Βόρεια Ιρλανδία
«Ο πόλεμος τελείωσε»

678 ημέρες που η ειρήνευση παραμένει εγκλωβισμένη στις «φλεγόμενες» προθέσεις των πρωταγωνιστών της

Κυριακή 27 Φλεβάρη 2000

Associated Press

Η κατάρρευση της «συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής», γράφει η επιγραφή πίσω από τον Τζ. Ανταμς
Η βία, οι βομβιστικές επιθέσεις, οι ταραχές και το αίμα έχει σταματήσει να χρωματίζει τα έργα και τις ημέρες των κατοίκων της βρετανικής επαρχίας της Βόρειας Ιρλανδίας. Ομως η πολιτική σκηνή εξακολουθεί να είναι φρενήρης. «Ο πόλεμος τελείωσε» θα διακηρύξουν από κοινού πολιτικοί και ένοπλες ομάδες που δρούσαν για 30 χρόνια. Εχει καμία λογική, λοιπόν, η τακτική που ακολουθούν τόσο οι πολιτικοί «ηθοποιοί», οι «θίασοι», όσο και πρωταγωνιστικές ομάδες - χώρες; Υπάρχει άραγε καμιά πιθανότητα, τελικώς, να δημιουργηθούν οι βάσεις για μια ταυτότητα, οντότητα, σχέσεις και θεσμούς σε μια νέα πολιτική πραγματικότητα;

Μέχρι στιγμής τα ερωτήματα αυτά εξακολουθούν να έχουν καθαρά ρητορικό χαρακτήρα, καθώς σχεδόν δύο χρόνια μετά, η «συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής», που διαφημίστηκε με λαμπερά χρώματα και συνοδεύτηκε από τρομερά εκκωφαντικό θόρυβο, παραμένει στη σφαίρα της φαντασίας. Ακόμη και αυτή η σαφώς επιχειρησιακά προσανατολισμένη ειρήνευση, ή όπως επιθυμούν να την ονομάζουν οι πρωταγωνιστές της «ειρηνευτικής διαδικασίας».

Για δύο χρόνια, η «ειρηνευτική διαδικασία» παραπαίει από το ένα διέξοδο στο άλλο, από τη μία κρίση στην άλλη. Αναθεωρήθηκε τον περασμένο Νοέμβρη, μετά από 11 βδομάδες διαβουλεύσεων υπό τη σκέπη του πρώην γερουσιαστή των ΗΠΑ, Τζορτζ Μίτσελ, προκειμένου να κατορθώσουν οι «αντιμαχόμενες κοινότητες» - Ιρλανδοί Καθολικοί και Προτεστάντες - να συγκεράσουν τις διαφορές τους και επιτέλους να σχηματίσουν την πρώτη πολυκομματική κυβέρνηση του Ολστερ, αφού η «ειρηνευτική διαδικασία» κινδύνευε πραγματικά να καταρρεύσει ολοσχερώς, καθώς είχαν περάσει 17 μήνες από τις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Τοπικού Κοινοβουλίου και δεν είχαν σχηματιστεί ακόμη οι εκτελεστικοί θεσμοί.

Τελικά, μετά από την αναθεώρηση της «Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής» όλες οι πλευρές, και κυρίως το μεγαλύτερο κόμμα της προτεσταντικής κοινότητας, οι «Ενωτικοί Προτεστάντες» και το Σιν Φέιν, που θεωρείται πολιτικό σκέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (ΙΡΑ), συναίνεσαν και στις 2 Δεκέμβρη η πρώτη κυβέρνηση ορκίστηκε. Ομως, η ζωή της ήταν πολύ βραχύβια, καθώς λίγο περισσότερο από δύο μήνες αργότερα καταργήθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση και η διακυβέρνηση της επαρχίας πέρασε ξανά σε βρετανικά χέρια...

Η θανατική καταδίκη

Τα μεσάνυχτα της 11ης του Φλεβάρη, όταν ο Βρετανός υπουργός Αρμόδιος για Θέματα Βορείας Ιρλανδίας, Πίτερ Μάντελσον, ανακοίνωσε την κατάργηση των θεσμών της Βόρειας Ιρλανδίας, όπως αυτοί περιγράφονται από τη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής», η πολιτική διαδικασία - έτσι κι αλλιώς προβληματική - στις έξι κοινότητες του Ολστερ κατέρρευσε οριστικά, ενώ το μέλλον της «Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής» είναι πια εξαιρετικά δυσοίωνο.

