ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
Εξελίξεις στην υπηρεσία των μεγαλοεπιχειρηματιών

Η κυβερνητική πολιτική αποτέλεσε ενα πρώτης τάξεων λίπασμα για τη θεαματική βελτίωση των μεγεθών των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων

Κυριακή 15 Σεπτέμβρη 2002

Μία από τις πλέον χρυσοφόρες περιόδους της ιστορίας τους διανύουν οι μεγαλοβιομήχανοι στην Ελλάδα, που κατάφεραν να κάνουν πράξη τους στόχους που έθεταν από κοινού με τους κυβερνώντες, όταν, μετά την πρώτη εκλογική νίκη του Κ. Σημίτη, δημιουργούσαν το όραμα της ένταξης στην ΟΝΕ. Η τετραετία 1997-2000 αποδείχτηκε περίοδος ραγδαίας αύξησης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, που είχε σαν αποτέλεσμα να οδηγήσει όχι μόνο σε θεαματική αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων και σε εντυπωσιακή βελτίωση των λεγόμενων θεμελιωδών στοιχείων τους, αλλά και σε μεγάλες ανακατατάξεις και εσωτερικές αναδιαρθρώσεις, στις ίδιες τις επιχειρήσεις. Αποδείχτηκε μια περίοδος ...«επένδυσης» για τους μεγαλοεπιχειρηματίες, ώστε με λιγότερο κόστος και συνέπειες να ξεπεράσουν την οικονομική κρίση, όποτε κι αν αυτή εμφανιζόταν. Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό, μάλιστα, με τη σημαντική και συνεχιζόμενη αύξηση του αριθμού και των ποσών των καταναλωτικών δανείων, που αφειδώς δίνονται τα τελευταία χρόνια από τις εμπορικές τράπεζες διατηρώντας την ιδιωτική κατανάλωση στα ίδια περίπου επίπεδα, συνέτειναν στην επιβράδυνση του οικονομικού κύκλου. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η διαιωνιζόμενη πολιτική λιτότητας θα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε ύφεση από το δεύτερο κι όλας εξάμηνο του 2001.

Μια στοιχειώδης παρατήρηση των ισολογισμών, που δημοσίευσε η ICAP και που αφορούν τις 5 χιλιάδες περίπου μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στη χώρα, δείχνει ότι, μέσα στην τετραετία 1997 - 2000:

ΠΡΩΤΟΝ: Ο αριθμός των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων - των ΑΕ και των ΕΠΕ - αυξήθηκε κατά 33%. Από 3.908 το 1997 έφτασαν τις 5.196 στα τέλη του 2000. Οι διαφορές που παρατηρούνται στον αριθμό των επιχειρήσεων οφείλονται κατά κύριο λόγο στην, τουλάχιστον κατά 50%, αύξηση των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε κλάδους, όπως «εφημερίδες - περιοδικά», «έπιπλα», «ηλεκτρικές συσκευές - φωτιστικά», «προϊόντα ξύλου - φελλού». Η αύξηση των επιχειρήσεων στους συγκεκριμένους κλάδους ήταν αποτέλεσμα διαφόρων συγκυριών, που ξεφεύγουν από τις γενικότερες διαδικασίες των ανακατατάξεων στις επιχειρήσεις λόγω εξαγορών και συγχωνεύσεων. Για παράδειγμα, στο χώρο της έκδοσης εφημερίδων και περιοδικών, η αύξηση οφείλεται κύρια στην εμφάνιση αρκετών εξειδικευμένων περιοδικών, πολλά από τα οποία εξασφάλισαν και χρηματοδοτήσεις από την ΕΕ και την εμφάνιση δεκάδων νέων εφημερίδων και άλλων εντύπων για θέματα Χρηματιστηρίου κ.ο.κ. Η αύξηση των επιχειρήσεων στο χώρο του επίπλου αποδίδεται περισσότερο στο γεγονός ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια είχαν διακόψει, λόγω της κρίσης που περνούσαν, δεκάδες επιχειρήσεις του κλάδου, ενώ σε ό,τι αφορά στον κλάδο «ηλεκτρικές συσκευές» η αύξηση του αριθμού των εταιριών αποδίδεται στην εμφάνιση μεγάλων επιχειρήσεων, ορισμένες φορές, μικρής προστιθέμενης αξίας, που έσπευσαν με την εμφάνισή τους να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση για εμπορεύματα του κλάδου.

