Eurokinissi |
Λένε, πως ο λόγος είναι φτωχός, στο ξόδι ενός αγαπητού προσώπου. Ναι, και γίνεται πολύ φτωχότερος, απόλυτα ταπεινός, όταν μέλλει ν' αναφερθείς σε κάποιον που κύριο χαρακτηριστικό του είναι η αφθονία των υπερθετικών επιθέτων που σφράγισαν ολόκληρη την πορεία του.
Ο Θανάσης Παπαρήγας, ο Θανάσης μας, δεν ήταν όποιος - όποιος. Ηταν πάντα ένας από εμάς και ταυτόχρονα διαφορετικός από όλους. Ηταν κάθε στιγμή στην ίδια γραμμή με τους άλλους, αλλά πάντα ξεχωριστός και παρασάγγες πιο μπροστά. Ηταν «ψυχούλα» για οτιδήποτε μικρό και καθημερινό, αλλά και «φευγάτος» στη μαγεία της γνώσης και της ευρυμάθειάς του. Ηταν ο Θανάσης ο Παπαρήγας. Ο ανιδιοτελής αγωνιστής, ο ταλαντούχος της γνώσης, ο σε όλους «αγαπητός σύντροφος».
Ο Θανάσης Παπαρήγας του «Ρ», ήταν από τις σπάνιες περιπτώσεις συντρόφων με τέτοια διανοητική εμβέλεια. Βαθύς γνώστης του Μαρξισμού - Λενινισμού, που όσο λίγοι τον αξιοποιούσε σαν εργαλείο στην καθημερινή μελέτη και ανάλυση. Απόλυτα αφοσιωμένος στην υπόθεση της εργατικής τάξης και της πάλης για τον κομμουνισμό, ήταν ένας διανοούμενος και αταλάντευτος μαχητής για την αλλαγή της κοινωνίας. Ο τεράστιος πλούτος των γνώσεων, η συνεχής μελέτη και αναζήτηση τον είχε καταστήσει ως έναν από τους λίγους γνώστες και μελετητές της ιστορικής πορείας των λαών.
Το γνωρίζουν οι πάντες. Υπήρξε από τους πλέον παραγωγικούς συντάκτες του «Ρ». Από τα τέλη της δεκαετίας του '70 και μέχρι τώρα, αποτελούσε τη «λύση», για κάθε «περίεργο», κάθε «σκαμπρόζικο», κάθε εξεζητημένο ιδεολογικοπολιτικό, θεωρητικό, ιστορικό ή και πολιτικό θέμα, που για τους υπόλοιπους είχε μεγάλο βαθμό δυσκολίας και αποτελούσε ρίσκο. Με μια βαλίτσα, που πάντα ήταν έτοιμη και με ένα διαβατήριο που συχνά προκαλούσε φόβο και τρόμο μην το χάσει ή το ξεχάσει σε κάποιο γκισέ, επισκέφτηκε δεκάδες χώρες και γνώρισε δεκάδες λαούς και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ακαταμάχητο εργαλείο και όπλο του οι πολύπλευρες ιστορικές και σύγχρονες πολιτικοκοινωνικές γνώσεις του και οι πολλές -πάρα πολλές- γλώσσες τις οποίες γνώριζε και άλλες τόσες, στις οποίες μπορούσε να συνεννοηθεί.
Ενας σύντροφος που ποτέ δεν ήταν της τυπικότητας και του «δήθεν», δεν έμπαινε σε καλούπια. Σαν γνήσιος στοχαστής και μελετητής τους ιστορικού υλισμού και της θεωρίας μας, του ταίριαζε καλύτερα να ασχολείται με τον πλούτο της γνώσης και τις δημιουργικές αναζητήσεις του, παρά να «ξοδεύεται» στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Τα γραφτά του στο «Ρ», σπάνια ήταν κατά παραγγελία. Και πώς θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, αφού συνήθως επρόκειτο για κείμενα - θέματα μοναδικά, που μόνο εκείνος μπορούσε να χειριστεί και να παρουσιάσει. Τα «κατά παραγγελία» κείμενα δεν του άρεσαν. Ηταν, όμως, από τους πλέον συνεπείς στις υποχρεώσεις που αναλάμβανε -ή του ανατίθονταν- συντάκτης της εφημερίδας. Ενας ακούραστος εργάτης στην καθημερινή έκδοση του «Ρ».
Την ίδια στιγμή βέβαια, διαδήλωνε με τον επίσης μοναδικό του τρόπο και την κομμουνιστική αισιοδοξία που πρέπει πάντα να συνοδεύει τη σκέψη -και κύρια τη δράση- του κομμουνιστή. Ετσι, στο 13ο επίσης Συνέδριο, μετά την αναφορά του στη λενινιστική άποψη για τον «καπιταλισμό που σαπίζει», συμπλήρωσε:
«Ξέρω, ξέρω, σύντροφοι. Πολλοί ίσως γελάσουν ακούγοντας μια τέτοια έκφραση μέσα στη σημερινή συγκυρία. Τους προειδοποιώ όμως: Αν, κατά κανόνα, ισχύει η αρχή "γελά πιο καλά όποιος γελάει τελευταίος", στην περίπτωση αυτή ισχύει το ότι "τελευταίος και γοερότερα θα κλάψει αυτός που, σήμερα, γελάει πρώτος»...