Πορτρέτο φαγιούμ
Κυριακή 8 Δεκέμβρη 2002

Παπαγεωργίου Βασίλης

Μου λείπει; Ανησυχώ; Κάθε που προσπερνώ απ' το παράθυρο ή το ανοιγοκλείνω η ματιά μου ερευνά το δρόμο. Μια δυο φορές περπάτησα δήθεν τυχαία μέχρι το «περίπτερο» διανομής της «παραμύθας», αν κι ήξερα ότι δεν ήτανε στη γειτονιά μας το «σημείο» του, μου 'ρθε μάλιστα να ρωτήσω: «Ζει ρε παιδιά ο...» Αλλά μήπως ήξερα τ' όνομά του; Τώρα τελευταία ψάχνω και στης μουσμουλιάς τις κλάρες - ένα μούσμουλο είχε θελήσει να κόψει τότε και μου 'χε ζητήσει μελιστάλαχτα την άδεια. Και δεν πάει να τα 'κοβε όλα να μη μου βρώμιζαν την αυλή. Υπηρεσία θα πρόσφερε. Εχουν όμως μόλυβδο γι' αυτό να μην τα 'τρωγε καλύτερα. Χαράς το πράμα ο μόλυβδος. Ραντισμένα πρόσφατα με φυτοφάρμακο να μην ήταν... η φωνή του συνεσταλμένου εφήβου μού ακουγόταν αθώα. Ανέβηκε, έκοβε μούσμουλα... Δυο μάτια επίσης αθώα είχε, τα είδα πεντέξι μέρες υστερότερα. Κι ένα πρόσωπο πορτρέτου Φαγιούμ - δεν έδειχνε καθόλου ακόμα τότε. Επαρχιωτάκι φοιτητόπουλο θα το 'λεγες, καλότροπο.

Πεντέξι μέρες λοιπόν μετά τα μούσμουλα, ενώ έπλενα τα ξερατά κάποιου στις πλάκες του πεζοδρομίου μπροστά στην είσοδό μας, μου ζήτησε με τη μεγαλύτερη ευγένεια του κόσμου να τηλεφωνήσει από το σπίτι μου, «... διότι δεν εύρισκε κάρτα στα περίπτερα δω γύρω κι ήτανε ανάγκη μεγάλη». Τον οδήγησα μέσα. Από διακριτικότητα βγήκα και συνέχισα το πλύσιμο της εισόδου επιτρέποντάς του να ιχνηλατήσει μ' όλη του την άνεση τα κατατόπια. Αλλ' αυτό αποδείχτηκε αργότερα όταν μπήκε σαν κύριος και πήρε την πρώτη μου τσάντα. Μια μαύρη δερμάτινη με το μόλις ανειλημμένο από την τράπεζα ενοίκιο μέσα της.

Παρασκευή βράδυ θα πρέπει να μπήκε, γιατί την επομένη Σάββατο δεν τη χρειάστηκα, δεν πήγα στο γραφείο, ούτε την Κυριακή. Και το πρωί της Δευτέρας όταν την αναζήτησα, κάπου την ξέχασα σκέφθηκα, στην αδελφή μου μάλλον οπού προχθές το βράδυ τρώγαμε, θα μου τη φυλάξει. Αργά τη νύχτα της Δευτέρας ωστόσο άκουσα χαρχάλεμα έξω στο χολ. Φοβισμένη άνοιξα την μπαλκονόπορτα να φύγω. Μ' αφού έμεινα λίγο ξαναγύρισα και με προφύλαξη, προβάλλοντας το κεφάλι μου προς το χολ τον είδα να ψάχνει ψηλαφητά μια πολυθρόνα δίπλα στην πόρτα της εισόδου όπου εγώ πετούσα συνήθως μπαίνοντας την τσάντα μου. Ξεθάρρεψα.

- Τι κάνεις εκεί; ρωτάω.

- Ψάχνω για λεφτά.

- Εσύ μου πήρες την τσάντα μου; διαμιάς φωτίστηκα.

- Ναι.

- Δεν υπάρχει άλλη τσάντα εκεί. Μάταια ψάχνεις.

- Θέλω λεφτά.

- Βγες έξω. Θα σου φέρω.

