Τη θέση αυτή, που διατύπωσε ο Κ. Μαρξ, επιβεβαιώνουν τα επίσημα στοιχεία του ελληνικού κράτους, που καταγράφουν από τη μια εκρηκτική άνοδο των κερδών και από την άλλη μισθολογική λιτότητα, με ταυτόχρονη αύξηση των απολύσεων και των εργατικών ατυχημάτων
Τα στοιχεία που παραθέτουμε στη συνέχεια στους πίνακες 1 και 2, (διαχρονική εξέλιξη των εργατικών ατυχημάτων, ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, των κερδών, των πωλήσεων, των κατώτατων ημερομισθίων, του πληθωρισμού κλπ.), σκιαγραφούν -με τη γλώσσα των αριθμών- από τη μια την ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο και από την άλλη ποιων τα συμφέροντα διασφαλίζει η εφαρμοζόμενη πολιτική.
Πρώτον, ο πλούτος της χώρας -όπως καταγράφεται με την αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου προϊόντος σε σταθερές τιμές 1995): αυξήθηκε κατά 22,2%. Ομως -όπως φαίνεται από τα στοιχεία του πίνακα- τη μερίδα του λέοντας από την αύξηση του εγχώριου πλούτου την καρπώθηκαν οι μεγαλοεπιχειρηματίες, ενώ για τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους έμειναν ψίχουλα.
Δεύτερον, τα κέρδη των μεγάλων εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων, τραπεζών και άλλων επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών (ΑΕ και ΕΠΕ), δημόσιων- ημιδημοσίων ή ιδιωτικών εκτινάχτηκαν στα ύψη και ήταν πολλαπλάσια τόσο του ποσοστού αύξησης των πωλήσεων και του πληθωρισμού όσο και των ονομαστικών αυξήσεων που δόθηκαν στους μισθούς και συντάξεις του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Μόνο τα καθαρά προ φόρων κέρδη των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων (ΑΕ και ΕΠΕ, κερδοφόρων και ζημιογόνων), αυξήθηκαν το 2000 συγκριτικά με το 1993 κατά 394,7%! Ετσι, η μάζα των κερδών όλων των βιομηχανικών επιχειρήσεων από 161,8 δισ. δραχμές που ήταν το 1993, ξεπέρασε τα 800 δισ. δραχμές το 2000. Η αύξηση αυτή προήλθε με μια μικρή σχετικά αύξηση (123,4%) των πωλήσεων. Αξίζει να σημειωθεί, παρενθετικά, ότι ανάλογα -προκλητικά μεγάλα- ποσοστά αύξησης κερδών, εμφανίζουν για την ίδια περίοδο τόσο οι τράπεζες όσο και άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του εμπορίου, των υπηρεσιών, της ναυτιλίας κλπ.
Τρίτον, το μερίδιο των μεικτών κερδών στο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες. Από 8,8% που ήταν το 1993 έφτασε 11,8% το 2000. Ιδιαίτερα μεγάλη ήταν η αύξηση του μεριδίου των καθαρών, προ φόρων, κερδών στο ΑΕΠ, καθώς από 0,6% που ήταν το 1993 εκτινάχτηκε στο 2,5%του ΑΕΠ το 2000.
Τέταρτον, οι φόροι που πλήρωσαν οι βιομηχανικές επιχειρήσεις στα ταμεία του κράτους αυξήθηκαν κατά 229%, ενώ όπως προαναφέρθηκε τα κέρδη τους αυξήθηκαν κατά 800%. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, που να μας πληροφορούν για το ποσοστό αύξησης των επιστροφών φόρων και άλλων δαπανών του κράτους (με τη μορφή παροχών, φοροαπαλλαγών κλπ. που δόθηκαν στους βιομήχανους με πρόσχημα την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας, της επιχειρηματικότητας κλπ.).
Πέμπτον, η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων αυξήθηκε από 9,2% το 1993 σε 10,3% το 2000. Ο δείκτης της αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων, μας πληροφορεί για την ταχύτητα επιστροφής των χρημάτων που βάζουν από την τσέπη τους στις εταιρίες τους οι επιχειρηματίες. Δηλαδή, πόσες δραχμές παίρνει πίσω σε ένα χρόνο -κατά μέσο όρο- κάθε βιομήχανος, στις 100 δραχμές που έχει τζιράρει από την τσέπη του στην επιχείρηση.
Ολα τα παραπάνω στοιχεία: