«Επιχειρησιακή ειρήνευση»
Κυριακή 27 Φλεβάρη 2000

Associated Press

«Λέει ψέματα ο Π. Μέντελσον», γράφει η αφίσα σε κάποιο δρόμο του Μπέλφαστ
Λευκός Οίκος: Ο Πρόεδρος Κλίντον ανακοίνωσε σήμερα ότι πρόκειται να ξεκινήσει σε δύο βδομάδες μία βομβιστική καμπάνια κατά της Αγγλίας, εκτός εάν επικυρωθεί η ειρηνευτική συμφωνία για την απόσχιση της επαρχίας της Βόρειας Ιρλανδίας.

«Κάνοντας χρήση της λογικής που αντλήσαμε από την επέμβασή μας στο Κοσσυφοπέδιο, αποφασίσαμε να προσθέσουμε, αυξητικώς, μία λίστα ειρηνευτικών πρωτοβουλιών στις οποίες θα ηγηθούμε σε όλο τον πλανήτη» τόνισε χαρακτηριστικά στη δήλωσή του.

Σε συνέντευξη Τύπου αναφέρθηκε ότι σε εβδομαδιαία βάση, η κυβέρνηση Κλίντον θα επεμβαίνει στις παρακάτω περιοχές:

Εβδομάδα 1 - Βομβαρδισμός της Αγγλίας για να απελευθερωθεί η Βόρεια Ιρλανδία.

Εβδομάδα 2 - Βομβαρδισμός της Αγκυρας, της Βαγδάτης και της Τεχεράνης για να απελευθερωθούν οι Κούρδοι.

Εβδομάδα 3 - Βομβαρδισμός της Αφρικής για να σταματήσει τη σφαγή των Τούτσι από τους Χούτου.

Εβδομάδα 4 - Βομβαρδισμός της Κωνσταντινούπολης και της Αθήνας για να επιλυθεί το Κυπριακό.

Εβδομάδα 5 - Βομβαρδισμός της Μαδρίτης για να απελευθερωθεί η Χώρα των Βάσκων.

Εβδομάδα 6 - Βομβαρδισμός της Οτάβα για να απελευθερωθεί το Κεμπέκ κλπ...

Φυσικά δεν πρόκειται για «πραγματική» είδηση, αλλά για ένα κείμενο το οποίο κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κοσσυφοπεδίου από το Διεθνικό Ιδρυμα Ερευνών για την Ειρήνη και το Μέλλον, ως ένα σατυρικό κείμενο που καυτηριάζει με τον πιο τραγικό τρόπο την παρεμβατική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών... πάντα για ανθρωπιστικούς λόγους.

Αυτή η παρεμβατική πολιτική των ΗΠΑ, στην περίπτωση της Βόρειας Ιρλανδίας, είναι άμεση και εκτός του «ανθρωπιστικού» της χαρακτήρα, για τον τερματισμό των τριάντα χρόνων της βίας, προσλαμβάνει και μία διάσταση πιο πατερναλιστική. Οπως τονίζει επανειλημμένα και ο ίδιος ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, «το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τη Βόρεια Ιρλανδία είναι άμεσο, καθώς τουλάχιστον το ένα τρίτο των Αμερικανών πολιτών έχει κάποια ιρλανδική ρίζα», ενώ δεν ξεχνά ότι και ο ίδιος έχει προσωπικό ενδιαφέρον, εξαιτίας κάποιας «ιρλανδικής ανάμειξης» στην καταγωγή του! Αυτός ήταν και ο λόγος που προσωπικά ο ίδιος ο Κλίντον ταξίδεψε στη «σμαραγδένια νήσο», προκειμένου να στηρίξει με την παρουσία του την καμπάνια για την υπερψήφιση της συμφωνίας στο δημοψήφισμα της 22ας Μάη του 1998 και ενισχύοντας με υποσχέσεις από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού την προπαγάνδα ότι η πολύκροτη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής» θα φέρει την ειρήνη, τη δημοκρατία και την ευημερία στο σφαδάζον οικονομικά Ολστερ.

Εν αρχή... το συμφέρον

Αυτή η ελπίδα - πιθανώς φρούδα - κυριάρχησε στο νου όλων όσοι στήριξαν και στηρίζουν τη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής», που μαγεύτηκαν από τις φαντασμαγορικές υποσχέσεις για μια άνθηση και μια νέα εποχή, πιο ανεξάρτητης, χωρίς τη βρετανική μπότα και την αιματοχυσία να επισκιάζει τα πάντα.

Εξάλλου οι μνήμες είναι τόσο νωπές και οδυνηρές, αφού όλο αυτόν τον αιώνα που πέρασε, η Βρετανία διακυβέρνησε το Ολστερ σαν στρατιωτικό προτεκτοράτο και κατ' επέκταση εξασφάλισε σε μέγιστο βαθμό τον οικονομικό έλεγχο όχι μόνο στη Βόρεια, αλλά και σε ολόκληρη την Ιρλανδία. Η πολιτική ζωή της Βόρειας Ιρλανδίας επισκιάστηκε αποκλειστικά από μία και μόνο ερώτηση «υπέρ ή κατά της Ενωσης με τη Βρετανία», χωρίς ποτέ κανείς να δίνει έστω και λίγο χώρο στα πραγματικά προβλήματα που μαστίζουν το Ολστερ, τα οικονομικά, κοινωνικά και ταξικά προβλήματα. Αυτά που τελικά έφεραν τις κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Ιρλανδίας και των ΗΠΑ σε συμφωνία για να επιλύσουν τη «γάγγραινα» και την εμπόλεμη κατάσταση σε μία από τις δύο - τρεις εναπομείνασες γωνιές της Ευρώπης όπου μαινόταν πόλεμος... μη κερδοφόρος.

Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι το οικονομικό αδιέξοδο είναι που οδήγησε από χρόνια τη βρετανική κυβέρνηση να επιζητά μία «ειρηνική διέξοδο» από την εμπόλεμη κατάσταση και που ταυτόχρονα θα εξασφαλίζει τα συμφέροντα, ειδικά στη νέα εποχή του «παγκόσμιου χωριού». Οι παλιότεροι μηχανισμοί διακυβέρνησης της Βόρειας Ιρλανδίας ήταν πια ατελέσφοροι για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της παραγωγής σε μία παγκόσμια βάση και όχι τοπικής, όπως απαιτούσαν οι πολυεθνικές. Οι ρίζες της «Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής» θα πρέπει να αναζητηθούν στη βρετανο-ιρλανδική συμφωνία του 1985, που υπέγραψε η ίδια η «σιδηρά κυρία» της βρετανικής πολιτικής, η Μάργκαρετ Θάτσερ και στην ταυτόχρονη αλλαγή πολιτικής της Ιρλανδικής Δημοκρατίας, όπου εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια για να επιτύχει μία σχετικά απομονωμένη, αλλά παντελώς ανεξάρτητη οικονομία.

Για τις δύο περασμένες δεκαετίες, η Ιρλανδική Δημοκρατία εφάρμοσε μία επιθετική πολιτική για την προσέλκυση ξένου κεφαλαίου, «διαφημίζοντας» το πολύ φθηνό εργατικό δυναμικό της, για επιχειρήσεις που θέλουν να έχουν πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά. Αποτέλεσμα αυτών είναι η δημιουργία του ιρλανδικού «θαύματος», όπου το Εθνικό Ακαθάριστο Προϊόν αυξήθηκε μόνο για το 1998 κατά 10,5% και οι τιμές των μετοχών για την τριετία 1995-98 αύξησαν κατά δύο τρίτα την τιμή τους, όπου σχεδόν το 50% του εργατικού δυναμικού της χώρας απασχολείται σε ξένες επιχειρήσεις.

Το παρακμάζον Ολστερ

Σε αντίθεση η Βόρεια Ιρλανδία είχε ακριβώς αντίστροφη πορεία, αφήνοντας ως αραχνιασμένη ανάμνηση τη βιομηχανική μηχανή που κάποτε ήταν, γεγονός που το καταδίκασε να παραμείνει κάτω από τη βρετανική κυριαρχία.

Τα ναυπηγεία έκλειναν, η βαριά βιομηχανία έγινε σκιά του ένδοξου παρελθόντος και η προπαγάνδα εστιάστηκε στα επιτεύγματα του νότου, δηλαδή της Ιρλανδίας, αποκρύπτοντας τεχνηέντως την πραγματικότητα, που ήθελε το ένα τρίτο του πληθυσμού να είναι επισήμως φτωχοί, τις περισσότερες θέσεις εργασίας να είναι κακοπληρωμένες, εποχιακές και μερικής απασχόλησης. Την πραγματικότητα, που οι επιχειρήσεις ανήκουν κυρίως σε πολυεθνικές - κατά 45% - οι οποίες έχουν την έδρα τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και κυρίως στις ΗΠΑ. Που ενώ αυτές οι επιχειρήσεις παρουσίασαν για τη διετία 1993-95 αύξηση των κερδών τους κατά 27,8% - ένα από τα υψηλότερα σε όλη την υφήλιο - την ίδια στιγμή οι μισθοί δεν αυξάνονταν ούτε καν στα επίπεδα του πληθωρισμού.

Οσο για το ίδιο το Ολστερ, τα προβλήματα είναι τεράστια για το μέσο εργαζόμενο. Η φτώχεια πλήττει το 40% των νοικοκυριών, κυρίως των Ιρλανδών καθολικών και ένα στα τρία παιδιά. Η ανεργία στους άντρες ανήλθε και σταθεροποιήθηκε στο 25%, ενώ σε μερικές πόλεις ξεπερνά το 50%. Η μακροχρόνια ανεργία επηρεάζει το 60% του αντρικού πληθυσμού και το 40% του γυναικείου πληθυσμού, ενώ ο μέσος μισθός είναι κατά 20% κατώτερο των κατώτατων αποδοχών που ισχύουν για τη Βρετανία.

Με αυτά τα δεδομένα ο μοναδικός τρόπος διακυβέρνησης του Ολστερ για πολλά χρόνια ήταν με την επιβάρυνση του προϋπολογισμού της Βρετανίας κατά περίπου 4 δισ. λίρες ετησίως διά της επιχορηγήσεως των κρατικών μηχανισμών και επιχειρήσεων, όπου είχαν πρόσβαση σχεδόν κατά αποκλειστικότητα μόνο οι Προτεστάντες. Μη αποδοτικό, σε περιόδους που απαιτούν αθρόες περικοπές στις κοινωνικές και κρατικές δαπάνες... Για το λόγο αυτό η κυβέρνηση των Συντηρητικών του Τζον Μέιτζορ ξεκίνησε για πρώτη φορά ουσιαστικές διαπραγματεύσεις για μία ειρηνική διέξοδο, το 1994. Απέδωσε καρπούς που τους «θέρισε» ο Τόνι Μπλερ το 1998.

Το πιο σημαντικό ήταν ότι με τη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής» εξασφαλίστηκε η πορεία της Βόρειας Ιρλανδίας κατά το πρότυπο της «οικονομίας της ελεύθερης αγοράς» που θα καθοδηγείται και θα «αρμέγεται» όπως πάντα από ΗΠΑ και Βρετανία.