Στόχος, να ανοίξει ο δρόμος για νέα «τρελά» κέρδη, στους «υγιείς» επιχειρηματίες
Το ΠΑΣΟΚ, αλλά και η ΝΔ, συνειδητά παρέδωσαν το ποδόσφαιρο βορά στις ορέξεις του μεγάλου κεφαλαίου. Δημιούργησαν και συντήρησαν το έκτρωμα, που αποκαλούν επαγγελματικό ποδόσφαιρο, αδιαφορώντας αν αυτό οδήγησε στο μαρασμό και τον αργό «θάνατο» του αθλήματος. Το ενδιαφέρον τους ήταν και είναι οι συνδαιτυμόνες τους επιχειρηματίες να το απομυζήσουν και να αποκομίσουν τεράστια κέρδη. Και τα δύο κόμματα, ανάλογα ποιο είναι στην εξουσία, από το αλισβερίσι κρατούσαν τα πολιτικά οφέλη. Εκεί είναι προσανατολισμένη η λογική και πολιτική τους, παρά τις διαχειριστικού και προς χάριν κομματικής εκμετάλλευσης, μικροδιαφορές τους.
Το υφιστάμενο μοντέλο όμως έφτασε στα όριά του. Ετσι αποκαλύφθηκε περισσότερο το αποκρουστικό του πρόσωπο και δύσκολα κρύβονται οι πραγματικές του όψεις. Αποτέλεσμα ήταν να μην πουλάει πια, άρα να μην εξυπηρετεί το βασικό σκοπό ύπαρξής του (κέρδος). Ταυτόχρονα διαφοροποιήθηκαν και οι γενικότερες συνθήκες. Επιβάλλεται λοιπόν η αναπαλαίωση, ο εξωραϊσμός και εκσυγχρονισμός του, ώστε να το καταστήσουν εμπορεύσιμο. Αυτή είναι η πραγματική επιδίωξη της κυβέρνησης και αυτό επιχειρεί με τις παρεμβάσεις της και την «αταλάντευτη πολιτική εξυγίανσης». Το επιβεβαίωσε και ο υπουργός Πολιτισμού, σε άλλο σημείο της ομιλίας του στην ημερίδα του Ιδρύματος Κόκκαλη:
«Ο αθλητισμός όπως και ο πολιτισμός, ανήκουν σε ένα εξαιρετικά γόνιμο και κερδοφόρο πεδίο επιχειρηματικής και γενικότερα, οικονομικής δραστηριότητας, που είναι αυτό που ονομάζουμε συνήθως, η οικονομία του ελεύθερου χρόνου. Ο ελεύθερος χρόνος, ως αντικείμενο οικονομικής δραστηριότητας, έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Ολο αυτό που λέγεται ελεύθερος χρόνος για ψυχαγωγία, συγκροτεί μια τεράστια αγορά υπηρεσιών και αγαθών, και διαμορφώνει πολύ σημαντικά οικονομικά μεγέθη».
Sportidea |
Στην ημερίδα παρουσιάστηκε και μια έρευνα του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που είχε παραγγείλει το Ιδρυμα. Δείχνει ότι η εκμετάλλευση του αθλητισμού προς όφελος του κεφαλαίου είναι σημαντική. Αλλά, όπως υποστήριξαν οι ενδιαφερόμενοι, με τις κατάλληλες πολιτικές μπορεί να μεγιστοποιηθεί.
Σύμφωνα με τη μελέτη «η συνολική αξία αθλητικών προϊόντων που κατασκευάστηκαν από 75 εταιρίες, το 2000, ανήλθε σε 34,5 εκατ. ευρώ. Οι εξαγωγές αθλητικών ειδών ανήλθαν σε 13,8 εκατ. ευρώ και η συνολική αξία των αθλητικών προϊόντων που παρήχθησαν ή εισήχθησαν στην εγχώρια αγορά ήταν 131,6 εκατ. ευρώ. Το 2000 λειτουργούσαν στην Ελλάδα 1.300 ιδιωτικά γυμναστήρια στα οποία αθλούνταν 311.500 άτομα. Ο τζίρος τους ανήλθε σε 164,5 εκατ. ευρώ και οι εργαζόμενοι σε αυτά ήταν 8.450 άτομα. Την ίδια χρονιά τα "καθαρά" έσοδα των ΜΜΕ από τις δραστηριότητές τους στον αθλητισμό, δηλαδή από διαφημίσεις, από ανταποδοτικά τέλη από την κρατική τηλεόραση, από πωλήσεις αθλητικών περιοδικών, εφημερίδων κλπ., ανέρχονται σε 96 εκατ. ευρώ, ενώ τα έσοδα των διαφημιστικών ανέρχονται σε 4 εκατ. ευρώ.
