«Κυρά, ποτέ δεν είδα άλλοτε τα μάτια σου τόσο θλιμμένα», απαγγέλλει σιγανά με την τραγουδιστή του προφορά ο Pedro από τη Λισαβόνα, καθώς προχωρεί στις μαρμαρένιες πλάκες του καθεδρικού ναού.
Ενας Αύγουστος μακριά από τα νησιά, μακριά από το πυκνό φως της Ελλάδας, είναι ήδη μια πρόκληση. Και η πρόκληση γίνεται πείσμα, όταν αποφασίζεις να τον ζήσεις στη βόρεια Γερμανία, κάτω από το λευκό ουρανό της Ελεύθερης Χανσεατικής Πόλης της Βρέμης, μιας από τις ελάχιστες πόλεις - κράτη που ακόμα αυτοδιοικούνται. Αλλά η θυσία πληρώνεται με κάποια ζεστά χαμόγελα, που γρήγορα σε κάνουν να ξεχάσεις την υπεροψία του λαού των ξανθών κατακτητών και των φιλοσόφων. Ισως γιατί σ' αυτό το ιστορικό κρατίδιο, που για αιώνες ευημερούσε από το εμπόριο της Βόρειας Θάλασσας, οι άνθρωποι εδώ και κάμποσα χρόνια αντικρίζουν το ανάστροφο, το συνοφρυωμένο πρόσωπο της τύχης, εκείνο με το άδειο βλέμμα του άνεργου και του απόκληρου. Σαν το βλέμμα εκείνων που μέρα - μεσημέρι μεθούν στους πάγκους κατά μήκος της Frauenkirche, της εκκλησίας που πλαισιώνει μαζί με τον καθεδρικό του Αγίου Πέτρου, το δημαρχείο, το γυάλινο κτίριο που στεγάζει την τοπική Βουλή και το κεντρικό κατάστημα της ζυθοποιίας Beck's την πλατεία της Αγοράς, στη μέση της οποίας δεσπόζει το υπερμέγεθες άγαλμα του Roland. Ο θρυλικός ιππότης του Μεσαίωνα επιτηρεί εν πλήρει εξαρτύσει την πολύβουη πλατεία, όπου οι μοντέρνες ρεκλάμες γειτονεύουν με τις αναγεννησιακές προσόψεις, όπου τα τέσσερα κατοικίδια του παραμυθιού εξακολουθούν, φυλακισμένα στα μεταλλικά τους ομοιώματα, να τραγουδούν την παράταιρη μελωδία τους και όπου οι τουρίστες, οι μεθυσμένοι, οι μουσικοί και οι φοιτητές χρωματίζουν με πλήθος λαλιές και χρώματα την πιο χαρούμενη ώρα της παράδοξα ηλιόλουστης μέρας.
«Στη δυτική όχθη βλέπετε τα πρώτα σπίτια της ιστορικής συνοικίας του Schnoor, της παλαιότερης γειτονιάς της Βρέμης», λέει η ξεναγός στους επισκέπτες κι εκείνοι απαιτούν να δουν από κοντά τα μικροσκοπικά σπίτια και να τριγυρίσουν στις μπιραρίες και στα αμέτρητα μικρομάγαζα που πουλάνε από χριστουγεννιάτικα στολίδια και παραδοσιακά υφαντά έως αφρικανικά κρουστά και παλιά βιβλία.
Στη γωνία του παλαιοβιβλιοπωλείου σταματάς, όχι μακριά από το Hochzeitshaus, το Σπίτι του Γάμου, που άλλοτε χρησίμευε ως κατοικία για τους επιφανείς ξένους και σήμερα στεγάζει νεόνυμφους από όλο τον κόσμο. Σταματάς ζαλισμένος από το λαβύρινθο των πέτρινων κτιρίων κι έχεις την εντύπωση πως ο 17ος αιώνας θα εμφανιστεί στη στροφή σαν έμπορος ικανοποιημένος ή κόρη με χαμηλωμένα μάτια ή σαν ζητιάνος και παλιάτσος του παντοδύναμου άρχοντα επισκόπου - σαν άνθρωπος γνώριμος και οικείος, δηλαδή. Ο ιδιοκτήτης του μικρού βιβλιοπωλείου, φερμένος απροσδόκητα στην εποχή μας, με την ποιητική αφηρημάδα στα μάτια και το ρομαντικό αέρα στα μαλλιά, δεν πρόκειται να σ' ενοχλήσει αν δε ζητήσεις τη συμβουλή του. Μα, όταν θα τον ρωτήσεις για τον αγαπημένο του ποιητή, τον Friedrich Hlderlin, που έζησε στη μακρινή Σουηδία δυο αιώνες πριν, θα λάμψει το απόμακρό του βλέμμα και με μια φωνή συγκρατημένη από το πάθος του παρελθόντος θα σου αφηγηθεί για κείνη την ένδοξη εποχή των γερμανικών γραμμάτων, θα σου βρει όποιο βιβλίο κι αν θελήσεις και ίσως το χαρίσει, λέγοντας: «Είναι δικό σας. Είχατε, άλλωστε, τόσο μακριά μαλλιά».
«Κυρά, ποτέ δεν είδα άλλοτε τα μάτια σου τόσο θλιμμένα», μουρμουρίζει ο Pedro και δεν ξέρεις αν απευθύνεται στο κορίτσι που έχει δίπλα του ή στο άγαλμα της Παναγίας που σταυρώνει καρτερικά τ' ανήμπορα χέρια στο στήθος - ή, ίσως - ίσως, στην έξαφνα και κάτω από το βόρειο ουρανό από τα βάθη λυπημένη πορτογαλέζικη ψυχή του.