Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
Κυριακή 4 Μάη 2003

Ελεγε ο Ποιητής και ήθελε, με το στίχο αυτό, να υπογραμμίσει το σημαντικό μέγεθος της απώλειας, όταν αυτή συντελείται στο πλαίσιο μιας εποχής που ταυτίζεται με τη δημιουργία. Αυτός που «μίσεψε» στον στίχο του Ποιητή, επομένως, δεν είναι ο γιος ούτε ο άνθρωπος. Είναι το όραμα του Ανθρώπου, οι ελπίδες για μια άλλη ζωή και μάλιστα σε μια στιγμή που όλα αναγεννιούνται, όπως συμβαίνει με τις μέρες του Μαγιού. Κι έτσι ακριβώς έχει κατασταλάξει μέσα μου η Πρωτομαγιά, σαν μέρα «απώλειας». Απώλειας του ονειρικού και του απερίγραπτου, απώλειας του μοναδικού, που δεν επαναλαμβάνεται, του ριζωμένου σε μια ηλικία, που δεν ξανάρχεται κι όμως σε τυραννεί και σε πονάει απερίγραπτα. Γι' αυτό και δεν τη χαίρομαι την Πρωτομαγιά, γιατί οι ταξικές της πληγές δεν είναι καινούριες στο σώμα της μνήμης μου, μόνο που ξανάρχονται πρώτα στην πίσω μεριά του μυαλού μου και ύστερα στην άκρη της πένας μου σαν ένα τραγούδι αργόσυρτο, πονεμένο και βασανιστικό. Ενα τραγούδι που το αναζητάω κάπου εκεί, λίγο μετά τα ξημερώματα, την ώρα που φεύγαμε όλη η γειτονιά, με τα καλάθια μας γεμάτα. Μέσα στη γαλάζια εμαγιέ κατσαρόλα τα σφιχτοτυλιγμένα γιαλαντζί ντολμαδάκια της μάνας μου της Αναστασούλας, την ταραμοσαλάτα για το ούζο του πατέρα μου του κυρ - Χαράλαμπου, τα καφεμπρίκια για τον καφέ της γιαγιάς μου της Αλευρούς, και μέσα στην πλουμισμένη, τη σκυριανή την κανάτα τη ρετσίνα του θειου μου του Σοφοκλή, που κάθε Σάββατο τον καλούσαν στο 7ο Αστυνομικό Τμήμα για «προσωπική του υπόθεση», για να γυρίσει την Κυριακή το πρωί με το ένα μάτι μαύρο κατάμαυρο και το άλλο γεμάτο με κόκκινο δάκρυ. Υστερα παίρναμε το πράσινο, το λεωφορείο της γραμμής, και τραβούσαμε για το Σέιχ Σου, όπου οι λουλουδιασμένες μηλίτσες ερωτεύονταν τις απέναντι, χιονισμένες, ακόμα, κορυφές του Ολύμπου, και μια πικρόξινη μυρωδιά κατρακυλούσε από τα καταπράσινα πεύκα.

Ο Λευτέρης έστρωνε τις κουρελούδες, με τις αυστηρές οδηγίες της θειας μου της Ευρυδίκης. Ο Ομηρος του γιατρού κούρντιζε τον φωνόγραφο και η πρώτη μουσική κομμάτιαζε τη σιωπή του φρέσκου μαγιάτικου πρωινού «Ο Πάρις να γινόμουνα να 'κλεβα την Ελένη, να 'φηνα το Μενέλαο με την καρδιά καμένη». Και να τα ούζα και οι ρετσίνες και να τα σφιχτοτυλιγμένα ντολμαδάκια. Κι από την άλλη μεριά, να κελαηδούνε τα καφεμπρίκια, κι εμείς τα παιδιά να κυνηγάμε την πάνινη μπάλα, μην τη χάσουμε στις ρεματιές του Σέιχ Σου, κι από κάτω η μαγιάτικη Θεσσαλονίκη να καθρεφτίζεται στο Θερμαϊκό, που τότε ήτανε καθαρός και τραγουδούσε τους ύμνους της άνοιξης αγκαλιά με τα λευκά βαποράκια που τα έλεγαν «Λευκή» και «Αλέκος», «Σπετσάκι», ακόμα και «Ορτανσία».

Και στο τέλος, όταν άδειαζαν τα καραφάκια με το ούζο και η πλουμιστή κανάτα της ρετσίνας, άρχιζαν και οι καυγάδες. Αστραφταν πότε πότε και οι σουγιάδες, έτσι, για νταηλίκι. Ποιος ποιον να μαχαιρώσει, καλέ μου σύντροφε. Ψυχούλες του θεού όλοι τους και μεις τους βλέπαμε σαν Αγγέλους μιας άλλης ζωής, με τις ρομφαίες του πολέμου στα χέρια.

Και τώρα; Τι σημαίνει η Πρωτομαγιά; Οι ρομφαίες βρίσκονται σε άλλα χέρια και οι πόλεμοι θερίζουν τα χαμόγελα άλλων παιδιών. Ο κυρ - Χαράλαμπος και η μανούλα μου η Αναστασούλα φωτογραφίες πάνω στον καρυδένιο μπουφέ ενός έρημου σπιτιού. Κι η πλουμιστή σκυριανή κανάτα έχει χρόνια να γεμίσει ρετσίνα. Βούλιαξε και το «Σπετσάκι» σε ένα καλοκαιριάτικο μπουρίνι στο έβγα του Θερμαϊκού. Γι' αυτό σας λέω, μια Απώλεια για μένα η Πρωτομαγιά. Ούτε «ψωμί» ούτε «τριαντάφυλλα». Μόνο μια αβάσταχτη νοσταλγία. Και από πολύ μακριά ένα βραχνός φωνόγραφος, να παίζει, να παίζει, να παίζει!..


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