Την ίδια περίοδο, σημειώθηκε μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων σε κλάδους όπως ο «καπνός» (-17,4%) και τα «προϊόντα καπνού» (-16,7%), «εμφιάλωση υγραερίων» (-7,1%) και «υποδήματα - δερμάτινα είδη» ( -1,3%). Στις τρεις πρώτες περιπτώσεις, η μείωση οφείλεται σε εξαγωγές που σημειώθηκαν στο χώρο, ενώ, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, δύσκολες μέρες φαίνεται πως περνά και πάλι ο κλάδος «υποδήματα - δερμάτινα είδη», κύρια λόγω της σημαντικής αύξησης των εισαγωγών εμπορευμάτων του κλάδου από το εξωτερικό.

Ο αριθμός, βέβαια, των 1.288 επιχειρήσεων, που είναι η διαφορά μεταξύ των δύο περιόδων, είναι πολύ μικρός αν συγκριθεί με τη λεγόμενη «κινητικότητα της βιομηχανίας». Τα αναλυτικά, δηλαδή, στοιχεία και το άθροισμα των βιομηχανικών επιχειρήσεων που αφ' ενός πρωτοεμφανίστηκαν στην αγορά, αφ' ετέρου διέκοψαν την παραγωγική τους δραστηριότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ, μόνο το 2000 εμφανίστηκαν 704 νέες επιχειρήσεις, ενώ παράλληλα οι «επιχειρήσεις που αποχώρησαν» ήταν 594 («Η ελληνική βιομηχανία το 2001», σελ.70).

ΔΕΥΤΕΡΟ: Παρά το γεγονός ότι παρατηρήθηκε αισθητή αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων και της οικονομικής τους (παραγωγικής και μη) δραστηριότητας, δυσανάλογη ήταν η εξέλιξη σε ό,τι αφορά το απασχολούμενο εργατικό δυναμικό. Αν και σύμφωνα με τα λεγόμενα των κυβερνώντων η πολιτική τους οδηγεί σε συνεχή δήθεν αύξηση της απασχόλησης, το προσωπικό των βιομηχανιών στα τέσσερα εξεταζόμενα χρόνια αυξήθηκε κατά 37.510 εργαζόμενους ή ποσοστό 15,7%. Ενδεικτικό των ανακατατάξεων που σημειώνονται στη βιομηχανία, αλλά και στον τομέα της απασχόλησης είναι οι εξελίξεις που σημειώθηκαν στην απασχόληση στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας. Σε ορισμένους κλάδους είχαμε, μάλιστα, σημαντική μείωση της απασχόλησης, όπως στους κλάδους «καπνός» (-29,7%), «εμφιάλωση υγραερίων» (-21,6%), «δέρμα - γούνα» (-17,3%), «φάρμακα - καλλυντικά» (-9,5%), «ενδύματα» και «υποδήματα - δερμάτινα είδη» (-7%). Στους κλάδους αυτούς, αν και είχαμε αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων κατά 40, σημειώθηκε απόλυτη μείωση του προσωπικού κατά 5.000 τουλάχιστον άτομα.

Βεβαίως, υπήρχαν και κλάδοι, όπου σημειώθηκε αύξηση της απασχόλησης σε ποσοστό μεγαλύτερο του μέσου όρου. Στις πρώτες θέσεις, οι κλάδοι των πετρελαιοειδών, των εκτυπώσεων και των εκδόσεων ποσοστά αύξησης του προσωπικού πάνω από 50%, που όμως αντιπροσωπεύουν όλο κι όλο περί τις 5.000 «νέες» θέσεις προσωπικού.

