Η κυρία Μαγδαληνή
Κυριακή 5 Γενάρη 2003

Παπαγεωργίου Βασίλης

- Τόκαναν, τόκαναν οι κακούργοι που θεό δεν έχουν, τόκαναν κι αυτό το έγκλημα.

- Τι έγινε Μαγδαληνή και κλαις πρωί πρωί;

- Τους σκότωσαν, τον Παπαγαρυφάλλου και τους άλλους, τους σκότωσαν τώρα, πριν λίγο.

- Πού το 'μαθες;

- Τώρα που ερχόμουν μου το είπαν, τόμαθαν από συγγενείς του Παπαγαρυφάλλου. Παν τα παιδιά μας, τα σκότωσαν οι κακούργοι. Τους πήραν ξημερώματα από την Μπαρουταποθήκη και τους σκότωσαν στο Μεζούρλο. Λεν ότι σκότωσαν τους δέκα από τους δώδεκα.

- Ελα, κάτσε να ψήσουμε καφέ, ο Θανάσης πριν λίγο έφυγε. Δεν ξέρω αν ήξερε τίποτα. Γιατί έφυγε συννεφιασμένος και τη νύχτα δεν καλοκοιμήθηκε. Κοίταξε Μαγδαληνή, πιες τον καφέ να ηρεμήσεις λίγο και αν θέλεις να το αναβάλουμε το πλύσιμο για άλλη μέρα.

- Οχι Λενιώ μου, καλύτερα, στο σπίτι τι να κάνω, θα σκέφτομαι και το δικό μου το παλικάρι, είναι ζωντανό άραγε;

- Αλήθεια Μαγδαληνή, έχεις κανένα νέο από το γιο σου;

- Πριν τρεις μήνες πέρασαν αντάρτες από τη Νιβόλιανη και κάποιοι γνωστοί μας είπαν ότι τον είδαν, του μίλησαν. Τους παρακάλεσε αν βρουν τρόπο να με ειδοποιήσουν ότι είναι καλά.

- Ο θεός να τον προστατεύει Μαγδαληνή μου.

Ηταν το Σάββατο 20 Μάρτη 1948. Κείνο το πρωί είχαν εκτελεστεί στη Λάρισα δέκα Πατριώτες - Αντιστασιακοί, καταδικασμένοι από το Εκτακτο Στρατοδικείο.

Δε θυμάμαι από πότε ακριβώς, αν ήταν από το 1946 ή το 1947, η κυρία Μαγδαληνή, η «κουμπάρα» όπως τη λέγαμε, είχε αρχίσει να έρχεται στο σπίτι μας μια φορά στις δέκα μέρες ίσως και έβαζε μπουγάδα.

Ερχόταν πολύ πρωί, γύρω στις έξι. Η κυκλοφορία άρχιζε στις πέντε. Από τις δώδεκα ως τις πέντε απαγορευόταν η κυκλοφορία, από το φόβο των ανταρτών του ΔΣΕ.

Η μάνα μου ήταν ντελικάτη και λίγο καλομαθημένη, δασκαλίτσα την παντρεύτηκε ο πατέρας μου, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τη βαριά μπουγάδα. Ετσι βρήκαν την κυρία Μαγδαληνή.

Ερχόταν πολύ πρωί, κάμποσες φορές κοιμόμασταν ακόμα και άναβε τη φωτιά κάτω στην πίσω αυλή, έβαζε το καζάνι να ζεσταθεί το νερό και άρχιζε τη δουλιά της. Ξεχώριζε τα ρούχα, μια «ντάνα» τα εσώρουχα, άλλη οι πετσέτες, άλλη τα σεντόνια, άλλη τα πουκάμισα και τα υπόλοιπα. Στέριωνε τη σκάφη και σε λίγο άρχιζε τη δουλιά της. Οταν ο καιρός δεν ήταν καλός και έβρεχε, έφερνε τη σκάφη μέσα στο σπίτι ή κάτω από ένα μικρό υπόστεγο που είχαμε ή κάτω στο υπόγειο.

