διαστάσεις.

Απίστευτα κέρδη


Η πορεία για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, μια περίοδο κατά την οποία οι εργαζόμενοι κλήθηκαν να πληρώσουν με σκληρή λιτότητα και υπονόμευση του βιοτικού τους επιπέδου συνολικά το τίμημα του ευρώ, για τους μεγαλοεπιχειρηματίες αποδείχτηκε περίοδος σημαντικής αύξησης της κερδοφορίας τους. Ηταν παράλληλα περίοδος παραπέρα έντασης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, αφού διευρύνθηκαν ακόμα περισσότερο τα κέρδη που αποσπούν οι μεγαλοεπιχειρηματίες για κάθε εργαζόμενο που απασχολούν. Συγκεντρωτικά στοιχεία για την πορεία των επιχειρήσεων, υπάρχουν μέχρι και την 31η του Δεκέμβρη του 2000, από όπου προκύπτει και η εξέλιξη των καθαρών κερδών των μεγαλοεπιχειρηματιών. Στο διάστημα λοιπόν από το 1998 μέχρι και το 2000, οι μεγαλοεπιχειρηματίες (οι ΑΕ και ΕΠΕ) κατά κλάδο εμφάνισαν κέρδη που πλησίασαν τα 10 τρισεκατομμύρια δραχμές! Αναλυτικότερα:

Στους πίνακες 1, 2 και 3 φαίνεται με τον πλέον αποκαλυπτικό τρόπο η εξέλιξη των επιχειρηματικών κερδών σε όλους τους κλάδους της βιομηχανίας, του εμπορίου και των υπηρεσιών. Μόνο που, κοιτώντας τα στοιχεία αυτά καλό είναι να έχουμε υπόψη μας ότι: Πρώτον, οι αριθμοί και τα ποσοστά αναφέρονται σε μέσους όρους. Αυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα σε κάθε κλάδο υπάρχουν μερικές, λίγες επιχειρήσεις - οι θεωρούμενες πιο ισχυρές - οι οποίες παρουσιάζουν πολύ πιο σημαντική αύξηση κερδών και πολλές των οποίων τα σχετικά ποσοστά είναι σαφώς μικρότερα. Δεύτερον, η εξεταζόμενη περίοδος χαρακτηρίστηκε από μαζικές εξαγορές - συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, δηλαδή, οι επιχειρήσεις που ήταν αγοραστές σε μια επιχειρηματική πράξη, αφαίρεσαν από τον όγκο των κερδών τους το τίμημα της αγοράς της άλλης επιχείρησης και άρα η κερδοφορία ουσιαστικά είναι μεγαλύτερη από αυτή που εμφανίζεται στους σχετικούς ισολογισμούς. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των εμπορικών επιχειρήσεων στο κλάδο των τροφίμων. Ιδού πώς αλλοιώνεται η επίσημη και φαινομενική κερδοφορία σε δύο μόνο περιπτώσεις. Για παράδειγμα, το 1990 η αλυσίδα «ΑΒ Βασιλόπουλος» άνοιξε 5 νέες μονάδες κόστους 3 δισεκατομμυρίων δραχμών, ενώ κατέβαλε και ως προκαταβολή 2 δισ. δρχ. για την εξαγορά των αλυσίδων «ΤΡΟΦΟ» και «ΕΝΑ». Την ίδια ακριβώς περίοδο η φίρμα «ΑΤΛΑΝΤΙΚ» άνοιξε 4 νέα καταστήματα, ενώ εξαγόρασε και τη «ΓΑΛΗΝΟΣ - ΛΟΥΤΑΡΗΣ» μια σημαντική αλυσίδα με πάνω από 20 μονάδες. Τρίτον, η ακριβής κλαδική εξέλιξη της κερδοφορίας στο τομέα των υπηρεσιών δεν είναι εύκολο να αποτυπωθεί, επειδή το 1999 άλλαξε ο τρόπος κωδικοποίησης των κλάδων στις υπηρεσίες και άρα και στο σχετικό πίνακα τα κέρδη είναι μικρότερα από τα πραγματικά. Ωστόσο, ακόμα και με αυτές τις διευκρινίσεις τα στοιχεία, για το ποιος ωφελήθηκε από την οικονομική πολιτική, είναι εύλογα. Και προκλητικά.

Απροκάλυπτη κλοπή


Η πρόκληση γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν παρατηρήσουμε τα κέρδη ανά εργαζόμενο που τσεπώνουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες. Εδώ η κλοπή είναι καταφανής και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με κανένας τρόπο και από κανέναν! Τι λένε τα στοιχεία; Οτι το 2000 κατά μέσο όρο οι περί τους 700.000 εργαζόμενους στις μεγάλες επιχειρήσεις όλων των κλάδων της οικονομίας του ιδιωτικού τομέα προσέφεραν με την εργασία τους 5.700.000 δραχμές ο καθένας στο αφεντικό του, ως εμφανή απλήρωτη εργασία, ποσό που είναι αισθητά χαμηλότερο από το εισόδημα των εργαζομένων. Στο πίνακα 4 παρουσιάζονται οι κλάδοι όπου τα καθαρά κέρδη ανά εργαζόμενο είναι πάνω από 5 εκατομμύρια δραχμές, ενώ δε συμπεριλήφθηκαν ορισμένες πιο... ακραίες περιπτώσεις κλάδων. Για παράδειγμα, ο κλάδος «εταιρίες επιχειρηματικού κεφαλαίου», όπου το καθαρό κέρδος ανά εργαζόμενο ήταν 1,2 δισεκατομμύρια δραχμές, «εταιρίες χαρτοφυλακίου και επενδύσεων» (427, 3 εκ. δρχ.) κλπ. Πέρα από τα στοιχεία:






Κείμενα - Επεξεργασίες
Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