1η ΜΑΗ 1944
Το Σκοπευτήριο Καισαριανής βάφτηκε με το αίμα των 200 κομμουνιστών
Τετάρτη 30 Απρίλη 2003

«Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος». Μ' αυτά τα λόγια - λόγια ψυχής και γενναιότητας - ένας απ' τους 200 εκτελεσθέντες κομμουνιστές στην Καισαριανή, ο Νίκος Μαριακάκης, έδειξε το δρόμο. Η ζωή του, όπως και των υπόλοιπων συντρόφων του, φόρος αίματος για τη λευτεριά. Η θυσία τους λίπασμα ζωής για την «επόμενη» μέρα. Για έναν κόσμο, έτσι όπως τον ονειρεύονταν. Λεύτερο και δίκαιο.

Ο τοίχος της Καισαριανής κόκκινος. Απ' το αίμα νεαρών αγωνιστών. Οι εκτελέσεις ανά 20άδες. Δέκα φορές στήθηκαν ανά ομάδες στον τοίχο. Και στη σελίδα της ιστορίας, η 1η Μάη 1944 καταγράφηκε ως η πιο ματοβαμμένη. Ο ελληνικός λαός έπρεπε να πληρώσει το αντίτιμο για έναν Γερμανό στρατηγό, που σκοτώθηκε σε μάχη στους Μολάους στη Σπάρτη, στις 27/4/1944. Ετσι ξεκίνησαν όλα. Απ' αυτή τη συγκεκριμένη διαταγή.

Το σύνηθες, μέχρι τότε, ήταν τον θάνατο ενός Γερμανού στρατιώτη να τον «πληρώνουν» με τη ζωή τους 50 Ελληνες. Σ' αυτήν την περίπτωση, οι συσχετισμοί άλλαξαν άρδην. Εγκλημα πέρα από κάθε λογική και φαντασία. Ούτε 60, ούτε 100. Διακόσιοι κομμουνιστές, από την Ακροναυπλία και την Ανάφη, αγωνιστές της πατρίδας, που παρέδωσε η χούντα του Μεταξά στους κατακτητές, έπρεπε να πληρώσουν με τη ζωή τους, τον στρατηγό. Στο προσκλητήριο της Κυριακής, κανείς δε φανταζόταν τι θα γίνει. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δε θα τους δολοφονούσαν εκείνη τη μέρα. Κυριακή δε γίνονταν εκτελέσεις.

Κανείς δε λύγισε


Μεγάλος κατάλογος. Ενας, ένας, όσοι άκουγαν το όνομά τους στο προσκλητήριο εκείνης της Κυριακής, ήξεραν τι τους περιμένει. Θάνατος, φόρος αίματος για τη λευτεριά. Στο άκουσμα κάθε ονόματος, ρίγη σεβασμού για τον ήρωα που θα περνούσε στην ιστορία. «Ζήτω το ΕΑΜ! Γεια σας αδέρφια! Εκδίκηση!», τα λόγια του αποχαιρετισμού. Κανείς δε φοβήθηκε. Κανείς δε λύγισε. Κανείς δε ζήτησε να του χαριστεί η ζωή. Γιατί η ζωή κατακτάται και ζωή σημαίνει ελευθερία.

Και το προσκλητήριο τελείωσε. Συμπληρώθηκαν οι 200 που «χρωστούσαμε», για να πληρωθεί το «γραμμάτιο» του στρατηγού. Ξημέρωσε η Δευτέρα της Πρωτομαγιάς του 1944. Δέκα φορτηγά χρειάστηκαν να πάνε τους μελλοθάνατους στην Καισαριανή. Παράξενο. Ομορφη μέρα, λένε, ήταν εκείνη η Πρωτομαγιά. Ολοι όμως τη θυμούνται μουντή, να μυρίζει θάνατο...

