ΙΣΡΑΗΛΙΝΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
Αβέβαιη η «επόμενη μέρα»
Κυριακή 26 Γενάρη 2003

Associated Press

Με δολοφονίες, κατεδαφίσεις σπιτιών, τρομοκρατία ενάντια στους Παλαιστινίους και σκάνδαλα πηγαίνει στις εκλογές ο Α. Σαρόν
Στις κάλπες προσέρχονται οι Ισραηλινοί ψηφοφόροι, την Τρίτη, δίνοντας τέλος στην, πιθανότατα, πιο περιπετειώδη προεκλογική εκστρατεία που έζησε ποτέ η χώρα. Μια προεκλογική εκστρατεία που, εκτός από το μείζον θέμα της συνεχιζόμενης δεύτερης Ιντιφάντα που έχει σημαδέψει με τον αιματηρότερο τρόπο τα τελευταία δύο χρόνια, χαρακτηρίστηκε από τη δίνη των σκανδάλων χρηματισμού που έπληξαν το κυβερνών κόμμα Λικούντ και τον πρωθυπουργό Αριέλ Σαρόν.

Ο απερχόμενος πρωθυπουργός φέρεται να χρηματοδότησε την προηγούμενη προεκλογική του εκστρατεία με μυστικά κονδύλια, τα οποία προμηθεύτηκε από στρατιωτική εταιρία. Στη συνέχεια φέρεται να προσπάθησε να «επιστρέψει» τα συγκεκριμένα χρήματα με δάνειο που έλαβε από Εβραίο Νοτιοαφρικανό επιχειρηματία. Το τι ακριβώς συνέβη αναμένεται να ξεκαθαριστεί στις δικαστικές αίθουσες.

Εντούτοις, δεν είναι το μόνο σκάνδαλο που πλήττει το Λικούντ. Αμέσως μετά τη διαδικασία εκλογής της νέας Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος, στα τέλη Νοέμβρη, ήρθε στο φως σειρά καταγγελιών για χρηματισμό μελών του κόμματος από διάφορα πρόσωπα, ανάμεσα στα οποία και γνωστά ονόματα του υποκόσμου, προκειμένου να προκριθούν συγκεκριμένα στελέχη στην ηγεσία του κόμματος. Και αυτή η υπόθεση έχει πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης. Παρ' όλα αυτά, ανάμεσα στους υποψηφίους του Λικούντ φιγουράρουν ονόματα όπως του ενός γιου του Σαρόν, που εμπλέκεται στο πρώτο σκάνδαλο, ή της κόρης γνωστού ιδιοκτήτη καζίνο που εμπλέκεται στο δεύτερο.


Associated Press

Ο θόρυβος των σκανδάλων, που έφθασε στο απόγειό του με τη διακοπή στον τηλεοπτικό αέρα, μετά από εντολή του προέδρου της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής, «απολογητικής» συνέντευξης Τύπου του Αριέλ Σαρόν, επισκίασε, ουσιαστικά, κάθε άλλη πτυχή της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αντίθετα, όμως, από ό,τι θα ανέμενε κανείς, ο Σαρόν και το κόμμα του δεν υπέστησαν, στα μάτια της κοινής γνώμης, την πανωλεθρία που προμηνυόταν.

Ο «πλέον αποτυχημένος»

Ο όρος «παταγώδης αποτυχία» δεν αρκεί, σύμφωνα με τον αρθρογράφο της «Γιεντότ Αχρονότ», Ναούμ Μπαρνέα, για να χαρακτηρίσει τη δίχρονη πρωθυπουργική θητεία του Σαρόν. Η επιλογή της σκληρής στρατιωτικής οδού στην επίλυση της ισραηλινο-παλαιστινιακής κρίσης και η επανακατοχή των παλαιστινιακών εδαφών οδήγησαν σε πρωτοφανή επίπεδα τη βία στην περιοχή. Απορρίπτοντας κάθε δυνατότητα πολιτικής επίλυσης, ο Αριέλ Σαρόν οδήγησε τον ισραηλινό λαό σε μια διαρκή κατάσταση ανασφάλειας που καταβαράθρωσε την οικονομία, έστειλε στο δρόμο της ανεργίας χιλιάδες Ισραηλινούς, κατέστρεψε έναν από τους ισχυρότερους τομείς της ισραηλινής οικονομίας: τον τουρισμό.