Συνέχισε να ψάχνει στον καλόγερο, στις καρέκλες.

Φόρεσα τη ρόμπα μου, περνώντας δίπλα του βγήκα έξω στην αυλή. Μ' ακολούθησε. Εκανε κρύο πολύ κι ήταν κοντομάνικος. «Κρυώνω», μου 'πε, πραγματικά έτρεμε, «περίμενε θα σου φέρω ένα πουλόβερ». Ξαναμπήκα κι αφού κλείδωσ' από μέσα την πόρτα βρήκα ένα πουλόβερ του αδελφού μου. Του το 'φερα. Το φόρεσε. «Λεφτά δεν έχω» του 'πα. Φύγε. Εφυγε.

Σε μια - δυο μέρες βρήκαμε τη μαύρη μου τσάντα τοποθετημένη μ' ευπρέπεια στο τοιχαλάκι της αυλής μας. Οι διακόσιες χιλιάδες του ενοικίου έλειπαν μόνο. Τα υπόλοιπά της όλα μέσα της άθικτα.

- Δεν είναι τρόπος αυτός να μπαίνεις τη νύχτα. Με κατατρόμαξες, του 'πα όταν τον συνάντησα.

- Ναι;

- Και δε μου λες πώς ήξερες ότι την ώρα εκείνη ήμουν μόνη;

- Είχα πατέρα Τηνιακό και μάνα Σουδανέζα μάγισσα - η Σουδανέζα ήταν ίσως το μόνο πραγματικό του στοιχείο.

- Και πώς μπήκες;

- Από την κυρία είσοδο. Την είχες ανοιχτή.

Επειδή πολλές φορές περιμένοντας τον αδελφό μου ξεχνούσα να κλειδώσω από μέσα τον μισοπίστεψα. Μ' αν η δική μας πόρτα, που δεν το νομίζω τώρα πλέον, ήταν ξεκλείδωτη, των αποπάνω μας δεν ήταν καθόλου. Σε φρούριο είχαν μετατρέψει την κατοικία τους. Εκτός από τ' αγκαθωτά, τους συναγερμούς, τα σιδερένια λογχωτά κάγκελα, δεν έφευγαν και ποτέ όλοι μαζί ούτε για διακοπές, ούτε για Πάσχα στο χωριό φυλάγοντάς τη. Δίχως και να τον αποτρέψουνε όλα τούτα ωστόσο. Οι νοικοκυραίοι κοιμόντουσαν μέσα, δεν είχαν αντιληφθεί το παραμικρό, όταν ειδοποιημένοι απ' τους απέναντι, τους ξύπνησε η αστυνομία. Είχε ανοίξει - πώς; Αυτός μόνον ήξερε - κι είχε μπει, είχε προλάβει όμως να φύγει πριν συλληφθεί επ' αυτοφώρω. Αποχωρώντας η αστυνομία κι αφού ξαναπλάγιασαν οι νοικοκυραίοι για να μην πάει, φαίνεται, χαμένος ο κόπος της προεργασίας του, ξαναμπήκε, γεμίζοντας τη φορά αυτή το δισάκι του με ό,τι εκποιήσιμο: Χρυσαφικά, φωτογραφικές μηχανές, ασημικά και μύρια άλλα, συν μια κουκλίτσα της μικρής η οποία βρέθηκε σε λίγες μέρες καθισμένη στο κεφαλόσκαλά τους, θηλάζοντας μάλιστα.

Αγανακτισμένοι τοποθέτησαν αλεξίκλεφτρα καθώς και πορτοπαράθυρα υψίστης ασφάλειας, απαραβίαστα, υποτίθεται, με καμιά δύναμη δεν ανοίγουν. Για να βρουν ορθάνοιχτη ένα μεσημέρι την κυρία είσοδό τους. 'Η μάλλον δεν τη βρήκαν οι ίδιοι. Ο αδελφός της γυναίκας, αστυνομικός το επάγγελμα, τη βρήκε... Την είδε καθώς περνούσε ορθάνοιχτη και παραξενεύτηκε: «Μαρία, Μαρία» φώναξε. Τίποτα. Τρωγόπιναν τα ορεκτικά με το σύζυγό της στην παραλία η Μαρία. Μπαίνει μέσα: «Μαρία, Μαρία» κοιτάζει: Ψαγμένα, αναστατωμένα τα πάντα, αποσυνδεμένο και το τηλέφωνο.