Σ' αυτό το υπόγειο είχαμε διάφορα πράγματα, χρήσιμα και άχρηστα, κρεμασμένα διάφορα κόσκινα για το κοσκίνισμα. Υπήρχε και ένα πολύ μεγάλο κιούπι πάντα γεμάτο με αλεύρι, μπορεί και πενήντα οκάδες. Αυτό το είχαμε «για ώρα ανάγκης», από την πικρή εμπειρία της μάνας μου, που με την αρχή της κατοχής, Απρίλη - Μάη 1941, αναγκάστηκε να πουλήσει ό,τι πιατικό είχε το σπίτι, ρούχα της, ακόμα και τη βέρα της, σε συγκεκριμένους συγγενείς της από την πλευρά της μάνας της, που εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη της να μας θρέψει, τον αδερφό μου και μένα, όλα αυτά για μια σκάφη αλεύρι και μισό τενεκέ βούτυρο, γιατί ο πατέρας μου, σύμφωνα με τη συνείδησή του και το καθήκον του αξιωματικού, όπως το αντιλαμβανόταν εκείνος, συνέχιζε τον πόλεμο και γύρισε στο σπίτι μας, Νοέμβρη ή Δεκέμβρη του 1941, έχοντας αποτύχει τρεις φορές να φύγει για τη Μέση Ανατολή και όταν πια η μητέρα μου τον θεωρούσε χαμένο και ετοιμαζόταν να του κάνει μνημόσυνο.

Η κυρία Μαγδαληνή τότε θα ήταν γύρω στα πενήντα, γεροδεμένη, με δυνατά μπράτσα, αλλά και «σπασμένη» από τη δουλιά, γιατί πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα και «ξενόπλενε» και έτσι κέρδιζε τη ζωή της. Είχε ένα γιο αντάρτη στο ΔΣΕ, και μια μικρή κόρη. Δε θυμάμαι αν τότε ζούσε ο άντρας της ή είχε πεθάνει, γιατί δεν την είχα δει ποτέ με μαύρα.

Βρέθηκε νάχει κάποια μακρινή κουμπαριά με τη μάνα μου και γι' αυτό τη φωνάζαμε «κουμπάρα». Ηταν ευχάριστος τύπος. Παρ' όλη την κούραση, να πλένει στη σκάφη από τις έξι το πρωί μέχρι τις δυόμισι το μεσημέρι, μέχρι να τελειώσει με μια διακοπή μισής ή μιας ώρας, αυτή το κανόνιζε, για να φάει, δεν έχανε το κέφι της, έλεγε τα αστεία της, καλαμπούριζε, τραγουδούσε.

Μούδειχνε συμπάθεια, παρ' όλο που την πείραζα. Πήγαινα κρυφά από πίσω, καθώς ήταν μισοσκυμμένη στη σκάφη και της έλυνα την «μπροστέλα», την ποδιά που φορούσε και γύριζε ψευτοθυμωμένη, σήκωνε το χέρι της τάχα να μου δώσει σφαλιάρα, που ποτέ δε μούδωσε, άλλωστε σφαλιάρα από την κυρία Μαγδαληνή μπορούσε νάναι και μοιραία για μένα, με τα γερά εργατικά μπράτσα που είχε. Αλλες φορές πήγαινα δίπλα της και σιγοτραγουδούσα ένα τραγουδάκι της εποχής, «... ο κουμπάρος, η κουμπάρα, μπαινοβγαίνει μες το σπίτι σκανταλιάρα...».

Μ' άρεσε όταν σιγοτραγουδούσαμε μαζί καθώς έπλενε, απαγορευμένα τραγούδια, αντάρτικα ή λαϊκά του Τσιτσάνη. Καμιά φορά θυμόταν το γιο της τον αντάρτη και την έπαιρνε το παράπονο.

Οταν είχαμε το πρωί σχολείο, από το 1946 πήγαινα στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου, παίρναμε, σχεδόν πάντα μαζί το πρωινό. Από την πρώτη μέρα που ήρθε, ο πατέρας μου της «επέβαλε» τους «όρους» του. Θα τρώει πρωινό μαζί μας, θα τρώει το μεσημέρι μαζί μας, να μη κουβαλάει δικό της φαγητό, να μη ντρέπεται να ζητάει καφέ ή κάτι άλλο και θα δουλεύει μέχρι τις δυο το μεσημέρι, να σταματάει όταν κουράζεται και αν δεν τελειώνει σε μια μέρα, ό,τι μένει για πλύσιμο, θα κάνει δεύτερο μεροκάματο.

Την πρώτη μέρα που ήρθε, κάποια στιγμή το μεσημέρι σταμάτησε και από μια πετσέτα που είχε τυλιγμένη, έβγαλε κάτι να φάει. Την είδε η μάνα μου και της είπε να μη φάει.

- Κυρά Λενιώ, εγώ κουβαλάω πάντα φαγητό μαζί μου.