«Αντίο» με περηφάνια και λεβεντιά

Ο δρόμος προς το Σκοπευτήριο γέμισε ρούχα και σημειώματα. Ηταν η απελπισμένη προσπάθεια για στερνό «αντίο» των μελλοθάνατων, στους δικούς τους. Ολα τα σημειώματα, όλες οι κουβέντες τους, αποπνέουν περηφάνια, λεβεντιά. Τίποτα δε δείχνει φόβο, μόνο την ανάγκη να πουν «αντίο». Να δείξουν σ' αυτούς που παραμένουν στη ζωή πως ο αγώνας δεν πρέπει να σβήσει, πρέπει να συνεχιστεί και να δυναμώσει. «Φάρος» η ζωή τους για τις μελλοντικές γενιές. Μέχρι σήμερα...


«Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να 'σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου. Ν' αγαπάς και να λατρεύεις την κορούλα σου και την αδερφούλα μου, κι οι δυο μεγάλοι άνθρωποι. Γεια, γεια πατερούλη. ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ». Μεγάλη μορφή εκείνης της Πρωτομαγιάς, ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Οσα έχουν γραφτεί γι' αυτόν τον Ανθρωπο δείχνουν ότι αγαπούσε τη ζωή, περισσότερο, απ' οποιονδήποτε άλλο. Γι' αυτό την πρόσφερε θυσία στον αγώνα, γιατί γνώριζε την αξία τού να ζεις ελεύθερος. Η απάντησή του στην πρόταση να πάει κάποιος άλλος στη θέση του και να του χαριστεί η ζωή, αναμενόμενη: «ΟΧΙ». Κανένας ήρωας, άλλωστε δεν μπορεί να ζήσει, πουλώντας την ψυχή του...

«Δε σας ξέχασα ποτές. Για σας και για τον ελληνικό λαό έδωσα τη ζωή μου. Σήμερα 1η Μάη 1944, σας φιλώ για τελευταία φορά», γράφει ένας απ' τους εκτελεσθέντες που δεν αφήνει καν το όνομά του. Μόνο το αρχίγραμμα «Α».

«Αγαπημένοι μου, ο θάνατός μου δε θα πρέπει να σας λυπήσει, αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ για την πάλη που διεξάγετει. Σφίξτε τις καρδιές σας και βγείτε παλικάρια απ' τη νέα δοκιμασία. Ετσι θα μας τιμήσετε καλύτερα. Οταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά δεν πεθαίνει ποτέ. Με πολλή αγάπη. Σας φιλώ Μήτσος ΡΕΜΠΟΥΤΣΙΚΑΣ». Και, όντως, δεν πέθανε ποτέ!

Οι μαρτυρίες από την ημέρα εκείνη συγκλονιστικές. «... Οι άντρες βγάζανε στο πέρασμά τους τα καπέλα, οι γυναίκες τρέχανε και κουβαλούσανε λουλούδια κι όλοι ήταν θαρρείς σαν υπνωτισμένοι απάνω από τις σταγόνες το αίμα τους, που 'τρεχε κι έπηζε κι η γης δεν το έπινε και γινότανε αυλάκια... Μέσα στο χώρο της εκτέλεσης οι εργάτες του δήμου κουβάλησαν από το δίπλα χωράφι με φτυάρια πολύ χώμα για να ρουφήξει το αίμα...». Είναι τα λόγια του Θανάση, για την ημέρα εκείνη, μια περιγραφή που υπάρχει στο βιβλίο της Μέλπως Αξιώτη, «Πρωτομαγιές».

Συγκλονιστική και η περιγραφή της Ξανθίππης Βακαρέλλη, για το πώς βίωσαν οι γυναίκες της εποχής εκείνη τη μέρα: «Οι γυναίκες γιόμισαν τα πανέρια με λουλούδια και σαν να 'τανε λιτανεία κατέβηκαν να ράνουν το αίμα που άχνιζε. Στις γωνιές και στα περβάζια έκαιγαν λιβάνι. Βουτούσαν το μπαμπάκι στο αίμα. Και ευλαβικά το φέρνανε στα εικονίσματα...».