Οι απέναντι των αποπάνω μας, αυτοί που είχαν τηλεφωνήσει στην αστυνομία κατά την πρώτη του επίσκεψη, εκείνης της νύχτας, ήταν οι επόμενοί του, αφού τάισε φόλα το σκύλο τους και μπήκε. Είδα όμως εγώ την κίνηση από το παράθυρο - ένα βροχερό απόγευμα συνέβη - κι άρχισα να φωνάζω: «Κλέφτης, Κλέφτης Κλέφτης...» σαν κολλημένη ταινία. Βγήκε άπρακτος.

- Τι φωνάζεις μωρή μαλακισμένη, βλακέντια, πανηλίθια; μ' έβρισε.

- Γιατί δηλητηρίασες το σκυλί;

- Αχ ναι. Κούνησε το κεφάλι του στενοχωρημένα. «Δεν έπρεπε...» σα να 'λεγε, μα δεν το εννοούσε. Τους δηλητηρίασε άλλα τρία ώσπου τελικά να τους κλέψει.

Ενα μεσημέρι μισοξαπλωμένη στην τραπεζαρία τον βλέπω από το τζάμι να κοιτάζει μέσα. «Αντ' από δω...» του κάνω με το χέρι.

Εφυγε για να σκαρφαλώσει λίγο πιο κει από το μπαλκόνι μας και να προσπαθήσει να μπει απ' το σαλόνι. Ο αδελφός μου, ξαπλωμένος στο δωμάτιό του, τον άκουσε. Σηκώθηκε και τον εγκλώβισε. Μπρος στον κίνδυνο να συλληφθεί πηδάει απ' το μπαλκόνι τρεισήμισι μέτρα ύψος κι αρχίζει να τρέχει. Ο αδελφός μου από πίσω του με τις κάλτσες να φωνάζει: «Κλέφτης, κλέφτης. Πιάστε τον». Εκείνος: «Οχι κλέφτης. Οχι κλέφτης...».

Λίγες μέρες μετά τον είδα με πατερίτσες. «Από ποιο μπαλκόνι πήδησες πάλι και το 'σπασες...» του 'πα, γύριζα από τα ψώνια. Είδε το γάλα στη σακούλα: «Δος μου λίγο να πιω» μου 'πε «πεινάω τρομερά».

- Αν σου δώσω εδώ θα με δουν οι γείτονες. Θα πάω να σου το αφήσω εκεί πίσω από τον κάδο των σκουπιδιών, του 'δειξα. Κούνησε το κεφάλι του.

Κούνησε το κεφάλι του.

- Και λένε και κανένα ευχαριστώ.

- Χμμ...

Μαζί με το γάλα του άφησα και μια σακούλα πατατάκια και μια πορτοκαλάδα και γιαούρτια, ρουφηγμένος μου φάνηκε, έδειχνε πια, φαινόταν.

Με τους ακριβώς απέναντί μας ήταν βίαιος. Εσπασε γροθοκοπώντας το κρύσταλλο της πόρτας και καθώς έψαχνε για πολύτιμη λεία καταμάτωσε τα πάντα. Πήγαν στην αστυνομία: «Τι να σας κάνουμε. Δεν μπορούμε να διαθέσουμε έναν αστυφύλακα για το κάθε σπίτι. Αν βρούμε κάτι θα σας ειδοποιήσαμε». Εκλαιγε η γειτόνισσα: «... Το μενταγιόν, ενθύμιο του πατέρα μου». «Κράτα» του λέω, μόλις τον συνάντησα, «ό,τι άλλο, μα δώσε πίσω το μενταγιόν. Εχει συναισθηματική αξία για τη Λένα».

- Να σου το φέρω να της το δώσεις;

- Θα με πάρουν για συνεργό σου.

Σε δυο μέρες το βρήκε πίσω από μια γλάστρα της βεραντούλας τους «του 'πεσε φεύγοντας» μου λέει, «φαίνεται». «Ισως», απάντησα, «Ισως».