- Οχι, όταν έρχεσαι σε μας θα τρώμε μαζί. Νομίζω ότι το κουβεντιάσαμε αυτό. Ακου πράγματα, να φέρνεις φαγητό και να τρως χωριστά. Οπου νάναι ο Θανάσης θάρθει, τι να του πω, αν κουράστηκες κάνε ένα διάλειμμα.

Ο «Θανάσης» ήταν ο πατέρας μου. Ηταν απόστρατος αξιωματικός. Τον είχαν βάλει στον «περίφημο» Β' Πίνακα γιατί ήταν στον ΕΛΑΣ και τον αποστράτευσαν. Η σύνταξη που έπαιρνε ήταν περιορισμένη και γι' αυτό δούλευε σε μια αποθήκη φρούτων και οπωρικών, συγγενών της μάνας μου, όπου κρατούσε τα λογιστικά βιβλία.

Η «κουμπάρα» όταν ήρθε να δουλέψει στο σπίτι μας, σίγουρα ήταν ενήμερη για την οικογένειά μας και αργότερα όταν πιάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση ο αδερφός μου γιατί ήταν Επονίτης, κρυφόκλαιγαν μαζί με τη μάνα μου, η κάθε μια για το γιο της.

Μας ιστορούσε διάφορα από τη δουλιά της και για τη μικροψυχία ορισμένων γνωστών «καλών» οικογενειών, που κοιτούσαν πώς να την εκμεταλλευτούν περισσότερο. Της υπολόγιζαν το χρόνο που σταματούσε να φάει, ή για την ανάγκη της, της αγόραζαν οι ίδιοι το σαπούνι του πλυσίματος για να μη τους «εκμεταλλευτεί» αυτή χρησιμοποιώντας δεύτερης ποιότητας σαπούνι, τρώγαν και δεν της πρόσφεραν έστω μια πατάτα έτσι για τα τα μάτια.

-... Ασε που όταν πάω στο σπίτι του στρατοδίκη του «Φ», ή του βασιλικού Επιτρόπου, του «Τζ.» το τι ακούω είναι να ξερνάς...

- Και πώς σε δέχονται στα σπίτια τους, δεν ξέρουν για το γιο σου;

- Μετρημένες στα δάχτυλα είμαστε οι καλές πλύστρες στην πόλη, τι νομίζεις. Εχουν την ανάγκη μας. Είναι βαριά δουλιά αυτή, είναι μέρες που δεν μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι, άσε τις μέρες που είμαι αδιάθετη. Ξέρουν για το γιο μου, όλα τα ξέρουν αυτοί με τους χαφιέδες που έχουν και με τα βασανιστήρια που κάνουν. Μου είπε ο «Φ» ότι αν μάθω ότι πιάστηκε ο γιος μου να του το πω και ότι αν δε βαρύνεται με εγκλήματα θα προσπαθήσει να τον βοηθήσει. Δε βαριέσαι, να πιαστεί ο γιος μου ζωντανός, απίστευτο.

Μια μέρα η «κουμπάρα» ήρθε με το σκληρό πρόσωπό της να λάμπει, σπάνιο πράγμα. Γιατί καθώς ερχόταν πρωί πρωί, έφερνε τα νέα για τις εκτελέσεις της ημέρας στην πόλη μας. Μια φορά ο πατέρας μου της είπε ότι δεν υπάρχουν μόνο άσχημα νέα, να προχτές οι αντάρτες μπήκαν στην Αγιά, την άλλη στον Τύρναβο, την άλλη στη Νάουσα.

Εφευγα για το σχολείο και σταμάτησα να την πειράξω, τόθελε το πείραγμα, είχε αρχίσει να με βλέπει και λίγο σαν παιδί της, με πείραζε κι αυτή, «... αχ εσύ μαυρέλι, θα κάψεις καρδιές..» κι εγώ ο δόλιος ντρεπόμουν και βιαζόμουν να φύγω.

- Κυρά κουμπάρα, σε βλέπω γελαστή σήμερα, τι συμβαίνει;

- Αχ, εσύ πειραχτήρι, θα στο πω, αλλά μην το πεις πουθενά, έχω νέα από το γιο μου. Φεύγει για πάνω, ετοιμάζουν αεροπορία και θα πάει για αεροπόρος.

