Αρχαία επιγραφή προκαλεί συζήτηση
Πέμπτη 24 Οχτώβρη 2002

Το οστεοφυλάκιο από πωρόλιθο, το οποίο βρέθηκε σε περίχωρα της Ιερουσαλήμ και υποτίθεται περιείχε τα οστά του Αποστόλου Ιακώβ, αδελφού του Ιησού
Η συζήτηση για την επιστημονική δεοντολογία ξέφυγε και πάλι από το «στενό» κύκλο των επιστημόνων, με αφορμή δημοσίευση στο αμερικανικό επιστημονικό περιοδικό «Biblical Archaeology Review» εργασίας του Γάλλου ειδικού στις αρχαίες επιγραφές, Αντρέ Λεμέρ, με την οποία παρουσιάζει αρχαίο οστεοφυλάκιο που ανακαλύφθηκε στο Ισραήλ και που ίσως να πρόκειται για το παλαιότερο αρχαιολογικό εύρημα για τον Ιησού Χριστό.

Το οστεοφυλάκιο φέρει εγχάρακτη επιγραφή «Ιακώβ, υιός του Ιωσήφ, αδελφός του Ιησού» στα αραμαϊκά. Ο Λεμέρ υποστηρίζει, ότι η μορφή της γραφής, καθώς και το γεγονός ότι οι εβραίοι χρησιμοποιούσαν οστεοφυλάκια από το 20 π.Χ. έως το 70 μ.Χ. τοποθετούν το εύρημα στα χρόνια του Ιησού και του Ιακώβ.

Με τη βοήθεια της αρχαιολογίας, των ιστορικών πηγών και της στατιστικής και με δεδομένο ότι τα ονόματα Ιακώβ, Ιωσήφ και Ιησούς ήταν πολύ κοινά στην Ιερουσαλήμ εκείνη την εποχή, ο Λεμέρ εκτιμά ότι πρέπει να υπήρχαν μόλις 20 Ιακώβ με όνομα πατρός Ιωσήφ και αδελφό Ιησού. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται και από το ότι ήταν πολύ ασυνήθιστο να αναφέρεται στο οστεοφυλάκιο το όνομα του αδελφού του θανόντος, εκτός και αν επρόκειτο για κάποιο πολύ γνωστό πρόσωπο. Πάντως, ο Λεμέρ παραδέχτηκε, ότι δεν είναι επιβεβαιωμένο αν οι πρώτοι χριστιανοί ακολουθούσαν το εβραϊκό τυπικό για τις ταφές τους.

Ισραηλινοί ειδικοί εξέτασαν το οστεοφυλάκιο και κατέληξαν ότι «δεν υπάρχει στοιχείο που να αμφισβητεί την αυθεντικότητά» του, επιβεβαιώνοντας ότι το υλικό του ευρήματος προέρχεται από την περιοχή.

Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και το ότι το οστεοφυλάκιο δεν είναι αποτέλεσμα αρχαιολογικής έρευνας, αλλά είναι προϊόν αρχαιοκαπηλίας και ο εκδότης της επιθεώρησης δήλωσε ότι ανήκει σε «μη κατονομαζόμενο συλλέκτη» στην Ιερουσαλήμ. Γι' αυτό και το επιστημονικό περιοδικό δέχτηκε επικρίσεις, επειδή δημοσίευσε μελέτη αντικειμένου που προέρχεται από αρχαιοκαπηλία και κλεπταποδόχους, γεγονός που τους «ενθαρρύνει».

Υπενθυμίζεται τέλος, ότι τα περισσότερα κείμενα της Καινής Διαθήκης - οι μόνες «πηγές» που αναφέρονται στον Ιησού ως ιστορικό, δηλαδή υπαρκτό πρόσωπο - χρονολογούνται από το 300 μ.Χ και αργότερα.