Διπλασιάστηκε το ενεργητικό

ΤΡΙΤΟ: Οι αυξημένες πωλήσεις των βιομηχάνων, η ιδιαίτερα μεγάλη κερδοφορία των επιχειρήσεών τους, οι καθηλωμένες αποδοχές των εργαζομένων και οι χρηματιστηριακής (για τις εισηγμένες επιχειρήσεις) κατεύθυνσης «κινήσεις» των μεγαλοεπιχειρηματιών, είχαν σαν αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση του ενεργητικού των βιομηχανικών επιχειρήσεων, δηλαδή της περιουσίας που διαθέτουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι από 8,5 τρισεκατομμύρια δραχμές το 1997, το ενεργητικό τους έφτασε τα 15,9 τρισεκατομμύρια το 2000. Στην πρώτη θέση των κερδισμένων βρέθηκαν οι επιχειρήσεις κλάδων (σε παρένθεση το ποσοστό αύξησης) όπως: «πετρέλαιο - άνθρακας» (298%), «εφημερίδες- περιοδικά» (200%) και «εκδόσεις- εκτυπώσεις» (186%). Υπερδιπλασιασμό του ενεργητικού τους, με μικρότερα ποσοστά, πέτυχαν οι επιχειρήσεις των κλάδων «ηλεκτρολογικός εξοπλισμός», «ποτά», «μεταλλικά προϊόντα», «έπιπλα».

Στον αντίποδα βρέθηκε ο κλάδος «δέρμα - γούνα», που είναι ο μοναδικός στον οποίο παρουσιάστηκε αρνητική εξέλιξη, με μείωση του ενεργητικού κατά 26,8%.

ΤΕΤΑΡΤΟ: Θεαματικά είναι και τα στοιχεία που αφορούν τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων. Η ανοδική συγκυρία αφενός παράλληλα με την υψηλή κερδοφορία, αλλά και την τεράστια κομπίνα που έστησαν οι μεγαλοεπιχειρηματίες στο Χρηματιστήριο της Αθήνας την περίοδο 1998-2000, οδήγησε στη μεγάλη εισροή κεφαλαίων προς τις επιχειρήσεις. Τα ίδια κεφάλαια των μεγαλοβιομηχάνων σχεδόν διπλασιάστηκαν και έφτασαν στα πρωτοφανή επίπεδα των 7,8 τρισεκατομμυρίων δραχμών, «καταχτώντας» μάλιστα μια πρωτοφανή για τα δεδομένα των Ελλήνων βιομηχάνων σχέση ενεργητικού προς ίδια κεφάλαια. Στην κορυφή της αύξησης των ιδίων κεφαλαίων βρέθηκαν οι επιχειρήσεις που πρωταγωνίστησαν στα γύρω από τη Σοφοκλέους παιχνίδια, με εισόδους επιχειρήσεων στο ΧΑΑ ή με αυξήσεις μετοχικών κεφαλαίων ή και τα δύο. Η αύξηση των ιδίων κεφαλαίων έφτασε σε ποσοστά το 457% (!!!) για τον κλάδο «εφημερίδες - περιοδικά», πάνω από 200% για τις «εκδόσεις - εκτυπώσεις» και «πετρέλαιο - άνθρακας» και πάνω από 100% για εννέα ακόμα κλάδους.

Μείωση των ιδίων κεφαλαίων σημειώθηκε σε δύο μόνο κλάδους. Στα «υποδήματα - δερμάτινα είδη» με ποσοστό 2,6% και στην «εμφιάλωση υγραερίων» με ποσοστό 8,8%.

ΠΕΜΠΤΟ: Ολα τα παραπάνω -και ως συνέπεια των παραπάνω- έδωσαν ακόμα μια θεαματική εξέλιξη για τους βιομηχάνους. Μειώθηκε αισθητά ο λόγος των «υποχρεώσεων» που έχουν οι επιχειρήσεις σε σχέση με το σύνολο του ενεργητικού τους. Με δυο λόγια οι υποχρεώσεις τους αυξήθηκαν με μικρότερους ρυθμούς από ό,τι τα υπόλοιπα επιχειρηματικά δεδομένα, κάτι που εκφράζεται και στην πτώση του δείκτη «δανειακής επιβάρυνσης» των βιομηχανικών επιχειρήσεων. Να θυμίσουμε ότι τη δεκαετία του '80 ο δείκτης αυτός ήταν στο 100%, το 1990 είχε διαμορφωθεί στο 71%, το 1997 είχε πέσει στο 53% και το 2000 έφτασε στο 50%!


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