Η απόφαση του Μάντελσον στηρίχτηκε στο γεγονός ότι ο ΙΡΑ δεν είχε κάνει σημαντικά βήματα προς την εκκίνηση του αφοπλισμού του. Ομως λίγες ώρες αργότερα η δημοσιοποίηση των πορισμάτων της έκθεσης του Καναδού Τζον ντε Τσαστελέν, που ηγείται της «Ανεξάρτητης Διεθνούς Επιτροπής για τον Αφοπλισμό» (IICD), όπου αναφέρεται ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα και μάλιστα είχαν κατατεθεί συγκεκριμένες προτάσεις και χρονοδιάγραμμα για τον αφοπλισμό των μαχητών του ΙΡΑ, διέψευσε σε σημαντικό βαθμό τις αιτιάσεις του Μάντελσον. Οπως αναφέρεται στο περιεχόμενο της έκθεσης, η δήλωση του ΙΡΑ προς την IICD περιείχε την «απόλυτη αφοσίωση και συνεργία για την επίτευξη της "Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής" και...» - για το λόγο αυτό - την «απαλλαγή από όλες τις αιτίες που προκαλούν τη σύγκρουση».

Το γεγονός αυτό κατάφερε να εξαλείψει και τα τελευταία ίχνη εμπιστοσύνης μεγάλου τμήματος - και εξαιρετικά δύσπιστου - της ιρλανδικής καθολικής κοινότητας για τις βρετανικές κυβερνητικές προθέσεις, ενώ το αποκορύφωμα ήταν η δήλωση του ΙΡΑ, την Τρίτη 15 του Φλεβάρη, που κατηγορεί τη βρετανική πλευρά για το αδιέξοδο, αλλά και για την «είσοδο σε μία βαθύτερη κρίση», καθώς όπως τονίζει σκοπός είναι να υπηρετήσει την προτεσταντική κοινότητα και να επιτύχει μία «στρατιωτική νίκη» επί του ΙΡΑ. Για το λόγο αυτό, «η ηγεσία του ΙΡΑ αποσύρεται από τις διαπραγματεύσεις και αποσύρει επίσης όλες τις προτάσεις που είχαν κατατεθεί εκ μέρους της οργάνωσης από τις 17 Νοέμβρη, που είχε καταθέσει ο εκπρόσωπός του» ...«υπό το πρίσμα των νέων διαφοροποιημένων καταστάσεων που επικρατούν». Αραγε πρόκειται για τη θανατική καταδίκη της «ειρηνευτικής διαδικασίας»;

Η αντιδημοκρατική φύση της ειρηνευτικής διαδικασίας

Ουδείς μπορεί να προδικάζει το μέλλον της ειρηνευτικής διαδικασίας, ωστόσο πια είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπερκεραστούν οι διαφορές, αν και είναι πιθανό ότι κάποια φόρμουλα μπορεί να ανασυρθεί - όπως η εκ νέου αναθεώρηση - προκειμένου να διασωθεί όπως - όπως, στηριζόμενη στις εκδηλωμένες προθέσεις των πρωταγωνιστών, όπως ότι ο ΙΡΑ δεν εκδήλωσε καμία πρόθεση να επιστρέψει στο παρελθόν των «ταραχών», το Σιν Φέιν παραμένει αφοσιωμένο στη διαδικασία και στην εξεύρεση μιας λύσης, ενώ η θέση του Ντέιβιντ Τριμπλ, ηγέτη των «Ενωτικών Προτεσταντών», μέσα στην προτεσταντική κοινότητα και το κόμμα του ισχυροποιήθηκε. Από την άλλη πλευρά, οι κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Ιρλανδίας και των ΗΠΑ είναι προσκολλημένες στο όραμα μιας Βόρειας Ιρλανδίας που θα ακολουθήσει το παράδειγμα του φυσικού της χώρου, της Ιρλανδικής Δημοκρατίας και θα γίνει προέκταση του παραδείσου των «πολυεθνικών», όπως έχει γίνει και ο «τίγρης της Ευρώπης».

Εντούτοις, τα τελευταία γεγονότα καταδεικνύουν με πιο αποκαλυπτικό τρόπο τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα αυτής της «ειρηνευτικής διαδικασίας» που προέκυψε από τη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής», καθώς και την πλασματική πιθανότητα για ξεπέρασμα των κοινωνικών, οικονομικών και δημοκρατικών προβλημάτων της Βόρειας Ιρλανδίας διά μέσω των κατευθυνόμενων πολιτικών μηχανισμών που προβλέφτηκαν. Τα τελευταία γεγονότα υπογραμμίζουν ότι το νέο τοπικό Κοινοβούλιο, η κυβέρνηση και οι τοπικοί θεσμοί, καθώς και τα δύο συμβουλευτικά και εκτελεστικά σώματα και από τις δύο πλευρές των συνόρων στα όρια της Ιρλανδικής Νήσου, όπως προβλέπονται από τη συμφωνία, μπορούν να παραμεριστούν και να καταργηθούν ευκόλως μετά από διαταγή και προσταγή του αρμόδιου υπουργού της βρετανικής κυβέρνησης, χωρίς φειδώ και φυσικά χωρίς να λαμβάνει υπόψη τους εκατοντάδες χιλιάδες που ψήφισαν τόσο στο δημοψήφισμα, όσο και τις εκλογές, για να εγκρίνουν τη συμφωνία, αλλά και να εκλέξουν τους αντιπροσώπους τους.


Τα κείμενα έγραψε η
Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