Καθ' οδόν: Στη Νάξο
Κυριακή 13 Οχτώβρη 2002

Οταν γύρισαν οι συνάδελφοι από τις διακοπές τους έμοιαζαν μερικά χρόνια νεότεροι. Ηλιοψημένοι, ξεκούραστοι, με ένα βλέμμα νοσταλγικό και τρυφερό αναπολούσαν τις ημέρες τις ξεγνοιασιάς και με ύφος νωθρό και νωχελικό προσπαθούσαν να «επανενταχτούν» στη ρουτίνα. Τους κοιτούσα με μια δόση ζήλιας. Το ομολογώ, και ρωτούσα σε ποια θάλασσα λούστηκαν, σε ποια δρομάκια περπάτησαν, ποιο λιμάνι έπιασαν επιτέλους. Το περίεργο είναι ότι όλη η πρώτη φουρνιά είχε πάει σύσσωμη(;) αλλά κατά μόνας στη Νάξο. «Πώς αυτό», ρωτώ. «Ετυχε» απαντούν. Εμένα, δυστυχώς, μέχρι στιγμής ποτέ δε μου έτυχε να βρεθώ εκεί και όλες τις αναμνήσεις που ...διατηρώ από αυτό το νησί, που ποτέ μου δεν είδα, είναι εκείνες που κάποτε φαντάστηκα. Δηλαδή τη σκηνή που ο Θησέας εγκαταλείπει την κοιμισμένη Αριάδνη.

Στη Νάξο, λοιπόν, που είναι το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων, με τις εύφορες κοιλάδες με τις ελιές, τα οπωροφόρα δέντρα, τα κηπευτικά, τα αμπέλια, τα χωράφια και τη γαλάζια απέραντη θάλασσα πέρασαν αξέχαστες μέρες πολλοί από τους συναδέλφους μου, που ο καθένας από αυτούς είχε κάτι διαφορετικό να πει, να επαναλάβει, να προσθέσει. Η Χώρα -μου είπαν- είναι απλωμένη στην παραλία και το λόφο με τα εντυπωσιακά λείψανα του κάστρου και τη μαγευτική θέα και καλωσορίζει τον επισκέπτη με την Πορτάρα. Τι είναι η Πορτάρα, θέλω να μάθω. Είναι στην είσοδο του ναού του Απόλλωνα, που άρχισε να χτίζει στα μέσα του 6ου αιώνα ο τύραννος Λυγδάμης, στην περιοχή που οι ντόπιοι αποκαλούν Παλάτια. Τι είναι τα Παλάτια; Τι έχω πάθει και όλο ρωτάω, τους έχω ζαλίσει, το ξέρω αλλά με έχει φάει η περιέργεια, θέλω να μάθω. Είναι μια τοποθεσία που με την πρώτη ματιά φανερώνει ότι εκεί υπήρξε κάποτε ένα λαμπρό παρελθόν, είναι οι δυο μισοτελειωμένοι κούροι Αρχαϊκής Περιόδου, κοντά στον Απόλλωνα με τους τους Μέλανες, αντίστοιχα και τα σημαντικά ευρήματα από τις ανασκαφές, που φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της της Χώρας. Επίσης, η Νάξος διαθέτει αξιόλογα μνημεία που έχουν τη μορφή πύργων -οχυρωμένες κατοικίες διάσπαρτες σε όλο το νησί. Εχει μεγάλη ομορφιά και μεγάλη ποικιλία, λένε. Και σ' αυτό το σημείο συμφωνούν όλοι τους. Και έπειτα σιγή. Σκύβουν το κεφάλι τους πάνω στις εφημερίδες, ανοίγουν τα κομπιούτερ τους και προσπαθούν να στύψουν το μυαλό τους και το παρακαλούν να κατεβάσει κάποια ιδέα. Η λευκή οθόνη τούς τρομοκρατεί, η αλμύρα από τη θάλασσα ακόμη περιπλανιέται στο στόμα τους. Οι μνήμες από την ανάπαυλα είναι νωπές. Ετσι αποφασίζω να προχωρήσω μόνη μου. Δεν ξέρω εάν θα μου μείνει χρόνος για να πάω στην αρχαία πόλη που βρίσκεται στα βόρεια του λιμανιού, στη θέση Γρότα, να δω τα λείψανα των Μυκηναϊκών Χρόνων. Εδώ βρισκόταν σύμφωνα, με τα πορίσματα των ανασκαφών, η αγορά της αρχαίας πόλης. Ούτε στο Κάστρο που είναι, όπως λένε, η γοητευτικότερη περιοχή της Χώρας και είναι χτισμένο στην κορυφή του λόφου και προσφέρει εκπληκτική θέα στο πέλαγος ιδιαίτερα το ηλιοβασίλεμα. Πηγαίνω κατευθείαν στη βιβλιοθήκη μου και βγάζω τον μικρό αλλά περιεκτικό τόμο του Κ. Κερένυι «Η Μυθολογία των Ελλήνων» (εκδόσεις Εστίας). Στην τελευταία παράγραφο της σελίδας 253 διαβάζουμε


