«Πότε θα ξημερώσει η μέρα να γυρίσω πίσω;»

Μιλά στο «Ρ» ο Χιχμέτ, ένας απ' τους ελάχιστους Κούρδους που αντέχει και ζει για οχτώ χρόνια στη χώρα μας

Κυριακή 12 Μάρτη 2000

Οχτώ χρόνια στη χώρα μας κι ο Χιχμέτ εξακολουθεί να παρακολουθεί και να βιώνει την ταλαιπωρία και την εξαθλίωση των συμπατριωτών του. Γιατί η Κουμουνδούρου μπορεί να έσβησε, υπάρχει όμως ο Ασύρματος και κάμποσα εγκαταλειμμένα σπίτια...
Γι' αυτόν, ό,τι κι αν πέρασε, δεν έχει σημασία. Αξία έχει ο σκοπός, ο λόγος για τον οποίο έγινε ό,τι έγινε, αξία έχει και η πίστη που εξακολουθεί να υπάρχει άσβεστη στα μάτια του. Σε δύο χρόνια ο Χιχμέτ θα συμπληρώσει μισό αιώνα ζωής. Αν κάτσει κανείς, όμως, να μετρήσει τη ζωή του με τα έργα, τα βιώματα και τις εμπειρίες του, τότε αυτός ο μισός αιώνας φαντάζει πολύ μικρός για να τα χωρέσει όλα. Αν, όμως, μιλήσει κανείς μαζί του, τότε τα πενήντα του χρόνια είναι πολλά, πάρα πολλά...

Ο Χιχμέτ ήρθε στην Ελλάδα το Μάρτη του 1991, απ' το Ντιάρ Μπεκίρ του Κουρδιστάν. Μέλος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου του Κουρδιστάν από τότε που ήταν 21 χρόνων, πλήρωσε και με το παραπάνω τη δίψα του για ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία. Συλλήψεις, διώξεις, βασανιστήρια, παρακολουθήσεις και, φυσικά, φυλακή. Σχεδόν 16 χρόνια μέσα στα τουρκικά κρατητήρια. «Νέο παιδί μπήκα μέσα και βγήκα γέρος και ταλαίπωρος». Οι αναμνήσεις του εφιαλτικές, τόσο μάλιστα που αποφεύγει εντελώς να τις φέρει στο νου του. «Μη μου ζητάς τέτοια πράγματα, δεν αντέχω να θυμάμαι», λέει. Διευκρινίζει, ωστόσο, αμέσως πως ό,τι έκανε το έπραξε για τη λευτεριά της πατρίδας του και πως «το πρόβλημα της πατρίδας μου, δεν μπορεί παρά να είναι και δικό μου πρόβλημα».

Οσο δύσκολα αποφεύγει ο Χιχμέτ Τασντελέφ να μιλήσει για τα δύσκολα εκείνα χρόνια στις φυλακές, τόσο εύκολα περιγράφει την οδύσσειά του στη χώρα μας. Και η δική του ιστορία γίνεται καθρέφτης. Γιατί η δική του ιστορία δεν του ανήκει. Είναι με μικρές ή και με μεγάλες παραλλαγές η ιστορία χιλιάδων άλλων ανθρώπων, χιλιάδων πολιτικών προσφύγων που έφτασαν στη χώρα μας για να σώσουν το κεφάλι τους, χάνοντας όμως την αξιοπρέπειά τους...