Παράλληλα, αυξήθηκαν τα κονδύλια για το στράτευμα και τα ασφυκτικά μέτρα ασφαλείας σε όλη τη χώρα, ενώ περικόπηκαν κοινωνικές παροχές και βοηθήματα προς τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα, τη στιγμή που αυξήθηκαν τα κονδύλια για τους εποικισμούς. Κι όλα αυτά, ενώ το κύριο σύνθημά του το 2001 ήταν ότι θα πετύχει τον τερματισμό της βίας μέσα σε 100 ημέρες. Διεκδικώντας, εκ νέου, την πρωθυπουργία ο Σαρόν, ουσιαστικά, δεν προτείνει τίποτε καινούριο σε κανέναν τομέα πέρα από τις γενικόλογες διακηρύξεις του περί «καταρχήν αποδοχής» ενός - μάλλον μόνο στα χαρτιά - παλαιστινιακού κράτους. Αντίθετα, μια επικράτησή του προμηνύει πολύ χειρότερες μέρες για τον παλαιστινιακό και για τον ισραηλινό λαό.


Associated Press

Η έλλειψη, όμως, ξεκάθαρου σταθερού πολιτικού λόγου και η κρίση πολιτικής αξιοπιστίας που διέρχεται το δεύτερο ισχυρότερο κόμμα, το Εργατικό, μοιάζει να ανοίγει στον Σαρόν την πόρτα για μια δεύτερη θητεία. Η δίχρονη κυβερνητική συνεργασία των Εργατικών με το Λικούντ είχε πολλαπλές συνέπειες, που το Εργατικό Κόμμα δε φαίνεται, ακόμη τουλάχιστον, ικανό να υπερκεράσει. Με τη συναίνεσή του στην άσκηση τόσο αυταρχικής στρατιωτικής πολιτικής, συνέβαλε στην άνευ προηγουμένου συντηρητικοποίηση της ισραηλινής κοινής γνώμης, που, με συντριπτική πλειοψηφία, μοιάζει να έχει κάνει στροφή προς την ακροδεξιά.

Τη σύγχυση στο χώρο των παραδοσιακών ψηφοφόρων των Εργατικών ενέτεινε και η ίδια η εκλογή στην ηγεσία του Αμράμ Μίτζνα. Ο πρώην στρατιωτικός διοικητής της Δ. Οχθης (κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα) και νυν δήμαρχος της Χάιφα, ο οποίος είχε απειλήσει με αποχώρηση από το στρατό αν δεν τιμωρηθεί ο Σαρόν για τις σφαγές στους καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα το 1982, κατέστησε σαφές, εξαρχής, ότι τάσσεται υπέρ του διαλόγου με τους Παλαιστινίους, υπέρ μιας μονομερούς αποχώρησης και διάλυσης των εποικισμών από τη Λωρίδα της Γάζας και, αργότερα, από τη Δ. Οχθη, και κατά μιας νέας κυβερνητικής συνεργασίας με το Λικούντ.

Οι θέσεις του, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, βρίσκουν σύμφωνη την πλειοψηφία των Ισραηλινών, που όμως δηλώνουν ότι δεν πιστεύουν πως θα τηρήσει τις δεσμεύσεις του. Ο κυριότερος, ίσως, λόγος της αποτυχίας του Μίτζνα να πείσει έγκειται στο ίδιο το κόμμα του και στους ίδιους τους υποψηφίους του. Στις λίστες του Εργατικού Κόμματος συμπεριλαμβάνονται αρκετά από τα γνωστότερα «γεράκια» του κόμματος. Ο ίδιος δεν εμφανίστηκε τόσο κατηγορηματικός στις προθέσεις του και παλινώδησε, κάνοντας υποχωρήσεις ήδη από τις προεκλογικές του ομιλίες, πιεζόμενος από στελέχη των Εργατικών, που προσβλέπουν σε μια νέα κυβερνητική συνεργασία με το Λικούντ.

Με τη διστακτική στάση, ο Μίτζνα έχασε σε δημοτικότητα τόσο από τον συντηρητικοποιημένο κεντρώο χώρο που διεκδικεί και το Λικούντ, αλλά, κυρίως, από την παραδοσιακή δεξαμενή ψήφων των Εργατικών, που δεν είναι άλλη από την ευρύτερη αριστερά, τα φιλειρηνικά κινήματα, οι Ισραηλινοί Αραβες. Λίγες, μόλις, ημέρες πριν την κάλπη και ενώ ο Μίτζνα δέχεται πυρά από όλες τις πλευρές για «ασάφεια», μια δημοσκόπηση υποστήριζε ότι το Εργατικό Κόμμα θα πετύχαινε «άνετη νίκη αν επικεφαλής του ήταν ο παλαίμαχος Σιμόν Πέρες», εκτίμηση που, αν και εντελώς θεωρητική, ενέτεινε τις πιέσεις προς τον δήμαρχο της Χάιφα.

