ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΙΚΑ 2003
Μειωμένες συντάξεις και παροχές

Η εφαρμογή του νέου αντιασφαλιστικού νόμου αποκαλύπτει τα θύματα

Σάββατο 2 Νοέμβρη 2002

Στην πράξη, πλέον, αποδεικνύεται πόσο δίκιο είχε το ΠΑΜΕ, όταν καλούσε τους εργαζόμενους να ξεσηκωθούν για την Ασφάλιση
Προϋπολογισμός, που αντανακλά τη μείωση των συντάξεων και τις περικοπές στις παροχές προς τους ασφαλισμένους, τη μικρότερη συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότησή του και την ελλειμματική του λειτουργία, είναι ο προϋπολογισμός του ΙΚΑ για το 2003. Ο προϋπολογισμός ψηφίστηκε στην προχτεσινή συνεδρίαση της διοίκησης του Οργανισμού κατά πλειοψηφία και εξυπηρετεί τους στόχους του πρόσφατου αντιασφαλιστικού νόμου 3029/2002.

Συγκεκριμένα, η προβλεπόμενη αύξηση, στις ήδη πενιχρές συντάξεις που δίνει το ΙΚΑ, θα είναι της τάξης του 3,5%, ποσοστό -που με τα σημερινά δεδομένα- δεν καλύπτει ούτε τον πληθωρισμό. Παράλληλα, κινείται κάτω από το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ και βέβαια η «αύξηση» σε καμιά περίπτωση δεν καλύπτει τις καίριες ανάγκες των συνταξιούχων, που υποφέρουν το ζυγό της ακρίβειας.

Τα έσοδα του ΙΚΑ για το επόμενο έτος προϋπολογίζονται στα 9.912.827.000 ευρώ και οι συνολικές του δαπάνες, μαζί με τα χρηματοοικονομικά έσοδα και τις επενδύσεις στα 10.001.245.000 ευρώ. Το ΙΚΑ, δηλαδή, θα παρουσιάσει έλλειμμα και το 2003, κατά 88.418.000 ευρώ, περίπου 30 δισεκατομμύρια δραχμές. Επιπλέον, τα ανεξόφλητα δάνεια του Οργανισμού μέχρι τις 31/10/2002 φτάνουν στα 317.642.369,42 ευρώ, ξεπερνούν δηλαδή τα 100 δισ. δραχμές.

Και, όμως, γι' αυτόν τον ελλειμματικό προϋπολογισμό, ο οποίος διατηρεί καθηλωμένες τις συντάξεις και τις παροχές των δικαιούχων η ΓΣΕΕ έσπευσε «να εκφράσει την ικανοποίησή της», υποστηρίζοντας ψευδώς ότι «το ΙΚΑ παρουσιάζει πλεονασματικό προϋπολογισμό, γεγονός που πιστοποιεί την έναρξη συγκρότησης αποθεματικών...».

Η πρόκληση γίνεται απροκάλυπτη όχι μόνο γιατί η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ δε λέει κουβέντα για το τι πραγματικά συντάξεις εξασφαλίζει αυτός ο προϋπολογισμός, αλλά και γιατί, επιχειρεί με ψεύτικα στοιχεία να δικαιολογηθεί το ξεπούλημα, που έκανε, συμφωνώντας στο χρηματοδοτικό πλαίσιο του αντιασφαλιστικού νόμου.

Ειδικότερα για τη χρηματοδότηση του ΙΚΑ, από το κράτος, τα στοιχεία βοούν από μόνα τους. Το 2003 ο κρατικός προϋπολογισμός θα αποδώσει στο ΙΚΑ, 1,373 δισ. ευρώ, περίπου 467 δισεκατομμύρια δραχμές. Αυτό το ποσό αντιστοιχεί μόνο στο 17% των εσόδων του ΙΚΑ, όταν το 1990 το κράτος κάλυπτε το 40% των εσόδων του..! Η κλεψιά, όμως, σε βάρος του ΙΚΑ, με το νέο σύστημα χρηματοδότησης προκύπτει και με άλλους τρόπους. Σύμφωνα με τους πιο ελαστικούς υπολογισμούς για το 2003 η υποχρέωση του κράτους για τους νεοεισερχόμενους -μετά το 1993 εργαζόμενους- ξεπερνά τα 340 δισ. δραχμές, αν σε αυτά προστεθεί και η θεσμοθετημένη κάλυψη της κοινωνικής πολιτικής (465/70), η οποία με τα επίσημα στοιχεία του 1997 ανέρχονταν στα 267 δισ. δραχμές, τότε για το 2003 το κράτος έπρεπε να καταβάλει πάνω από 600 δισ. δραχμές.

Ο νέος προϋπολογισμός του ΙΚΑ επιβεβαιώνει ότι ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός οργανισμός, -με την έναρξη του νέου τρόπου χρηματοδότησης- καθίσταται εξαρχής ελλειμματικός, βαθιά αντεργατικός, αφού καθηλώνει συντάξεις και παροχές σε ασφαλισμένους και συνταξιούχους. Από πουθενά δεν προκύπτουν πλεονάσματα. Πολύ περισσότερο για τη δημιουργία αποθεματικών, όπως ψευδώς ισχυρίζεται η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ. Θυμίζουμε δε- πράγμα που ξεχνάει η ΓΣΕΕ- ότι ακόμα δεν υπάρχει ρύθμιση για τα 500 περίπου δισ., χρέος του ΙΚΑ προς τους άλλους οργανισμούς, που έχει αναλάβει το κράτος και τα οποία δεν έχουν αποδοθεί. Οπως και για τις οφειλές του Δημοσίου προς τον Οργανισμό, για τα έτη 2001-2002, -ξεπερνούν τα 400 δισ. δραχμές- καθώς η τελευταία ρύθμιση με την οποία παραγράφονταν χρέη του Δημοσίου ύψους δεκάδων τρισ. δραχμών κάλυπτε την περίοδο μέχρι το 2000.

Τον προϋπολογισμό καταψήφισαν ο Θ. Κακκαβάς και ο Δ. Μαυροδόγλου, ως εκπρόσωποι των εργαζομένων και συνταξιούχων, αντίστοιχα. Τα δύο στελέχη του ΠΑΜΕ υπογραμμίζουν ότι με αυτόν τον προϋπολογισμό δεν καλύπτονται οι πραγματικές ανάγκες των συνταξιούχων, ότι πλέον οι συντάξεις καθίστανται -στη συντριπτική τους πλειοψηφία- προνοιακά επιδόματα, ενώ η χρηματοδότηση του Δημοσίου υπολείπεται των παλιότερων θεσμοθετημένων πόρων.