Ποτέ δεν έμαθα βέβαια αν αυτά τα νέα για το γιο της ήταν αληθινά ή της τα «μετέφεραν» για να καθησυχάσουν κάπως τη μητρική της καρδιά. Ο γιος της «χάθηκε» στον Εμφύλιο, δεν ξέρω τώρα αν μαθεύτηκε πού και πότε, τότε πάντως και σίγουρα όσο ζούσε δε θα έμαθε με σιγουριά πότε και πού έπεσε ο γιος της και σίγουρα πέθανε με το μαράζι αυτού.

Αλλη μια φορά ήρθε πρωί πρωί, φουριόζα, έλαμπαν τα μάτια και το πρόσωπό της, γελούσαν και τ' αυτιά της. Μας ανάγγειλε ότι έχουμε και μεις πια δική μας κυβέρνηση, την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση.

Το ξέραμε βέβαια, γιατί στο σπίτι είχαμε ένα ραδιόφωνο που μας είχε αφήσει ένας συγγενής μας και με χίλιες προφυλάξεις πιάναμε το Ραδιοφωνικό Σταθμό της Αλήθειας, «.. με τα κύματα δίχως σήματα...».

Ομως το λόγο της όταν έπρεπε να τον πει η «κουμπάρα», τον έλεγε. Κάποτε που ο πατέρας μου της έλεγε για κάποια επιτυχία των ανταρτών τον «στρίμωξε» και εγώ συμφωνούσα μαζί της.

- Κυρ Θανάση πόσες περισσότερες επιτυχίες θα είχαν οι αντάρτες αν αξιωματικοί σαν εσένα, που ξέρουν από πόλεμο, ήταν μαζί τους.

- Αχ κουμπάρα, αυτοί ξέρουν καλύτερα από μας τον πόλεμο που κάνουν, είναι όμως και πράγματα που δεν τα ξέρεις, άσε να δούμε πώς θα τελειώσει αυτό το κακό, αυτή η τραγωδία και τότε άμα ζούμε θα τα κουβεντιάσουμε.

- Το ξέρω Θανάση μου, το ξέρω πως πονάς και συ, δυο αδέρφια σου σκότωσαν, αλλά λέω....

Στις αρχές του 1949 κατατάχτηκα στο ΔΣΕ. Τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου πιάστηκα και στα μέσα Δεκέμβρη απολύθηκα από το στρατόπεδο. Η «κουμπάρα» ήρθε αμέσως στο σπίτι, μ' αγκάλιαζε σφιχτά κι έκλαιγε, μουρμουρίζοντας στ' αυτί μου, «... ζεις αγόρι μου, ζεις...», και γω της έλεγα ότι ναι, αρκετοί ζήσαμε και γυρίσαμε κι άλλοι έφυγαν στην ξενιτιά αλλά νικημένοι κι αυτή έλεγε «... ας λεν ότι νικηθήκαμε, στρατιωτικά νικηθήκαμε... όσα κι αν μας έκαναν το Κόμμα μας υπάρχει κι αυτή είναι η ελπίδα μας κι όσο κρατάμε, θα υπάρχει για πάντα γιε μου...».

Στα χρόνια του Εμφυλίου η Λάρισα ήταν «σφαγείο». Οι εκτελέσεις Αγωνιστών ήταν σχεδόν καθημερινές στην τοποθεσία Μεζούρλο. Στις 20 του Μάρτη 1948 εκτελέστηκαν δέκα, από τους δώδεκα που λίγες μέρες πριν είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, οι Καναβός θωμ., Κολώνιας Δημ., Κοντούλης Απ., Κυριάκου Απ., Μέμος Φωτ., Μπίγκας Ζήσ., Παπαγαρυφάλλου Γιάν., Σαριγγούλης Απ., Σταματόπουλος Κ., Τσιαμήτρας Νικ.

Οι άλλοι δύο ήταν οι Κωστίμπας Βλαδίμηρος και Καρανίκα Σούλα. Ο Κωστίμπας δεν εκτελέστηκε τότε γιατί ήταν ανήλικος, 16-17 χρονών. Τον κράτησαν μέχρι να ενηλικιωθεί και τον εκτέλεσαν το Μάρτη του 1949, στο Γουδί.

Η Σούλα Καρανίκα, με μεγάλη προσφορά στην Εθνική Αντίσταση, γλίτωσε από την εκτέλεση γιατί επενέβη η κόρη του Σοφούλη και η ποινή της αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια. Ηταν μαζί έγκλειστες των Γερμανών στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου και η Καρανίκα της είχε συμπαρασταθεί αποφασιστικά.


Του
Τριαντάφυλλου ΓΕΡΟΖΗΣΗ