Σε ποιον ο καθοριστικός ρόλος;

Στις εκλογές της 28ης Γενάρη συμμετέχουν 30 κόμματα με τα 15 να εμφανίζονται ως σοβαροί διεκδικητές εδρών στην 120μελή Κνέσσετ. Το Λικούντ προηγείται, στις σφυγμομετρήσεις, διεκδικώντας 32 έδρες, έναντι 19 που κατείχε και 42 που φερόταν να εξασφαλίζει όταν άρχισε η προεκλογική εκστρατεία. Το Εργατικό Κόμμα φέρεται να μειώνει την κοινοβουλευτική του παρουσία σε 19, από 25 έδρες που έχει σήμερα. Τις δυνάμεις τους φαίνεται να διατηρούν το κόμμα των εποίκων «Εθνικό Θρησκευτικό» (5 έδρες), το θρησκευτικό «Ενωτικό Τοράχ Ιουδαϊσμός» (4 έδρες) και το εθνικιστικό «Χερούτ» (1 έδρα) που έχει ως υποψήφιο και ένα στέλεχος του απαγορευμένου αντιαραβικού κινήματος Καχ, παρά την περί του αντιθέτου γνωμοδότηση του προέδρου της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής.

Οι έδρες μειώνονται, με βάση τις εκτιμήσεις πάντα, για το ισχυρότερο θρησκευτικό κόμμα «Σας» από 17 σε 10, για το δεξιό «Γίσραελ Μπα'Αλίγια» των μεταναστών από τη Ρωσία από 4 σε 3, για το αριστερό «Μέρετζ» που ενισχύθηκε με την παρουσία του «αρχιτέκτονα του Οσλο» Γιόσι Μπεϊλίν και υποστηρίζει την ειρήνη με τους Παλαιστινίους, με πρωτεύουσα και των 2 κρατών την Ιερουσαλήμ (από 10 σε 7), για την «Ενωτική Αραβική Λίστα» (από 5 σε 4) και για το συνασπισμό κομμάτων «Χαντάς - Τα' αλ», που υποστηρίζεται από το ΚΚ Ισραήλ και συμμετέχει ο Ισραηλινός Αραβας βουλευτής Αχμέντ Τίμπι (από 4 σε 3). Ενισχυμένα εκτιμάται ότι θα εξέλθουν από την κάλπη το ακροδεξιό «Εθνική Ενωση-Ισραήλ, η πατρίδα μας» (από 7 σε 9), το «Ενα Εθνος» που επικεντρώνει σε κοινωνικά οικονομικά ζητήματα και τάσσεται υπέρ μεγαλύτερων κοινωνικών παροχών (από 2 σε 3), και το παναραβικό κίνημα «Μπάλαντ» με επικεφαλής τον Αζμι Μπισάρα (από 1 σε 2).

Ο μεγαλύτερος κερδισμένος των πρόωρων εκλογών, μέχρι στιγμής, φαίνεται να είναι το κεντρώο «Σινούι», το οποίο έχει θέσει ως κυρίαρχο αίτημά του τη σύσταση «κοσμικής κυβέρνησης και την απαλλαγή της πολιτικής σκηνής από θρησκευτικά κόμματα». Εμφανίζεται «σχετικά διαλλακτικό» απέναντι στους Παλαιστινίους και υπερασπιστής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Το «Σινούι» με τις 15 έδρες που εκτιμάται να εξασφαλίσει, αντί 9 που έχει σήμερα, αναμένεται να αναλάβει και τον κεντρικό ρόλο στη σύσταση νέας κυβέρνησης, αφού το Λικούντ προηγείται, αλλά δε μοιάζει ικανό να εξασφαλίσει την αναγκαία πλειοψηφία για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Είναι, όμως, απορίας άξιον πώς τα δύο κόμματα θα μπορέσουν να συμπράξουν με δεδομένη την κάθετη άρνηση του «Σινούι» για συνεργασία με τα θρησκευτικά ακροδεξιά κόμματα, που είναι, όμως, οι σταθεροί υποστηρικτές του Αριέλ Σαρόν. Ο απερχόμενος πρωθυπουργός δε φαίνεται να αποκλείει ούτε την πρόταση συνεργασίας προς τους Εργατικούς, βασιζόμενους στις φιλοδοξίες των εσωκομματικών αντιπάλων του Μίτζνα. Ομως, ούτε αυτή η προοπτική μοιάζει αρκετά πιθανή. Ισως, γι' αυτό το λόγο, αρκετοί αναλυτές δεν αποκλείουν να υπάρξει και νέα προσφυγή στις κάλπες, που θα αποβεί καταστροφική τόσο για την ισραηλινή οικονομία όσο και για την ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη, που θα παραταθεί επ' αόριστον.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