«... Σαν Αριάδνη αυτή ήταν η βοηθός του Θησέως στη δολοφονία του αδελφού της, του ταυροκέφαλου γιου του Μίνωος που με το όνομα Μινώταυρος τον ξέρουμε προ παντός σαν τέρας. Με το άλλο του όνομα Αστέριος, ήταν ένα αστέρι για τους δικούς του. Με αυτή την ονομασία προσφωνούσαν επίσης και τον Διόνυσο σαν αγόρι και παιδί των μυστηρίων. Στην πασίγνωστη ιστορία ο ρόλος της Αριάδνης στο φόνο παρουσιάζεται μονόπλευρα, μόνον ως σωτηρία του Θησέα και των παιδιών των Αθηναίων που ρίχτηκαν στο τέρας. Η Αριάδνη έδωσε στον ήρωα τον μίτο, που με τη βοήθειά του θα μπορούσε να ξαναβγεί από τον Λαβύρινθο, την κατοικία του Μινώταυρου. Ο Θησεύς πήρε την Αριάδνη και την αδελφή της Φαίδρα, στο πλοίο. Αλλά στο νησί Δία άφησε την Αριάδνη... Δεν ήταν μονάχη της. Μια διήγηση αναφέρει την παραμάνα της, που την ακολούθησε κι έμεινε μαζί της στο νησί. Ο Θησεύς δεν έκανε γάμο με την Αριάδνη. Οχι βέβαια από απιστία. Διηγόταν ότι ο Διόνυσος του παρουσιάστηκε σ ' όνειρο και του είπε πως το κορίτσι ανήκει σ ' αυτόν τον ίδιο. Οπως φαίνεται από τις περισσότερες διηγήσεις έτσι πρέπει να 'γινε, αν και η Αριάδνη συγκαταλέγεται οπωσδήποτε στις μεγάλες αμαρτωλές, αφού έγινε φόνισσα του ίδιου της του αδελφού. Σύμφωνα με την πολύ γνωστή διήγηση, η Αριάδνη κοιμόταν βαθιά, όταν ο Θησεύς την άφησε. Τότε αντί γι' αυτόν εμφανίστηκε ο Διόνυσος σαν σωτήρας και γαμπρός»..

Κλείνω τα μάτια. Ξεχνώ ότι η Αριάδνη υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του αδελφού της, κλείνω τα αυτιά στα κουτσομπολιά της εποχής... ότι, δηλαδή, η Αριάδνη είχε γίνει γυναίκα του Διονύσου από την εποχή της Κρήτης, αφού εκεί της είχε χαρίσει το χρυσό στεφάνι με τις πολύτιμες πέτρες, το στεφάνι που χρησιμοποίησε για να φέγγει και να δείχνει το δρόμο στο Θησέα στον Λαβύρινθο, στην Κρήτη. Ξεχνώ ότι η Αριάδνη ήταν κατά τα φαινόμενα και μοιχαλίδα και αδελφοκτόνος και εγώ δεν ξέρω τι άλλο και βλέπω μόνον μια ερωτευμένη γυναίκα παραδομένη στον ύπνο. Την παρατηρώ. Είναι, εντελώς ανυποψίαστη τη στιγμή που ο αγαπημένος της την αφήνει. Και τη λυπάμαι. Γιατί; Επειδή πιστεύω ότι για να κοιμηθείς πλάι σε κάποιον σημαίνει ότι εκτός από όλα τα άλλα τον εμπιστεύεσαι. Και ό,τι και να μας λέει ο Θησέας, τα ακούω βερεσέ. Οτι είδε στο όνειρό του τον Διόνυσο και του είπε πως επρόκειτο να την παντρευτεί για αυτό και εκείνος όφειλε να συμμορφωθεί με τις θεϊκές υποδείξεις, να υπακούσει και να την εγκαταλείψει... άνανδρα. Είχε υποχρέωση πρώτα να την ξυπνήσει και να της ανακοινώσει την απόφασή του και μετά «στο καλό». Αλλά δεν τόλμησε και έφυγε σαν τον κλέφτη...

Ανοίγω τα μάτια. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και διαπιστώνω πως τώρα είναι η ώρα να επισκεφτώ τη Νάξο... Τώρα, που δεν έχω τίποτε να φοβηθώ. Ούτε τον έρωτα, ούτε την απιστία, τώρα που δεν πρόκειται να υποστώ τον εξευτελισμό και την εγκατάλειψη. Χαμογελώ στη σκέψη που διασχίζει το νου μου. Η μέση ηλικία έχει και τα καλά της... Τώρα κανένας Θησέας δεν μπορεί πια να σε πληγώσει, αλλά και κανένας Διόνυσος να σε θελήσει. Τόσο το καλύτερο. Φεύγω για τη Νάξο. Τώρα.