Ο Χιχμέτ απ' την αρχή ξεκαθαρίζει δύο βασικά πράγματα: Πρώτον, λέει, «είμαι απ' τους ελάχιστους Κούρδους που έμειναν στη χώρα σας για τόσο καιρό, για τόσα χρόνια. Οι περισσότεροι φεύγουν μέσα σε πέντε το πολύ μήνες». Το δεύτερο που επίσης ξεκαθαρίζει είναι: «Είμαι πολύ τυχερός σε σχέση με άλλους συμπατριώτες μου. Εγώ τουλάχιστον κοιμήθηκα μόνο τρεις μήνες σε παγκάκια και πλατείες!». Ο Χιχμέτ, για να πάρουμε τα πράγματα απ' την αρχή, πέρασε μέσω θαλάσσης στη χώρα μας, κρυμμένος σ' ένα φορτηγό που θα περνούσε στη Σύμη. Μετά έφτασε κακήν-κακώς στην Αθήνα και περιπλανήθηκε στους δρόμους και τις πλατείες της για τρεις μήνες. «Δεν ήξερα κανέναν τότε, είχα χαθεί με τους συντρόφους μου, κόντεψα να τρελαθώ. Είχα αφήσει πίσω μου και την οικογένειά μου - έχει τρία αγόρια και μια κόρη - και η αγωνία μου μεγάλωνε συνεχώς», περιγράφει.

Τον πρώτο καιρό η ζωή του εδώ θυμίζει τη ζωή εκατοντάδων Κούρδων. Χωρίς χαρτιά, λεφτά, στέγη, χωρίς καμιά προοπτική πως ίσως τα πράγματα αλλάξουν σε λίγο καιρό. Μετά από τρεις μήνες, περίπου, ο Χιχμέτ βρήκε συντρόφους του που ζούσαν στη Λούτσα, τους ακολούθησε έως εκεί, έμεινε μαζί τους κάμποσο, «είδα ότι τίποτα δεν άλλαζε, δεν άντεχα να κάθομαι και να περιμένω χωρίς αντιδράσεις τη μοίρα μου» και ήρθε ξανά στο κέντρο. Σιγά σιγά άρχιζε να βρίσκει κάποια μεροκάματα στην οικοδομή, άνοιξε και το πολιτιστικό κέντρο των Κούρδων στα Εξάρχεια - στη συμβολή των οδών Κουντουριώτη και Οικονόμου - «πήγαινα και κοιμόμουν εκεί στρωματσάδα, μέχρι και 200 άτομα σ' ένα δωμάτιο κοιμόμασταν κάποτε». Μετά γνωρίστηκε με την κυρία Δέσποινα, «μια γυναίκα που ερχόταν στα γραφεία μας και βοηθούσε όπως μπορούσε τον αγώνα μας», που είχε ένα παλιό σπίτι, ακατοίκητο στην Κυψέλη και μου 'πε: «Ενοίκιο δε ζητάω, ποντίκια μένουν μέσα. Σπίτι για να μείνουν άνθρωποι δεν είναι, αλλά τουλάχιστον έχει μια στέγη για να βάλεις από κάτω το κεφάλι σου. Αν θες πάρε τα κλειδιά και πήγαινε». Εχουν περάσει πέντε χρόνια από τότε, ο Χιχμέτ πήρε τα κλειδιά, μαζί με δύο ακόμα συμπατριώτες του και με τον καιρό έφτιαξαν το χώρο.

Ο Χιχμέτ έχει πια συνηθίσει να ζει χωρίς μεγάλα όνειρα, χωρίς λεφτά στην τσέπη του. Συνεχίζει να περιφέρεται - όχι άστεγος πια - στους δρόμους της Αθήνας, χωρίς χαρτιά νομιμότητας και με το μυαλό του να 'ναι συνεχώς πίσω. Στην πατρίδα του, στα παιδιά και τη γυναίκα του. Οταν τον ρωτάμε τι σκέφτεται κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, έρχεται η απάντηση: «Πότε θα ξημερώσει η μέρα να γυρίσω πίσω»...

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Τουρκο-ιρακινά «γυμνάσια» μετά το κουρδικό δημοψήφισμα (2017-09-26 00:00:00.0)
Από ταραχοποιοί... ειρηνοποιοί (2003-10-10 00:00:00.0)
«Γέμισαν τα παγκάκια με ηλικιωμένους κι άνεργους νέους» (2003-01-01 00:00:00.0)
ΑΤΙΤΛΟ (1999-07-08 00:00:00.0)
Για το ματωμένο κουρδικό λαό (1999-03-18 00:00:00.0)
ΑΤΙΤΛΟ (1996-05-31 00:00:00.0)