Εκτιμάται ότι τα έσοδα της συνδρομητικής τηλεόρασης, μόνο για το αθλητικό τους πρόγραμμα ανήλθαν σε 28,2 εκατ. ευρώ. Οπως επισημαίνεται η εκτίμηση αυτή είναι μάλλον υποτιμημένη και μπορεί να ανέλθει σε 35,2 εκατ. ευρώ. Με βάση τα έσοδα των ΜΜΕ από την πώληση προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και από τα ποσοστιαία τηλεοπτικά τέλη, προκύπτει ότι το 2000 τα νοικοκυριά δαπάνησαν για τα παραπάνω προϊόντα και υπηρεσίες 83,8 εκατ. ευρώ. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί εισέπραξαν από διαφημίσεις 15,4 εκατ. ευρώ. Τα αθλητικά περιοδικά εισέπραξαν 2,2 δισ. δρχ. και οι αθλητικές εφημερίδες 2,6 δισ. δρχ. Από τα 289,6 εκατ. ευρώ που ήταν ο προϋπολογισμός της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού το 2000, το 64,2% προήλθε από τον ΟΠΑΠ. Τα έσοδα του ΟΠΑΠ από τα στοιχήματα ανήλθαν σε 1,448 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 944% σε σχέση με το 1998. Το "Στοίχημα" αντιπροσώπευε το 68,9% των εσόδων, το ΤΖΟΚΕΡ το 15,7% και τα υπόλοιπα παιχνίδια το 6,3%».
Τις μέρες αυτές όμως εξελίσσεται και μια ακόμα πράξη στο «θέατρο του παραλόγου» που παρουσιάζει σχεδόν καθημερινά η κυβέρνηση. Παράλληλα με τα υπόλοιπα γίνεται μια αγωνιώδη προσπάθεια, αφ' ενός να κρυφτεί ότι τα κάθε είδους εκφυλιστικά φαινόμενα που κατά καιρούς παρουσιάζονται είναι σύμφυτα με τον επαγγελματικό αθλητισμό. Αφ' ετέρου, ν' αποσιωπηθούν, να μετριαστούν ή να μετατεθούν οι ευθύνες για όσα συμβαίνουν σε κάθε άλλον, εκτός από τα στελέχη της κυβέρνησης. Οι παράγοντες αυτοί (είτε μπλε είτε πράσινης απόχρωσης) ως συνένοχοι υπέθαλψαν τις καταστάσεις που τώρα καταγγέλλουν. Με δική τους ευθύνη από την πρώτη μέρα καθιέρωσης του επαγγελματικού ποδοσφαίρου ως σήμερα, το άθλημα «σπρώχνεται» στην κατηφόρα της εμπορευματοποίησης και ό,τι αυτή συνεπάγεται.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο υπουργός Πολιτισμού, κατά την παρουσίαση της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού, δήλωσε για την ατιμωρησία των υπευθύνων: «Οι καταστάσεις αυτές, παρανομίας, έχουν γίνει ανεκτές για πολλούς και διάφορους λόγους, και γιατί τα Δικαιοδοτικά Οργανα δεν ανταποκρίνονται με τον τρόπο και το ρυθμό που θέλουμε και που περιμένουμε, και γιατί πάντα οι οπαδοί ή οι φίλοι μιας ομάδας, είναι πολύ ελαστικοί και επιεικείς μαζί της, ενώ είναι πολύ αυστηροί και αδέκαστοι όταν πρόκειται για τους άλλους». Αυτή όμως είναι η... μισή αλήθεια.
Το Σάββατο 13 Απριλίου 2002 η εφημερίδα «Ημερησία» και ο συνάδελφος Α. Πετσίνης, δημοσιοποίησαν την έκθεση που συνέταξε η αρμόδια διεύθυνση ελέγχου των αθλητικών εταιριών, για τη χρήση του 2001. Στην έκθεση διαπιστωνόταν συστηματική παραβίαση του νόμου περί ανωνύμων εταιριών (2190) και του αθλητικού νόμου (2725). Η έκθεση γνωστοποιήθηκε στους υπουργούς Ανάπτυξης Α. Τσοχατζόπουλο, Πολιτισμού Ευάγ. Βενιζέλο και Οικονομικών Ν. Χριστοδουλάκη. Οι ελεγκτές κατέληγαν: «Η υπηρεσία είναι έτοιμη να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την ανάκληση της άδειας σύστασης όσων αθλητικών εταιριών εμπίπτουν στις ως άνω διατάξεις, πλην όμως θεωρούμε ότι, λόγω της σοβαρότητας του θέματος, θα πρέπει να γίνει συνεννόηση και με το υπουργείο Πολιτισμού». Τελικά κυρώσεις ποτέ δεν επιβλήθηκαν....
Τώρα ο Ευάγ. Βενιζέλος και η κυβέρνηση θα ξανακάνουν ελέγχους και όπως ισχυρίστηκε «οι παραβάτες θα υποστούν τις κυρώσεις που προβλέπει η γενική νομοθεσία περί ανωνύμων εταιριών (δηλαδή ο 2190), αυτό που προβλέπει το Εμπορικό μας Δίκαιο, αυτό που προβλέπει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας»...