«ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ»
Ο μύθος των «κονδυλίων» και η απροκάλυπτη λεηλασία
Κυριακή 8 Δεκέμβρη 2002

Οι σχέσεις Ελλάδας - ΕΕ, οι σχέσεις επιβολής, δηλαδή, του μονοπωλιακού κεφαλαίου και της ντόπιας ολιγαρχίας επί των πλουτοπαραγωγικών πόρων της χώρας και του συνόλου του λαού, μόνο ληστρικές και καταστροφικές μπορεί να χαρακτηριστούν. Αυτό μαρτυρούν πλέον, ακόμα και ψυχροί αριθμητικοί υπολογισμοί, οι οποίοι - ανεξάρτητα από τη σκοπιά που θα διαβαστούν - αποδεικνύουν ότι το όραμα της ΕΕ και η ΟΝΕ αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες «μπίζνες» που εξασφάλισε το κεφάλαιο στην ιστορική διαδρομή του.

Η αλήθεια αυτή, για το «Ρ», δεν είναι καινούρια. Οι κομμουνιστές τη βροντοφωνάζουν και προσπαθούν με τα μέσα που διαθέτουν να την προβάλουν και να τη διαδώσουν, ώστε να γίνει κτήμα του λαού, αυτού που κάθε φορά καλείται να «πληρώσει τα σπασμένα» των κεντρικών επιλογών κυβέρνησης - ΕΕ και της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή δεν είναι καθόλου εύκολη. Προσκρούει στη γενικευμένη σιωπή που μέχρι στιγμής έχει καταφέρει να επιβάλει η άρχουσα τάξη, για κάθε αρνητικό γύρω από την καπιταλιστική ενοποίηση και τις συνέπειές της. Προσκρούει στη διατεταγμένη πορεία που ακολουθούν τόσο τα κόμματα του δικομματισμού, όσο και ο ΣΥΝ μαζί με πολιτικούς χώρους - αναχώματα στην προσπάθεια που κάνει το ΚΚΕ για την αποκάλυψη του ρόλου της ΕΕ και τη λαϊκή αντίσταση σ' αυτήν. Προσκρούει στη γενικευμένη ιδεολογική τρομοκρατία, την αισχρή και κίβδηλη προπαγάνδα των τελευταίων χρόνων για τα «ευεργετήματα» που μας προσφέρει η ΕΕ και η ΟΝΕ, μια τρομοκρατία που επιδιώκει να θέσει εκτός ημερήσιας διάταξης, εκτός διαλόγου και προβληματισμού, κάθε αμφισβήτηση των επιλογών της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων.

Οι επιπτώσεις από τη ρότα της ενσωμάτωσης της χώρας στην ΟΝΕ και την πορεία της σύγκλισης αφορούν σε όλο το φάσμα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Η μία μετά την άλλη οι Σύνοδοι Κορυφής, έχουν ταυτιστεί - κι αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς - με αποφάσεις για ακόμα αντιδραστικότερες πολιτικές και αντιλαϊκά μέτρα συνεχούς κλιμάκωσης και σάρωσης πολιτικών, κοινωνικών και δημοκρατικών καταχτήσεων των λαών. Αποφάσεις που συνδέονται με:

Ποταμοί του... ψεύδους


Το... ατράνταχτο επιχείρημα που προβάλλουν εν χωρώ η κυβέρνηση και οι υπόλοιποι απολογητές της καπιταλιστικής ενοποίησης, είναι ότι η ΕΕ όχι μόνο δε μας κοστίζει οτιδήποτε, αλλά μας πληρώνει και αδρά, προσφέροντάς μας ποταμούς τρισεκατομμυρίων, με τα διάφορα «Ολοκληρωμένα Προγράμματα» και «Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης» (ΚΠΣ). Κονδύλια που υποτίθεται πως εισρέουν στη χώρα και για τα οποία οφείλουμε να είμαστε ευγνώμονες στους «μεγάλους αδελφούς» της ΕΕ.

Οπου βρεθούν και όπου σταθούν παράγοντες της κυβέρνησης και του ΠΑΣΟΚ, στελέχη και πολιτευτές της ΝΔ, εκπρόσωποι του ΣΥΝ και άλλοι, δεν παραλείπουν να μηρυκάσουν τα περί πακτωλού των ΚΠΣ και των δυνατοτήτων που προσφέρουν στη χώρα, κρύβοντας ο καθένας με προσωπική του ευθύνη και όλοι μαζί ως πολιτικοί φορείς, ότι ουδέν ψευδέστερον αυτού... Τα κονδύλια που υποτίθεται πως έρχονται στη χώρα μας από τα ταμεία της Ενωσης, στην πραγματικότητα είναι ένα μικρό μέρος από τη λεηλασία που υφίσταται η χώρα και ο ελληνικός λαός από την οικονομική ολιγαρχία της ΕΕ. Ολα τα άλλα είναι ένας μεγάλος μύθος, τον οποίο οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης έχουν καλλιεργήσει και προπαγανδίσει με τέτοιο τρόπο, που στο κοινωνικό σύνολο έχει δημιουργηθεί η αίσθηση πως «μπορεί να είναι κακή η ΕΕ, αλλά έχουμε τις χρηματοδοτήσεις μέσω των ΚΠΣ». ΛΑΘΟΣ και μέγιστη πλάνη! Η ΕΕ, εξυπηρετώντας συγκεκριμένα συμφέροντα, από κοινού με τις ελληνικές κυβερνήσεις, αποφασίζουν, με χαρτί και με μολύβι, «χρηματοδοτήσεις» μόνο με την προϋπόθεση ότι κάθε ευρώ χρηματοδότησης θα αποφέρει πολλαπλάσια κέρδη για τους εκπροσώπους της οικονομικής ολιγαρχίας. Η αρχή είναι μία και μοναδική: Χρηματοδοτήσεις προκειμένου να διαμορφωθούν συνθήκες στα πλαίσια των οποίων αυτοί που κινούν τα πολιτικοοικονομικά νήματα της ΕΕ και της ΟΝΕ, η πλουτοκρατία, να εξασφαλίζει για μεγάλες ακόμα χρονικές περιόδους τα υπερκέρδη της. Οι περιβόητες, δηλαδή, ενωσιακές χρηματοδοτήσεις, είναι περίπου αντίστοιχες με τις επιχειρηματικές επενδυτικές κινήσεις (του ντόπιου κεφαλαίου ή μέσω εισροής ξένων κεφαλαίων) και αποφασίζονται μόνο στο βαθμό που είναι «συμφέρουσες», «αποδοτικές», «ανταγωνιστικές» και εν πολλοίς κερδοφόρες. Για ποιον; Για το κεφάλαιο συνολικά, και τους εκπροσώπους του.

Εν αρχή... μείον 50%...


«Τα μισά από τα κονδύλια που εισρέουν στη χώρα μας μέσω των διαρθρωτικών ταμείων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και ιδίως του Γ΄ ΚΠΣ, επιστρέφονται στα άλλα κράτη - μέλη της Κοινότητας, καθώς εισάγουμε από αυτά προϊόντα και υπηρεσίες, προκειμένου να υλοποιήσουμε τα έργα για τα οποία τα εισπράττουμε!». Το παραπάνω αποκαλυπτικό και αδιάψευστο στοιχείο, που περιλαμβάνεται σε επίσημη στατιστική της ΕΕ παρουσιάστηκε σε πρόσφατο συνέδριο για τα μεγάλα τεχνικά έργα και αποτέλεσε την αφορμή για έρευνα του «Ρ» γύρω από το «δούναι και λαβείν» της χώρας με την ΕΕ.

Τα στοιχεία που χρησιμοποιήσαμε είναι στο σύνολό τους επίσημα και, χωρίς δεύτερη σκέψη, αποδεικνύουν τα ψεύδη που συνοδεύουν το μύθο των δεκάδων τρισεκατομμυρίων που εισρέουν από την ΕΕ στην Ελλάδα. Για λόγους ευκολίας και μόνο, για την κατανόηση, στους υπολογισμούς τα ποσά εμφανίζονται σε δραχμές (η ισοτιμία είναι 340,75 δραχμές = 1 ευρώ).

Η ιστορία των «κοινοτικών εισροών» ξεκίνησε από τη δεκαετία του '80 με τα αλησμόνητα ΜΟΠ (Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα). Οι κυβερνώντες υποστηρίζουν πως από τα «Πακέτα» και τα «Πλαίσια» αυτά, εισπράχθηκαν -και μέσω του Γ΄ ΚΠΣ αναμένεται να εισρεύσουν- από την ΕΕ:

Συνολικά, δηλαδή, οι «κοινοτικοί πόροι» σε όλη τη διάρκεια των 20 χρόνων από το 1986 και μέχρι το 2006, ανέρχονται στα 13,3 τρισεκατομμύρια δραχμές. Μεγάλη είναι οπωσδήποτε η συζήτηση και ο προβληματισμός που πρέπει να γίνεται για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών των εισροών, αφού κάθε δραχμή που «εισέρχεται» από την ΕΕ πρέπει απαραίτητα να συνοδεύεται και από αντίστοιχες δεσμεύσεις «εθνικών πόρων» και τα ποσά αυτά από κοινού να δίνονται στην πραγματικότητα σε κάποιους επιχειρηματικούς ομίλους που... κάνουν έργα. Κι αυτό σ' ένα καθεστώς, όπου οι εισροές αφορούν έργα συγκεκριμένης επιλογής της ΕΕ και δεν υπάρχει δυνατότητα επανεξέτασης των τομέων χρηματοδότησης ή αλλαγής του προορισμού τους. Εν πάση περιπτώσει όμως, ας δεχτούμε ότι οι εισροές αυτές φτάνουν το ποσό των 13,3 τρισεκατομμυρίων δρχ.

Αν αρχίσουμε τώρα να μετράμε πόσο... κοστίζουν αυτά τα κονδύλια, ο κατάλογος δε θα έχει τελειωμό. Θα έχουμε όμως στο πιάτο συγκεκριμένες απαντήσεις και ατράνταχτα επιχειρήματα που ξεσκεπάζουν όλους αυτούς οι οποίοι με την προκλητική προπαγάνδα τους απαιτούν από τους εργαζόμενους να υποκλίνονται στα δήθεν οφέλη και τις ψευτοπροσφορές της ΕΕ. Εδώ είναι και οι απαντήσεις για την περιβόητη αγορά των εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρωπαίων, που δήθεν θα απορροφούσαν τα ελληνικά προϊόντα, εδώ και το χωρίς τέλος τουριστικό συνάλλαγμα, εδώ και τα περί της άνθησης που θα γνώριζε η ελληνική βιομηχανική παραγωγή κ.ο.κ.

...και η συνέχεια!

Κάθε χώρα - μέλος της ΕΕ καταβάλει στα κεντρικά ταμεία, ανάλογα τον όγκο του ΑΕΠ και διάφορους άλλους συντελεστές, τη... συνδρομή της, που, με βάση τον Κρατικό Προϋπολογισμό, αποτελούν τις «καθαρές αποδόσεις προς την ΕΕ». Οι καθαρές, λοιπόν αυτές, αποδόσεις, το 2003 θα ξεπεράσουν το μισό τρισεκατομμύριο δραχμές και θα διαμορφωθούν σε 511,1 δισ. δρχ. Το ποσό αυτό, όπως φαίνεται στον ΠΙΝΑΚΑ 1, είναι κατά 322,7% μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του 1990. Σ' ολόκληρη την περίοδο από το 1990, οι συνολικές αποδόσεις της χώρας προς την ΕΕ έφτασαν τα 5 τρισεκατομμύρια δραχμές.

Η πορεία ενσωμάτωσης της ελληνικής οικονομίας αρχικά με την ΕΟΚ και αργότερα με την ΕΕ, συνδυάστηκε πάντα με το επιχείρημα ότι η Ευρώπη θα ήταν ο χώρος υποδοχής των παραγόμενων στην Ελλάδα προϊόντων και εμπορευμάτων. Η αλήθεια, αποδείχτηκε διαμετρικά αντίθετη. Ετσι η αγορά των εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρωπαίων αποδείχτηκε πολύ μικρή για τα ελληνικά προϊόντα, ταυτόχρονα όμως το εισόδημα των εργαζομένων στη χώρα μας αποδείχτηκε ιδιαίτερα δελεαστικό για την πώληση των εμπορευμάτων των δυτικοευρωπαϊκών μονοπωλίων και άλλων μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Το αποτέλεσμα, που είναι ενδεικτικό των σχέσεων που οικοδομήθηκαν και του σκοπού που υπηρετούσαν, φαίνεται πεντακάθαρα στην εξέλιξη του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Τις σχέσεις δηλαδή, εισαγωγών - εξαγωγών, των εμπορικών ανταλλαγών Ελλάδας - ΕΕ. Οπως φαίνεται και από τα επίσημα στοιχεία του ΠΙΝΑΚΑ 2, η σχέση αυτή ανάμεσα στην Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες ούτε βελτιώθηκε, ούτε καν έμεινε στάσιμη. Αντίθετα χειροτέρευσε σε τέτοιο βαθμό που χρόνο με το χρόνο γνωρίζει νέα αρνητικά ρεκόρ. Ετσι, ενώ το 1980, χρονιά της ένταξης στην ΕΟΚ, για κάθε εξαγωγή αξίας 100 δραχμών προς την Κοινότητα, κάναμε εισαγωγές αξίας 170 δραχμών, το 1999 φτάσαμε στο σημείο για κάθε 100 δραχμές εξαγωγών να εισάγουμε εμπορεύματα αξίας 350 δραχμών! Δηλαδή, η σχέση εξαγωγών/εισαγωγών, απο 1 προς 1,7 το 1980, διαμορφώθηκε σε 1 προς 3,5 το 1999. Το εμπορικό έλλειμμα της χώρας έχει μάλιστα επιδεινωθεί σε τέτοιο βαθμό που τα 8,9 τρισεκατομμύρια του Τρίτου ΚΠΣ σχεδόν υπερκαλύπτονται από το έλλειμμα δύο μόλις χρόνων! Στην εικοσαετία 1980 -2000 το εμπορικό έλλειμμα έφτασε τα 32,1 τρισεκατομμύρια δραχμές, ενώ η πορεία... προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στα δεδομένα της ΕΕ και η ένταξη στην ΟΝΕ, καθιστούν απόλυτα βέβαιο το γεγονός ότι και τα επόμενα χρόνια η σχέση αυτή θα χειροτερεύει περισσότερο.

Αν προστεθούν τα 5 τρισεκατομμύρια των «καθαρών αποδόσεων» προς την ΕΕ και τα 32,1 τρισεκατομμύρια του εμπορικού ελλείμματος, φτάνουμε αμέσως - αμέσως στα 37 τρισεκατομμύρια δραχμές, και ο καθένας μπορεί να κάνει τις συγκρίσεις με τα 13 τρισεκατομμύρια που υποτίθεται εισέρευσαν στην Ελλάδα. Και είναι προφανές ότι ενώ τα ποσά των «εισροών» μαζί με τις εθνικές χρηματοδοτήσεις τα τσέπωσαν οι διάφοροι, ντόπιοι και ξένοι, επιχειρηματικοί όμιλοι για τα κοινοτικού ενδιαφέροντος έργα που αποφασίστηκαν, η «αιμορραγία» των 37 τρισεκατομμυρίων αφορά αποκλειστικά τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα της χώρας.

Επειδή όμως, λόγω της υπαρκτής διαφοράς ανάμεσα στο παραγωγικό δυναμικό της Ελλάδας και της ΕΟΚ το 1980, πολλά μπορεί να ειπωθούν για υπερβολές από την πλευρά μας και για μεθοδευμένες προσεγγίσεις, ας δούμε το ίδιο πρόβλημα από μια άλλη σκοπιά. Τη σκοπιά της διατήρησης της σχετικής ισορροπίας - απόστασης, του παραγωγικού δυναμικού Ελλάδας και ΕΕ. Να θεωρήσουμε, δηλαδή, ότι η σχέση 1 προς 1,7 που υπήρχε στις εξαγωγές προς τις εισαγωγές το 1980, μένει «παγωμένη» μέχρι και σήμερα. Ακόμα λοιπόν κι αν ήταν έτσι η κατάσταση, στις συνολικές ελληνικές εξαγωγές των 18,75 τρισεκατομμυρίων την περίοδο 1980-2000, πάλι θα αντιστοιχούσαν εισαγωγές αξίας 31,87 τρισεκατομμυρίων και το συνολικό εμπορικό έλλειμμα θα ήταν 13,12 τρισεκατομμύρια δρχ. Φυσικά πολύ μικρότερο (κατά 18,97 τρισεκατομμύρια) από το έλλειμμα των 32,1 τρισεκατομμυρίων που παρουσιάζεται τώρα στο εμπορικό ισοζύγιο.

Αλλά και στον τομέα του τουρισμού, όπου υποτίθεται πως η Ελλάδα θα γινόταν το θέρετρο για τους πληθυσμούς της ΕΕ, η εικόνα κάθε άλλο παρά συνηγορεί υπέρ αυτού. Η κρίση που μαστίζει τους εργαζόμενους και στις άλλες χώρες της Ενωσης, μαζί με την ανάπτυξη των τουριστικών προορισμών άλλων περιοχών, έχει ως αποτέλεσμα, όχι την αύξηση, αλλά τη σχετική μείωση της προσέλευσης τουριστών από χώρες της ΕΕ. Επ' αυτού χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία του ΠΙΝΑΚΑ 3. Το 1990 από τις 35.556.921 συνολικές διανυκτερεύσεις ξένων τουριστών στην Ελλάδα, οι 29,9 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις αφορούσαν τουρίστες από χώρες - μέλη της ΕΕ. Οι διανυκτερεύσεις αυτές, αποτελούσαν το 84% των συνολικών. Κι όμως! Ακόμα κι αυτή η εικόνα ανατράπηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας και το 1999 το σχετικό ποσοστό έπεσε στο 81,9%!

Λεηλασία χωρίς τέλος

Συμπερασματικά, σε δύο απόλυτα μετρήσιμους τομείς, όπως είναι οι αποδόσεις - απολαβές με την ΕΕ και το εμπορικό ισοζύγιο και σε έναν κλάδο όπως ο τουρισμός, αποδεικνύεται ότι η ΕΕ όχι μόνο δεν προσφέρει κονδύλια στους Ελληνες εργαζόμενους, αλλά στην πραγματικότητα οι Ελληνες εργαζόμενοι χρυσοπληρώνουν την ένταξη και την παραμονή της χώρας σ' αυτή. Από αυτή την άποψη τα δεκάδες δισεκατομμύρια που ήδη προσφέρθηκαν από τους Ελληνες εργαζόμενους προς την ΕΕ και τους επιχειρηματικούς ομίλους των πολυεθνικών και τα πολύ περισσότερα που θα αρπαγούν τα επόμενα χρόνια, αποτελούν μια απροκάλυπτη πειρατεία, έναντι των 13,3 τρισεκατομμυρίων που θα «καταβληθούν» (αν τελικά καταβληθούν) μέχρι και το 2006 και που πάνε στις τσέπες των μεγαλοεπιχειρηματιών. Αποτελούν μια πλευρά από το συστηματικό πλιάτσικο του παραγωγικού δυναμικού της χώρας και των Ελλήνων εργαζομένων και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί αυτό να προβληθεί ως οικονομική ή άλλου είδους μορφή συνεργασίας, από την οποία, μάλιστα, να προκύπτει και όφελος για την ελληνική πλευρά. Κι όταν βέβαια λέμε «ελληνική πλευρά» δεν εννοούμε τη γνωστή δράκα των εκπροσώπων του κεφαλαίου, που έτσι κι αλλιώς αποκομίζουν τεράστια κέρδη από την πρόσδεση και ενσωμάτωση στην ΕΕ. Τη λεηλασία την υφίσταται η εργατική τάξη και οι άλλοι εργαζόμενοι στις πόλεις και την ύπαιθρο, οι άνεργοι, οι αγρότες, τα μεσαία και άλλα λαϊκά στρώματα, οι νέοι και οι νέες, οι συνταξιούχοι. Αν μάλιστα σ' αυτά τα αποτελέσματα από το πάρε - δώσε με την ΕΕ προσθέσουμε το γεγονός ότι το πολύ σε τέσσερα χρόνια τα λεγόμενα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης θα αποτελούν οριστικά παρελθόν, ενώ οι προσαρμογές της ελληνικής οικονομίας είναι τέτοιες που οι εισαγωγές όλο και περισσότερων εμπορευμάτων από την ΕΕ έχουν αναχθεί πια σε...«ανάγκη», ο καθένας αντιλαμβάνεται το μέγεθος που θα προσλάβει η λαφυραγώγηση των λαϊκών στρωμάτων τα επόμενα χρόνια.


Κείμενο - Επεξεργασία στοιχείων: Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