Το έργο του Μπίχνερ, πολυπαιγμένο στον τόπο μας και επιδεκτικό πολλών ερμηνειών (καθώς μας παραδόθηκε με ποικίλες γραφές και χωρίς μια τελική μορφή), έτυχε φέτος μιας νέας, αξιόλογης μετάφρασης από τον πρωτοεμφανιζόμενο στο χώρο της θεατρικής μετάφρασης Μάνο Λαμπράκη, και ενός νέου, ενδιαφέροντος σκηνικού πειραματισμού. Η δημιουργός του «Θεάτρου Δωματίου», Αντζελα Μπρούσκου, συνέλαβε μια αντισυμβατική «ανάγνωση», με λιτό, αφαιρετικό σκηνικό και σύγχρονα κοστούμια (Α. Μπρούσκου) με χρήση βίντεο αρτ (Μέμη Κούπα), με ανησυχαστικούς μουσικούς ήχους (Νίκος Πατρελάκης), με ποιητικής εμβέλειας και εξαιρετικά αισθαντικούς στίχους (Λίνα Νικολακοπούλου) και χορογραφημένη εκφραστική κίνηση (Γιάννης Γιαπλές). Μια ανάγνωση που νιώθει και πονά για το ζοφερό ανθρώπινο δράμα και διακρίνει, έως τον πάτο, τον κοινωνιολογικό «βυθό» του, φέρνοντάς τον στην εποχή μας. Μια ανάγνωση, που σχεδόν «αποδομεί» και «αναδομεί» την πλοκή, αποδραματοποιητικά υπογραμμίζει την τραγικότητα των βασανισμένων προσώπων και γελοιοποιητικά καταδικάζει τους βασανιστές τους.
Στην αναμορφωμένη αίθουσα του μετονομασμένου σε «Προσκήνιο» θεάτρου της οδού Καπνοκοπτηρίου, στεγάστηκε η πρώτη και επιτυχής σκηνοθετική απόπειρα του Γιάννη Μπέζου. Ο Γ. Μπέζος «κατέθεσε» στην πρώτη του σκηνοθετική δουλιά όλη την «πραμάτεια» του. Το εύπλαστο υποκριτικό ταλέντο του. Τη μεγάλη πείρα του στην αρχαία, κλασική και σύγχρονη κωμωδία, στη φάρσα, στη σάτιρα, στην επιθεώρηση. Τη σκηνική του ευφυία. Το γερό μουσικό του αυτί και τη σπάνια σε ηθοποιούς τραγουδιστική του ικανότητα. Το έμφυτο, παιγνιώδες χιούμορ του. Το κειμενικό υλικό του ήταν μια έξυπνη, με χάρη, φαντασία, χιούμορ και άμεση γλώσσα, διασκευή της σαιξπηρικής κωμωδίας «Το ημέρωμα της στρίγκλας», από τον Παναγιώτη Πασχίδη, με τίτλο «Το ημέρωμα της στρίγκλας... του Ουίλιαμ Σαίξπηρ». Μια διασκευή, η οποία, καθώς κινείται σε δύο, άλλοτε σε παράλληλες και άλλοτε διασταυρούμενες, δράσεις, εμπλέκει στη μυθοπλασία και τον ίδιο τον Σαίξπηρ, καθώς και φανταστικά πρόσωπα - «ψωνισμένους» ερασιτέχνες ηθοποιούς της ελισαβετιανής εποχής, προβάλλοντας ως «πηγή» έμπνευσης αυτής της κωμωδίας τη ζωή του ποιητή με τη «στρυφνή» (σύμφωνα με κάποιες «ερμηνείες») γυναίκα του. Η διασκευή διαρθρώνεται σε γοργές, εύστροφες, συχνά φαρσικές σκηνές, οι οποίες από τον οικιακό βίο του Σαίξπηρ περνούν στη σκηνική αναπαράσταση της «Στρίγκλας που έγινε αρνάκι» και το αντίστροφο.
Δε γνωρίζουμε σε ποιον ανήκει η εύστοχη ιδέα να ανεβαστεί διασκευή σαν μουσική κωμωδία. Ιδέα, που υπηρετήθηκε από όλους τους συντελεστές της παράστασης. Την εύφορη, γοργόρυθμη, χιουμοριστική, παιγνιώδη, χωρίς υπερβολές και κωμικές «χοντράδες», ευφρόσυνη, γελαστική σκηνοθεσία του Γ. Μπέζου. Τη χυμώδη μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Την ανάλαφρη χορογραφία του Χάρη Μανταφούνη, τα καλαίσθητα κοστούμια του Κώστα Βελινόπουλου και το λειτουργικό, πολυεπίπεδο, παρά τη μικρή σκηνή, σκηνικό της Μαρίας Χατζηκλεάνθους.
Με πρώτη και καλύτερη τη διπλή ερμηνεία του (Σαίξπηρ - Πετρούκιος), ο Γ. Μπέζος, με το χιούμορ, αλλά και το μέτρο του, καθοδήγησε και όλες τις ερμηνείες, αποσπώντας πολύ καλά αποτελέσματα από όλους τους ηθοποιούς, από την έμπειρη και σκηνικά άμεση Ναταλία Τσαλίκη, και από τους λιγότερο έμπειρους και νέους: Δάφνη Λαμπρόγιαννη, Αλέξανδρο Μπουρδουμή, Χρήστο Σαπουντζή, Αλμπέρτο Φάις, Βαλέρια Κουρουπή, Σωκράτη Πάτσικα, Αγγελο Μπούρα.