Τι κρύβει η μειωμένη αμοιβή των γυναικών;
Κυριακή 16 Φλεβάρη 2003

Το ζήτημα της ίσης αμοιβής των γυναικών για εργασία ίσης αξίας με αυτήν των ανδρών συναδέλφων τους ίσως φαίνεται σήμερα «ντεμοντέ». Σε μια εποχή άγριας επέλασης ενάντια στα εργασιακά δικαιώματα όλων, η ίση αμοιβή μπορεί να φαντάζει σαν θέμα περιθωριακό, ξεπερασμένο από τα πράγματα. Στην πραγματικότητα, δεν είναι θέμα ήσσονος σημασίας, ούτε για τις γυναίκες, αλλά ούτε και για τους άντρες εργαζόμενους. Η ανισότητα των αμοιβών δεν έχει μόνον επιπτώσεις στην οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών εργαζομένων και στη σύνταξή τους. Είναι θέμα, που σχετίζεται με τη φτώχεια των γυναικών, συχνά και ολόκληρης της οικογένειας, αλλά και της συμπίεσης συνολικά των μισθών προς τα κάτω. Εχει να κάνει με ολόκληρους κλάδους, που, επειδή εργάζονται γυναίκες κυρίως, θεωρούνται «κατώτεροι», ακόμα κι αν οι εργαζόμενοι -ες προσφέρουν εργασία ιδιαίτερα κοινωνικά χρήσιμη και δουλεύουν με εξαντλητικά ωράρια...

Από την πλευρά των εργοδοτών, η άποψη είναι ότι ...δεν υπάρχει πρόβλημα. Και πώς θα το αναγνώριζαν, αφού έχει να κάνει με το «εργατικό κόστος»; Σε εποχή, όπου η ευελιξία της εργασίας επεκτείνεται με ταχύτατους ρυθμούς, όταν η μερική απασχόληση προπαγανδίζεται και εφαρμόζεται όλο και περισσότερο, τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης ευδοκιμούν, τα ωράρια στα εμπορικά και στα σούπερ μάρκετ καταστρατηγούνται, οι υπερωρίες θεωρούνται δεδομένες και η συνδικαλιστική ενεργοποίηση διώκεται σαν έγκλημα, η ίση αμοιβή μπορεί να θεωρείται ...ουτοπία. Κι όμως! Παρά την ανεργία που είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες - και, μάλιστα, η μακροχρόνια ανεργία - η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό στην ΕΕ, στις νέες θέσεις εργασίας αυξήθηκε από 50,6% σε 54,9% την περίοδο 1997-2001. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει, απλούστατα, ότι πολλοί εργοδότες «προτιμούν» τις γυναίκες, επειδή δουλεύουν σε συνθήκες υπερεκμετάλλευσης, με ελαστικές μορφές εργασίας και, βέβαια, με μειωμένες αμοιβές. Κάτι, που έχει επιπτώσεις στο σύνολο των εργαζομένων...

Μ' αυτά τα δεδομένα, το πρόσφατο συνέδριο του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ), με τίτλο «Ιση αμοιβή - Προσοχή στο κενό», παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Πισωγύρισμα

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στατιστικά στοιχεία του ΟΟΣΑ, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών - γυναικών στην Ελλάδα ανέρχεται σε 13 ποσοστιαίες μονάδες και είναι το έκτο μικρότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το 1998 στον ιδιωτικό τομέα ανερχόταν σε 21 μονάδες και ήταν μεγαλύτερο από το μέσο όρο της ΕΕ.

Αντίθετα, στο δημόσιο τομέα, ήταν μικρότερο από το μέσο όρο της ΕΕ και ανερχόταν σε εννέα ποσοστιαίες μονάδες.

Από το 1981 μέχρι πρόσφατα, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δυο φύλων ακολούθησε μια συνεχή τάση συρρίκνωσης, τόσο στη βιομηχανία, όσο και το λιανικό εμπόριο. Αυτό φαίνεται ότι συνέβη αρχικά και στις τράπεζες και στις ασφάλειες. Ομως, στους τελευταίους κλάδους, η τάση συρρίκνωσης αντιστράφηκε στη δεκαετία του 1990 και το χάσμα διευρύνθηκε, αυξήθηκε.

Σύμφωνα με μελέτη της Μαρίας Καραμεσίνη, επίκουρης καθηγήτριας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και του Ηλία Ιωακειμόγλου, ερευνητή του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ, υπάρχουν συγκεκριμένοι προσδιοριστικοί παράγοντες του μισθολογικού χάσματος ανάμεσα στα δυο φύλα, όπως: Οι εργαζόμενες συνωστίζονται σε χαμηλότερες θέσεις εργασίας και σε χαμηλότερα αμειβόμενα επαγγέλματα, ενώ αποτελούν το 80% των μερικώς απασχολούμενων. Εχουν μικρότερη πιθανότητα να καταλάβουν θέσεις ευθύνης και εποπτείας και συμμετέχουν λιγότερο σε βάρδιες και υπερωρίες. «Η ατομική διαπραγμάτευση με τον εργοδότη, που έχει επεκταθεί τα τελευταία χρόνια, τόνισε η Μαρία Καραμεσίνη, ανοίγει την ψαλίδα των μισθών - και στις άτυπες μορφές εργασίας, όπου πλειοψηφούν οι γυναίκες, γίνεται η κατώτατη ρύθμιση αμοιβής.

