Αποκαλυπτικά στοιχεία για την εξέλιξη των κερδών των βιομηχάνων κατά κλάδο, την τετραετία 1997-2000
Ξεχωριστό ρόλο στην παρακολούθηση των εξελίξεων στο χώρο της βιομηχανίας έπαιζαν και εξακολουθούν να παίζουν τα καθαρά κέρδη των βιομηχανικών επιχειρήσεων. Πολύ περισσότερο που το επιχειρηματικό κέρδος, ανεξάρτητα από τη γενική μορφή που εμφανίζεται, δεν είναι τίποτα άλλο από μέρος της υπεραξίας που κλέβουν οι βιομήχανοι από τους εργαζόμενους. Πρόκειται για κέρδη που σε κάθε περίπτωση φαντάζουν προκλητικά, όταν αναλογίζεσαι τη συνεχή χειροτέρευση των συνθηκών ζωής για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων στη χώρα.
Τα επίσημα καθαρά κέρδη των βιομηχάνων το 2000 έφτασαν τα 825,8 δισεκατομμύρια δραχμές. Το αστρονομικό αυτό ποσό ήταν διπλάσιο από τα αντίστοιχα κέρδη του 1997, σε μια περίοδο που η εξέλιξη των μισθών των εργαζομένων ήταν γύρω στο 10%, ενώ ο επίσημος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή σημείωσε αύξηση της τάξης του 11,8%! Βεβαίως, το γενικό ποσοστό αύξησης των καθαρών κερδών, παραμορφώνει την πραγματικότητα, αφού:
Αν οποιοσδήποτε έχει την παραμικρή αμφιβολία για το πώς εξασφαλίζονται τα κέρδη των βιομηχάνων, η σχετική απάντηση δίνεται από τα στοιχεία που αφορούν τα «κέρδη ανά εργαζόμενο». Εδώ με τον πιο παραστατικό τρόπο αποκαλύπτεται πως μοναδική πηγή αύξησης των κερδών είναι η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Αυτών που έναντι του μόχθου τους εισπράττουν μια μπουκιά ψωμί, επειδή ο υπόλοιπος (μόχθος) είναι η υπεραξία της εργασίας τους που καρπώνεται ο επιχειρηματίας κεφαλαιοκράτης. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το ποσοστό αύξησης των καθαρών κερδών ανά εργαζόμενο για την περίοδο από το 1997 μέχρι το 2000 ήταν:
Εκεί όμως που τα στοιχεία προκαλούν πραγματική έκπληξη, είναι η ανάλυση για τον τρόπο που διανεμήθηκαν τα καθαρά κέρδη, το 1999 και το 2000, ανάμεσα στις διαφορετικού μεγέθους επιχειρήσεις. Βεβαίως, γνωρίζουμε ότι η συγκέντρωση προοδευτικά περισσοτέρων κεφαλαίων και κερδών από όλο και λιγότερες επιχειρηματικές ομάδες της άρχουσας τάξης, αποτελούν νομοτελειακή αρχή στην πορεία του καπιταλισμού. Πρόκειται για μια διαδικασία σχεδόν χωρίς διακοπή, η οποία μπορεί να παρατηρηθεί μέσα από τη σύγκριση μεγάλων χρονικών περιόδων και -όπως είναι φυσικό- εδώ εδράζεται η μέχρι θανάτου αναμέτρηση των κεφαλαιοκρατών, που συνήθως -και μέχρι την ανατροπή του συστήματος- αποβαίνει υπέρ του μεγαλύτερου, από άποψη μεγέθους, κεφαλαίου και πάντα σε βάρος της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων. Παράλληλα, είναι κατανοητό πως για λόγους ειδικής συγκυρίας είναι δυνατόν να εμφανίζονται ακόμα και ακραίες καταστάσεις, που ναι μεν δεν ξεφεύγουν από τους γενικούς κανόνες όταν οι εξελίξεις εξετάζονται σε βάθος χρόνου, αλλά παίζουν το ρόλο του... «σκαλοπατιού» στις γενικότερες διεργασίες και ανακατατάξεις που σημειώνονται στους κόλπους των διαφόρων επιχειρηματικών ομάδων. Παίρνοντας όμως υπόψη ακόμα και αυτές τις παρατηρήσεις, δεν μπορεί κανείς να μη διαπιστώσει ότι το 2000 παρατηρήθηκε μια ιδιαίτερα έντονη ανακατανομή των κερδών ανάμεσα στους βιομηχάνους. Οι πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις απέσπασαν, σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ακόμα μεγαλύτερο μέρος των κερδών με αποτέλεσμα, όπως φαίνεται και από τον ΠΙΝΑΚΑ 2, οι 200 πρώτες να εξασφαλίσουν σχεδόν το 90%, ενώ σε όλες τις υπόλοιπες, τις 4.996, αναλογούσε περίπου το 10%... Σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων της ICAP προκύπτει ότι το 2000 το μέσο καθαρό κέρδος ανά βιομηχανική επιχείρηση ήταν: