Οι μισθοί και οι τιμές
Κυριακή 22 Δεκέμβρη 2002

ICON

Το φαινόμενο δεν είναι καινούριο. Πάντα στις γιορτές φουντώνουν οι συζητήσεις για τις τιμές στην αγορά. Οχι πως τον άλλο καιρό ο κόσμος αδιαφορεί, αλλά αυτές τις μέρες, υποτίθεται πως όλα πρέπει να είναι διαφορετικά... Και όταν ο καθένας μας βλέπει ότι ακόμα και αυτό γίνεται άπιαστο όνειρο, τότε τα βάζουμε με τις τιμές. Γιατί, εδώ που τα λέμε, πού να πρωτοφτάσει ο περιβόητος 13ος; Για τα δώρα και τις άλλες κοινωνικές υποχρεώσεις; Για το γιορτινό τραπέζι με τα συμπαρομαρτούντα του; 'Η για τις συσσωρευμένες ανάγκες και τις διάφορες τρύπες που πρέπει να κλείσουν;

Τα δεδομένα είναι τόσο γνωστά που ισοδυναμούν με παράδοση. Ο κόσμος, κι όταν λέμε κόσμος εννοούμε τα λαϊκά νοικοκυριά, αυτές τις μέρες συνηθίζει να κάνει το σημαντικό μέρος της ετήσιας κατανάλωσής του. Αυτό όμως, όπως είναι αναπόφευκτο στην κοινωνία του κέρδους και της ελεύθερης αγοράς, ενεργοποιεί και τα κοράκια της αγοράς, τους μεγαλοεπιχειρηματίες, που καραδοκούν στη γωνία: Με τις υψηλές τιμές και τις φανταχτερές διαφημίσεις. Τα μεγάλα περιθώρια κέρδους και τις καθόλα ύποπτες «ειδικές εκπτώσεις». Την προώθηση αμφισβητούμενης χρησιμότητας καταναλωτικών ειδών και τις περιβόητες «δοσοπροσφορές». Την υποβαθμισμένη ποιότητα των προϊόντων και ειδών πλατιάς κατανάλωσης. Μια ολόκληρη γκάμα επιστημονικά επεξεργασμένων μεθόδων υποταγμένων στην υπηρεσία του υπερκέρδους και του στρεβλού καταναλωτισμού.

Αυτά βέβαια, είναι η μία πλευρά του ζητήματος. Η άλλη, συνδέεται με την απόλυτη αλήθεια ότι ο εργαζόμενος, ο εξουθενωμένος οικονομικά από ολόκληρη τη χρονιά εργαζόμενος, φτάνει στις μέρες των γιορτών έχοντας στη διάθεσή του ένα εισόδημα που σε καμιά περίπτωση δεν του επιτρέπει να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες του. Με βασικό μηνιάτικο κάτι λιγότερο ή περισσότερο από τα 500 ευρώ --όσο, δηλαδή, κοστίζει μια νυχτερινή έξοδος του ανφάν - γκατέ της αστικής κοινωνίας-- και με τους λογαριασμούς μηνών να «τρέχουν», τα έξοδα των ημερών για τους πιο πολλούς γίνονται με... υποθήκευση μελλοντικών μισθών. Κι αν δε φτάνει ούτε αυτό, τα «αρπαχτικά» τα 'χουν όλα στον... μπαχτσέ: «Εορτοδάνεια», «χριστουγεννιάτικες πιστωτικές κάρτες», «δάνεια χωρίς αποδείξεις», «3.000 ευρώ στο χέρι», «ανοιχτά δάνεια» και ό,τι μπορεί να βάλει ο νους. Εκείνοι θα εγγράψουν στους ισολογισμούς τους κέρδη και οι άλλοι, οι μονίμως μη έχοντες και μη κατέχοντες, ας ακολουθήσουν το φαύλο κύκλο του δικού τους Γολγοθά.


Για την ιστορία, ας θυμόμαστε ένα στοιχείο: Τη χρονιά που πρωτοάνοιξε το κεφάλαιο «καταναλωτικά δάνεια», πριν μια δωδεκαετία, οι οφειλές των νοικοκυριών για τέτοιου είδους δάνεια ήταν 65 δισ. δραχμές, ενώ το Σεπτέμβρη που μας πέρασε είχαν ήδη φτάσει στο αστρονομικό ποσό των 3,2 τρισεκατομμυρίων. Ποσοστό αύξησης; Πάνω από 4.800%!!! Τότε, αντιπροσώπευαν το 0,4% του ΑΕΠ, ενώ σήμερα φτάνουν στο 7%!

Η «ισορροπία» ανάμεσα στις αποδοχές των εργαζομένων και στις τιμές της αγοράς, σε συνθήκες πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας του κεφαλαίου, γινόταν ανέκαθεν --και σήμερα-- σε μια τραμπάλα που πάντα γέρνει υπέρ του κεφαλαίου. Οπερ σημαίνει, για να βγάζει κέρδη η οικονομική ολιγαρχία, είναι απαραίτητο και οι αμοιβές των εργαζομένων να παραμένουν καθηλωμένες και οι τιμές στην αγορά να είναι ακριβές. Σε τέτοιες, μάλιστα, (δυσ)αναλογίες, ώστε να εξασφαλίζεται --έστω σε οριακό βαθμό-- η απρόσκοπτη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου, απαραίτητη προϋπόθεση για τα όλο και μεγαλύτερα κέρδη της πλουτοκρατίας...




Κ.