Γι' αυτό σε μια εποχή άκρατου ανταγωνισμού και δύναμης των εργοδοτών, σε μια εποχή ανεργίας που πλήττει ιδιαίτερα τις γυναίκες, χρειάζεται προστασία των μισθών. Δε θα έρθει από μόνο του το κλείσιμο του χάσματος και χρειάζεται η παρέμβαση του κράτους, του συνδικαλισμού και των γυναικείων οργανώσεων».

Η κορυφή του παγόβουνου

«Αν και οι άμεσες διακρίσεις κατά των γυναικών ως προς την αμοιβή τυπικά έχουν εξαλειφθεί, στην πράξη υπάρχει πάντα περιθώριο για διακρίσεις, επισημαίνεται στη μελέτη. Αυτό συμβαίνει ιδίως στις περιπτώσεις, όπου η αμοιβή υπερβαίνει τους βασικούς μισθούς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, καθώς και στις μικρές επιχειρήσεις, όπου η διάρθρωση των αμοιβών είναι αδιαφανής, ο συνδικαλισμός απουσιάζει και οι συνάδελφοι είναι απρόθυμοι να καταθέσουν στο δικαστήριο, φοβούμενοι την απόλυση ή άλλη δυσμενή αντίδραση του εργοδότη. Οι γυναίκες περιορίζονται περισσότερο στις επιλογές τους από τους άνδρες, λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων. Αρα, είναι πιο επιρρεπείς στην εκμετάλλευση. Πολλοί εργοδότες στην Ελλάδα προσπαθούν να υπερκεράσουν τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και να εξατομικεύσουν τις αποδοχές, προσθέτοντας αδρά «μπόνους» σ' αυτό που θεωρείται «κανονική αμοιβή». Με βάση τις ωριαίες μεικτές αποδοχές που υπολογίσαμε έτσι, προκύπτει ότι το χάσμα ανέρχεται σε 28,5% και 25% στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες, αντίστοιχα».

Ενδιαφέρουσα ήταν η ανάλυση συγκεκριμένων περιπτώσεων ανισότητας αμοιβών στον τουρισμό, στις τράπεζες, και το λιανικό εμπόριο, που έκανε ο ερευνητής - οικονομολόγος Νίκος Ντερμανάκης. Σύμφωνα με την έρευνα, στον κλάδο του λιανικού εμπορίου και στις θέσεις πλήρους απασχόλησης, η μέση ωριαία αμοιβή των γυναικών φτάνει στο 84% της μέσης ωριαίας αμοιβής των ανδρών, οι γυναίκες, δηλαδή, έχουν κατά μέσο όριο 16% μικρότερη αμοιβή από την αμοιβή των ανδρών.

Οι αμοιβές των ανδρών, αντίθετα από αυτές των γυναικών, αυξάνονται σε όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής τους πορείας, με αποτέλεσμα το μισθολογικό χάσμα να διευρύνεται, ιδιαίτερα μετά το 45ο έτος της ηλικίας των μισθωτών, και να φτάνει το 39%!

Στον κλάδο του τουρισμού, το χάσμα φθάνει στο 15,5%, ενώ αρκετά μεγαλύτερο είναι στον κλάδο των τραπεζών, το οποίο φθάνει στο 23%. Οι άνδρες με καθήκοντα διοίκησης ή εποπτείας άλλων εργαζομένων αμείβονται κατά 57% περισσότερο από τους άνδρες που δεν έχουν τέτοια καθήκοντα, ενώ στις γυναίκες η σχετική αύξηση είναι μικρότερη (43%).

Το μισθολογικό χάσμα στους κλάδους που προαναφέρθηκαν παραμένει σε υψηλά επίπεδα, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν, ταυτόχρονα, την ίδια ηλικία, την ίδια οικογενειακή κατάσταση, τον ίδιο χρόνο υπηρεσίας, εργάζονται στο ίδιο επάγγελμα, σε επιχειρήσεις ίδιου μεγέθους.

Το πρόβλημα λοιπόν της ανισοτιμίας στους μισθούς, ανάμεσα στα φύλα, παραμένει και οξύνεται, επομένως πρέπει να βρίσκεται ανάμεσα σ'όλες τις άλλες διεκδικήσεις του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.


Αλίκη ΞΕΝΟΥ - ΒΕΝΑΡΔΟΥ