Τη δίκη μου κασέτα δε μου την επέστρεψε πάντως. Ηταν μια κασέτα όπου είχε μαγνητοφωνήσει ο αδελφός μου τα μοιρολόγια που είπε η μητέρα μου στην κηδεία της γιαγιάς - μητέρας της. Την είχα βάλει στο μαγνητόφωνο να την ακούσω. Τη βραδιά που άρχισαν οι βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία ήταν. Βγήκα απ' το δωμάτιό μου να πάω στο σαλόνι να δω τα βομβαρδιστικά στην τηλεόραση. Επιστρέφοντας σε λίγο, βρίσκω το παράθυρο ανοιγμένο, το μαγνητοφωνάκι αρπαγμένο και για δώρο: παντού αφημένες τις λασπωμένες πατημασιές του. «Α, μα δεν υποφέρεται...». Τηλεφωνάμε στην αστυνομία. Ερχεται. Κατά σύμπτωση έσκαγε μύτη στην άκρη του δρόμου. «Να, αυτός είναι», τους λέμε. «Κάθισ' εσύ φύλαξε το περιπολικό να τρέξουμ' εμείς να τον πιάσουμε», λένε. Κι ο αδελφός μου μαζί τους. Φύλαγα εγώ το περιπολικό.

Σε κάποια στιγμή ακούω δυνατό κρότο μέσα στο σπίτι. Μπαίνω να δω, επιστρέφοντας τον βλέπω ν' αποχωρεί με τον ασύρματο της αστυνομίας στο χέρι.

- Αδιόρθωτε, φώναξα αγαναχτισμένη. Αδιόρθωτε. Τέρας.

- Χα, χα.

- Να μου επιστρέψεις την κασέτα.

- Θα σου την επιστρέψω. Κι εσύ να ταχτοποιείς το δωμάτιό σου. Δε γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του μέσα εκεί. Πώς βρίσκεις άκρη; Θέλεις να πεις εσύ δε βρίσκεις άκρη, σκέφτηκα γελώντας - η ακαταστασία είναι το μόνιμο πρόβλημά μου.

- Και στους φίλους σου τα μπατσόρια πες, περνάει σα σίφουνας από δίπλα μου, τον αρπάζω απ' το μανίκι. Γδύνεται το μπουφάν του λες κι ήταν σ' επίδειξη υψηλής ραπτικής μόδας, γλιστράει. Μου μένει στα χέρια το μαύρο μπουφάν. «Κράτησέ το. Σου το χαρίζω», μου κάνει. Του το πετάω νευριασμένη.

- Στους φίλους σου τα μπατσόρια, να πεις το λοιπόν, ότι τον ασύρματό τους τον άρπαξε η Δεκαεφτά Νοέμβρη.

Εκεί, στραμμένη να μη με δει, γέλασα πολύ. Γιατί την ώρα που φύλαγα το περιπολικό μού 'χε περάσει από το νου: Κι αν το 'παιρνα κι έφευγα αφήνοντάς τους σημείωμα πως μας άρπαξε η Δεκαεφτά Νοέμβρη; Στο μεταξύ μας διέρρηξε κάποιος - όχι το πορτρέτο Φαγιούμ - ξανά. Το τι πήρε δεν έχει σημασία, όσο το ότι γέμισε το σπίτι με τέτοιο φόβο τη φορά αυτή ώστε δε θέλουμε. Δεν μπορούμε πια να το κατοικούμε. Νοικιάσαμε άλλου και θα μετακομίσουμε. Αναβάλλω όμως εγώ τη μετακόμιση μήπως και φανεί. Λέω με το νου μου: θα φανεί. Μολονότι μου 'δωσε η αδελφή μου δεύτερη κασέτα - είχε μαγνητοφωνήσει κι εκείνη τα μοιρολόγια της μάνας μας - συνεχίζω ν' αναβάλλω. Μέχρι να ξεγίνουν τα μούσμουλα, σκέφτομαι. Μέχρι να τελειώσουν. Κι αφού ξεγίνουν τα μούσμουλα, αφού τελειώσουν θα συνεχίσω, φοβάμαι. Επειδή δε θα υπάρχει μουσμουλιά στον κήπο του νέου σπιτιού. Αλλ' αυτό μεταξύ μας.


Της
Πίτσας ΣΩΤΗΡΑΚΟΥ