Σε μια γειτονιά, στα Κάτω Πατήσια, βρήκαμε και μιλήσαμε με μετανάστες. Τούρκους, Ιρακινούς, Αφγανούς. «Ηρθαμε στην Ελλάδα για να ζήσουμε, να δουλέψουμε να φύγουμε απ' τον πόλεμο, δεν είμαστε ζητιάνοι», λένε και μας ανοίγουν την πόρτα τους για να μας δείξουν τη ζωή τους...
Σ' ένα παλιό αρχοντικό στα Κάτω Πατήσια, που παρακμάζει όπως οι αξίες, περίπου 20 πρόσφυγες, προσπαθούν να χτίσουν τα όνειρά τους, μακριά από τις οικογένειές τους, την πατρίδα τους, τις μνήμες τους. Τα προβλήματα τους πολλά, η πίκρα τους ανεξάντλητη, αλλά η αισιοδοξία τους το μεγαλύτερο όπλο για να τα ξεπερνούν όλα. Ερχονται στην Ελλάδα για μια καλύτερη ζωή και αντιμετωπίζουν προκατάληψη και καχυποψία, «γιατί οι Ελληνες ξέχασαν τα δικά τους πέτρινα χρόνια της προσφυγιάς και της μετανάστευσης». Δε ζητούν οίκτο, ζητούν δουλιά. Απαιτούν να θυμούμαστε...
Κόκκινη κάρτα για τους πρόσφυγες, πράσινη κάρτα για τους οικονομικούς μετανάστες. Η δουλιά του ελληνικού κράτους, σταματά στην κατάταξη σε ομάδες, των ανθρώπων που έρχονται στην Ελλάδα με το όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Στην παραγματικότητα, οι κάρτες της υπηρεσίας αλλοδαπών, χρησιμεύουν για να πιστοποιούν και επισήμως την τάξη των σύγχρονων δούλων, που έχει ανάγκη η κοινωνία μας, για να εξυπηρετεί τις ανάγκες του κεφαλαίου.
Ο Τζελίλ και ο Σαφάρ, πολιτικοί πρόσφυγες απ' το Αφγανιστάν κι αυτοί, δουλεύουν σε βιοτεχνίες ρούχων. Προσπαθούν να μάθουν ελληνικά, για να καλυτερεύσουν τη ζωή τους, «βγάζουμε τα χαρτιά, χάνουμε μεροκάματα για να τα συγκεντρώσουμε και μόλις πάμε στον ΟΑΕΔ, μας λένε ότι οι θέσεις συμπληρώθηκαν». Η δουλιά σκληρή, «κάποιοι μας ασφαλίζουν, κάποιοι όχι. Οταν έχει δουλιά, θέλουν να μη σηκώνουμε κεφάλι, να είμαστε σαν μηχανές». Ερχονται όμως και οι μέρες που δεν υπάρχουν παραγγελίες, «τότε δε θέλουν να μας βλέπουν». Το ίδιο και τις μέρες που πρέπει να τους πληρώσουν, «το πότε θα πάρουμε λεφτά επαφίεται στην καλή θέληση του εργοδότη».
Στο υπόγειο του σπιτιού, ζουν ο Μοχάμεντ, ο Αλί και ο Μουσταφά, Ιρακινοί πολιτικοί πρόσφυγες. Είναι στην Ελλάδα δύο χρόνια και από τότε έχουν να δουν τις οικογένειές τους. Οι δουλιές τους στην οικοδομή και τα εργοστάσια. Οι ιστορίες τους παρόμοιες με τους προηγούμενους. Η δίψα τους για ζωή μοναδική. «Ηρθαμε στην Ελλάδα για να ζήσουμε, να δουλέψουμε να φύγουμε απ' τον πόλεμο, δεν είμαστε ζητιάνοι». Ο Μοχάμεντ έχει γυναίκα και παιδιά, δεν μπορεί να τους δει, γιατί δεν έχει διαβατήριο. «Δεν μπορούμε να πάμε ούτε μέχρι τη Θεσσαλονίκη, η κόκκινη κάρτα δημιουργεί περισσότερα προβλήματα απ' όσα λύνει», το παράπονό τους ξεχειλίζει. «Ρωτάμε την αστυνομία τι θα γίνει μ' εμάς, θα πάρουμε πράσινη κάρτα, θα γίνουμε σαν τους άλλους, θα είμαστε μια ζωή έτσι; και η απάντησή τους, "φύγε από δω και μη ρωτάς πολλά"». Δεν είναι λίγες οι φορές που καταλήγουν στο Τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων, παρόλο που έχουν όλα τους τα χαρτιά. Και στα μάτια τους ένα μεγάλο γιατί.
Οι άνθρωποι αυτοί δε ζητάνε κανενός είδους ελεημοσύνη, είναι πολύ περήφανοι για να δεχτούν κάτι τέτοιο. Ζητούν από την πολιτεία να τους θυμηθεί, να τους διευκολύνει να ζήσουν αξιοπρεπώς. ΑΝΘΡΩΠΟΙ, με καθαρά μάτια, που κοιμούνται, κάθονται, τρώνε σε έπιπλα που μάζεψαν απ' τα σκουπίδια. ΑΝΘΡΩΠΟΙ, που ζουν στο περιθώριο, γιατί εκεί βολεύεται το κράτος να τους τοποθετεί. ΑΝΘΡΩΠΟΙ, που χαμογελούν ακόμα και πιστεύουν στη ζωή και με τη συμπεριφορά τους δίνουν μαθήματα τιμιότητας, αξιοπρέπειας και δύναμης...